Η πολυμελής ορχήστρα-χορωδία με τον μουσικοσυνθέτη και τον Πέτρο Γαϊτάνο |
Ένα λεύκωμα – αφιέρωμα του
Δημήτρη Στεργίου
«Άκρα του τάφου σιωπή στον κόσμο βασιλεύει» από τον Πέτρο Γαϊτάνο, τον μαέστρο Γιάννη Μαρκόπουλου και τη πολυμελή (πάνω από 120 μέλη ) χορωδία του |
Ο τότε δήμαρχος Κώστας Ρεπάσος προσφέρει αναμνηστική πλακέτα της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου στον Γιάννη Μαρκόπουλο μπροστά σε μια λαοθάλασσα επισκεπτών |
Χαιρετισμός, μετά την αποθέωση, σε χιλιάδες επισκέπτες |
Η Παλαιομάνινα τίμησε το ιερό
Μεσολόγγι και την Επανάσταση του 1821,όταν το 2001, οι γνωστές πολιτιστικές
εκδηλώσεις με κορυφαίο θέμα τον βλάχικο γάμο, με αναβίωση βλάχικων εθίμων με
αρχαιοελληνικές ρίζες, ήταν, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 180 ετών από την έναρξη της παλιγγενεσίας ,
αφιερωμένες στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Την πρώτη μέρα
των εκδηλώσεων, 18 Αυγούστου 2001, το πρόγραμμα περιελάμβανε συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου με το μουσικό
έργο «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού σε μορφή λαϊκής
λειτουργίας (αποσπάσματα), το οποίο, μετά
το Μέγαρο Μουσικής, το παρουσίασε
στην … Παλαιομάνινα, υπό την οργίλη αντίδραση μερικών κατοίκων του χωριού, οι
οποίοι «έβλεπαν» ότι με τέτοιες πρωτοβουλίες
καταργείται ο … καρσιλαμάς και …
διδάσκονται η … μουρμούρα και διάφορα
άλλα … ακαταλαβίστικα … ποιήματα!!! Επίσης, στο δεύτερο μέρος ακούστηκαν
τραγούδια από «Θητεία», «Ιθαγένεια», «Σεργιάνι του κόσμου».
Υπενθυμίζεται
ότι στη συναυλία που διηύθυνε μεγάλος μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος,
τραγούδησαν οι Πέτρος Γαϊτάνος, Μανώλης
Χατζημανώλης και Βασιλική Λαβίνα, που αποθεώθηκαν από τη λαοθάλασσα χιλιάδων
επισκεπτών, που έδωσαν ηχηρή απάντηση στους εθνομηδενιστές που χαρακτηρίζουν ως
«μύθο» και την Επανάσταση του 1821! Επίσης, συμμετείχαν η Πολυφωνική Χορωδία Βόλου, σε διδασκαλία
Γιάννη Καρκάλα και η Ορχήστρα Παλλίντονος Αρμονία με πάνω από 100 μέλη!
Σημειώνεται ότι
στις πολιτιστικές αυτές εκδηλώσεις παρευρισκόταν και ο τότε δήμαρχος Κώστας
Ρεπάσος, ο οποίος πρόσφερε αναμνηστική πλακέτα στον μουσικοσυνθέτη, ενώ πέντε
χρόνια αργότερα, οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι οποίες διοργανώθηκαν στις 29 Ιουλίου του 2006, ήταν αφιερωμένες στους Ελεύθερους Πολιορκημένους , με την ευκαιρία
της συμπλήρωσης 180 ετών από την Έξοδο
του Μεσολογγίου με συναυλία του Λάκη Χαλκιά.
Κατά τις
εκδηλώσεις αυτές , αρματωμένοι Μεσολογγίτες, υπό τους ήχους πίπιζας και
νταουλιού έκαναν πορεία στον κεντρικό δρόμο του χωριού, έφθασαν στο χώρο των
εκδηλώσεων, διέσχισαν το χώρο με τη
λαοθάλασσα χιλιάδων, όπως πάντοτε, επισκεπτών,
και ανέβηκαν στην εξέδρα. Την έναρξη των εκδηλώσεων αυτών κήρυξε ο τότε
δήμαρχος της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου Γεώργιος Πρεβεζάνος, ενώπιον και της
παρουσίας των απογόνων των «Παιδιών της Σαμαρίνας», οι οποίοι παρευρίσκονταν στις εκδηλώσεις με τον πολιτιστικό τους Σύλλογο. Τότε, ύστερα
από πρόταση του γράφοντος, ο δήμαρχος υποσχέθηκε ότι σύντομα να αναγερθεί Μνημείο στο Ηρώο Μεσολογγίου ως φόρο τιμής στους ήρωες που έπεαν τότε για
την πατρίδα.
Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Διονυσίου Σολωμού
Οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, τους οποίους ο Γιάννης
Μαρκόπουλος παρουσίασε με τη μορφή
Λαϊκής Λειτουργίας (αποσπάσματα)
αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά έργα του Σολωμού. Πρόκειται
για ένα έργο ζωής, που το δούλευε πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς ωστόσο να το
ολοκληρώσει. Ο Σολωμός έγραψε τρία διαφορετικά σχεδιάσματα ενώ το ποίημα
εμφανίζεται με τέσσερις διαφορετικούς τίτλους: α) “Το Μεσολόγγι”, β) “Οι
αδερφοποιτοί”, γ) “Το Χρέος” και δ) “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Στα τρία
σχεδιάσματα προτάχθηκαν οι “Στοχασμοί” του ποιητή, γραμμένοι στα ιταλικά.
Η έμπνευση του έργου οφείλεται στη δεύτερη πολιορκία του
Μεσολογγίου (πρόκειται για τη δεύτερη πολιορκία της πόλης, στα 1826, δεκαπέντε
ημέρες πριν την ηρωική έξοδο), τον υπεράνθρωπο αγώνα των Ελλήνων, τη Μεγάλη
Έξοδο και την άλωση της πόλης. Ο αγώνας των πολιορκημένων Μεσολογγιτών και των
άλλων Ελλήνων συγκλόνισαν τον ποιητή και ενεργοποίησαν την ποιητική του
ευαισθησία. Ωστόσο, ο ποιητής δεν περιορίζει τη ματιά του στις ταλαιπωρίες και
τον αγώνα των Ελλήνων για την κατάκτηση της ελευθερίας αλλά αντιλαμβάνεται και
αποκαλύπτει έναν άλλο αγώνα, πολύ πιο δύσκολο και άνισο, που συντελείται στην
ψυχή των αγωνιστών, μια άνιση μάχη ενάντια στην ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης
και στις χαρές της ζωής.
Το Β' Σχεδίασμα, από το οποίο παρουσιάζω στη συνέχεια
μερικά αρχικά αποσπάσματα με τους στοχασμούς του ποιητή, αριθμεί
συνολικά εξήντα ένα αποσπάσματα, σε δεκαπεντασύλλαβους ιαμβικούς
στίχους, με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Στο κείμενο είναι εμφανής η επίδραση του
δημοτικού τραγουδιού και της ποίησης της Κρητικής Αναγέννησης:
Ι.
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»
ΙΙ.
Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε τὴν ἄνοιξη· ὁ ποιητὴς παρασταίνει τὴν
Φύση, εἰς τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ὡραιότερη, ὡς μία δύναμη, ἡ ὁποία, μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα
καὶ ὑλικὰ καὶ ἠθικὰ ἐνάντια, προσπαθεῖ νὰ δειλιάση τοὺς πολιορκημένους· ἰδοὺ οἱ
Στοχασμοὶ τοῦ ποιητῆ:
Ἡ ζωὴ ποὺ ἀνασταίνεται μὲ ὅλες της τὲς χαρές, ἀναβρύζοντας
ὁλοῦθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εἰς ὅλα τὰ ὄντα· ἡ ζωὴ ἀκέραιη, ἀπ᾿ ὅλα
της φύσης τὰ μέρη, θέλει νὰ καταβάλῃ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γῆ, οὐρανός,
συγχωνευμένα, ἐπιφάνεια καὶ βάθος συγχωνευμένα, τὰ ὁποῖα πάλι πολιορκοῦν τὴν ἀνθρώπινη
φύση στὴν ἐπιφάνεια καὶ εἰς τὸ βάθος της.
Ἡ ὡραιότης τῆς φύσης, ποὺ τοὺς περιτριγυρίζει, αὐξαίνει εἰς
τοὺς ἐχθροὺς τὴν ἀνυπομονησία νὰ πάρουν τὴ χαριτωμένη γῆ, καὶ εἰς τοὺς
πολιορκημένους τὸν πόνο ὅτι θὰ τὴ χάσουν.
Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα
χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.
Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.
III.
Ἐνῷ ἀκούεται τὸ μαγευτικὸ τραγούδι τῆς ἄνοιξης, ὁποῦ
κινδυνεύει νὰ ξυπνήση εἰς τοὺς πολιορκημένους τὴν ἀγάπη τῆς ζωῆς τόσον, ὥστε νὰ
ὀλιγοστέψῃ ἡ ἀντρεία τους, ἕνας τῶν Ἑλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τοὺς ἄλλους
εἰς συμβούλιο, καὶ ἡ σβημένη κλαγγή, ὁποῦ βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀδυνατισμένο στῆθος
του, φθάνοντας εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο παρακινεῖ ἕναν Ἀράπη νὰ κάμῃ ὅ,τι
περιγράφουν οἱ στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ᾿ τοῦ τραγουδιοῦ τὰ μάγια μὲ βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιοῦ, μὴν κόψουν τὴν ἀντρεία».
Χαμένη, ἀλίμονο, κι ὀκνὴ τὴ σάλπιγγα γρικάει·
ἀλλὰ πῶς φθάνει στὸν ἐχθρὸ καὶ κάθ᾿ ἠχὼ ξυπνάει;
Γέλιο στὸ σκόρπιο στράτευμα σφοδρὸ γεννοβολιέται,
κι ἡ περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανὶς πετιέται·
καὶ μὲ χαρούμενη πνοὴ τὸ στῆθος τὸ χορτᾶτο,
τ᾿ ἀράθυμο, τὸ δυνατό, κι ὅλο ψυχὲς γιομᾶτο,
βαρώντας γύρου ὁλόγυρα, ὁλόγυρα καὶ πέρα,
τὸν ὄμορφο τρικύμισε καὶ ξάστερον ἀέρα·
τέλος μακριὰ σέρνει λαλιά, σὰν τὸ πεσούμεν᾿ ἄστρο,
τρανὴ λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητὴ κατὰ τὸ κάστρο.
IV.
Μόλις ἔπαυσε τὸ σάλπισμα ὁ Ἀράπης, μία μυριόφωνη βοὴ ἀκούεται
εἰς τὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο, καὶ ἡ βίγλα τοῦ κάστρου, ἀχνὴ σὰν τὸ Χάρο, λέει τῶν Ἑλλήνων:
«Μπαίνει ὁ ἐχθρικὸς στόλος». Τὸ πυκνὸ δάσος ἔμεινε ἀκίνητο εἰς τὰ νερά, ὅπου ἡ ἐλπίδα
ἀπάντεχε νὰ ἰδεῖ τὰ φιλικὰ καράβια. Τότε ὁ ἐχθρὸς ἐξανανέωσε τὴν κραυγή, καὶ εἰς
αὐτὴν ἀντιβόησαν οἱ νεόφθαστοι μέσ᾿ ἀπὸ τὰ καράβια. Μετὰ ταῦτα μία ἀκατάπαυτη
βροντὴ ἔκανε τὸν ἀέρα νὰ τρέμει πολλὴ ὥρα, καὶ εἰς αὐτὴ τὴν τρικυμία
Ἡ μαύρη γῆ σκιρτᾶ ὡς χοχλὸ μὲς τὸ νερὸ ποὺ βράζει.
- Ἕως ἐκείνη τὴ στιγμὴ οἱ πολιορκημένοι εἶχαν ὑπομείνει
πολλοὺς ἀγῶνες μὲ κάποιαν ἐλπίδα νὰ φθάσῃ ὁ φιλικὸς στόλος, καὶ νὰ συντρίψῃ ἴσως
τὸν σιδερένιο κύκλο ὁποῦ τοὺς περιζώνει· τώρα ὁποῦ ἔχασαν κάθε ἐλπίδα, καὶ ὁ ἐχθρὸς
τοὺς τάζει νὰ τοὺς χαρίσῃ τὴ ζωὴ ἂν ἀλλαξοπιστήσουν, ἡ ὑστερινή τους ἀντίσταση
τοὺς ἀποδείχνει Μάρτυρες.
V.
. . . . . . . . . . Στὴν πεισμωμένη μάχη
σφόδρα σκιρτοῦν μακριὰ πολὺ τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι,
καὶ τὰ γλυκοχαράματα, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
κι ὅταν θολώσουν τὰ νερά, κι ὅταν ἐβγοῦν τ᾿ ἀστέρια.
Φοβοῦνται γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
κι οἱ ξένοι ναύκληροι μακριὰ πικραίνονται καὶ λένε:
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, σπαθὶ Τουρκιᾶς, μολύβι,
πέλαγο μέγα βράζ᾿ ὁ ἐχθρὸς πρὸς τὸ φτωχὸ καλύβι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου