Σαν ακούνε τις λέξεις αυτές ο Ομέρ Βρυώνης και ο Χαλήλ Μπέης εξοργίζονται.
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη.
Αμέσως διατάζουν τον παραδειγματικό βασανισμό του Θανάση Διάκου, του παλληκαριού της Ρούμελης.
Τρεις Τούρκοι άναψαν φωτιά έξω σε μια άκρη. Πάνω της έβαλαν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι γεμίζοντάς το με λάδι. Κάθισαν τον Διάκο δεμένο όπως ήταν σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί ώστε να κρέμονται τα πόδια του. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι και αυτός επίμονα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά τού έμπηγαν μυτερά καρφιά στις πατούσες των ποδιών του και αυτός αναταραζόταν από τον πόνο.
Οι βασανιστές του παίρνοντας απ' το κακάβι καυτό λάδι το ρίχνουν βασανιστικά στα πόδια του. Έσκισαν γιλέκο και πουκαμίσα που φορούσε ρίχνοντάς του καυτό λάδι στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδυρόταν ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά απ’ το στόμα του. Κι όσο δεν μιλούσε, τόσο αγρίευαν περισσότερο οι βασανιστές του. Έτσι συνέχισαν όλο το βράδυ.
Το σώμα του Διάκου άρχισε να νεκρώνεται. Ο ανδρείος Θανάσης είναι αναίσθητος. Όμως οι Αγαρηνοί δε χόρτασαν αίμα.
Όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, οι δήμιοι μετέφεραν το μισοπεθαμένο παλληκάρι σε κοινή θέα, για να τον αποτελειώσουν.
Βλέποντας τον δήμιο να κρατάει ένα σουβλί, βουβάθηκαν όλοι.
Έδεσαν τον γενναίο ανάσκελα σ’ ένα σαμάρι με τα πόδια του ανοιχτά ενώ ο δήμιος έχωνε την πολύ καλά λεπτισμένη άκρη του σουβλιού ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρούσε προς τα επάνω περνώντας το σουβλί κάτω από το δέρμα μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του λίγο κάτω απ' το δεξί του αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που έκανε ο Διάκος κάθε φορά που έσπρωχνε το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, έδειχνε πως ήταν ακόμα ζωντανός. Μόλις τελείωσε ο γύφτος όρμησαν Τούρκοι με σκοινιά που έδεσαν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και τον ακούμπησαν όρθιο με το σουβλί σ' ένα δέντρο.
Ένας Τούρκος που λυπήθηκε για το μαρτύριο, έριξε δυο κουμπουριές κατάστηθα στον Θανάση Διάκο. Το τριαντατριάχρονο παλληκάρι πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο Διάκος έφυγε χαμογελαστός και περήφανος. Μαρτύρησε για την του Χριστού την πίστη την Αγία και για της πατρίδος μας την Ελευθερία.
Έτσι, ο Αθανάσιος έγινε Αθάνατος εις τους αιώνες.
Ήταν 24 Απριλίου του σωτήριου έτους 1821.
Του Εθνομάρτυρα, Κλεφταρματολού, Οπλαρχηγού Αθανασίου Διάκου ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη.
Αμέσως διατάζουν τον παραδειγματικό βασανισμό του Θανάση Διάκου, του παλληκαριού της Ρούμελης.
Τρεις Τούρκοι άναψαν φωτιά έξω σε μια άκρη. Πάνω της έβαλαν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι γεμίζοντάς το με λάδι. Κάθισαν τον Διάκο δεμένο όπως ήταν σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί ώστε να κρέμονται τα πόδια του. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν κάτι και αυτός επίμονα κουνούσε το κεφάλι του αρνητικά τού έμπηγαν μυτερά καρφιά στις πατούσες των ποδιών του και αυτός αναταραζόταν από τον πόνο.
Οι βασανιστές του παίρνοντας απ' το κακάβι καυτό λάδι το ρίχνουν βασανιστικά στα πόδια του. Έσκισαν γιλέκο και πουκαμίσα που φορούσε ρίχνοντάς του καυτό λάδι στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδυρόταν ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά απ’ το στόμα του. Κι όσο δεν μιλούσε, τόσο αγρίευαν περισσότερο οι βασανιστές του. Έτσι συνέχισαν όλο το βράδυ.
Το σώμα του Διάκου άρχισε να νεκρώνεται. Ο ανδρείος Θανάσης είναι αναίσθητος. Όμως οι Αγαρηνοί δε χόρτασαν αίμα.
Όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, οι δήμιοι μετέφεραν το μισοπεθαμένο παλληκάρι σε κοινή θέα, για να τον αποτελειώσουν.
Βλέποντας τον δήμιο να κρατάει ένα σουβλί, βουβάθηκαν όλοι.
Έδεσαν τον γενναίο ανάσκελα σ’ ένα σαμάρι με τα πόδια του ανοιχτά ενώ ο δήμιος έχωνε την πολύ καλά λεπτισμένη άκρη του σουβλιού ξεκινώντας απ' τη βουβωνική χώρα και προχωρούσε προς τα επάνω περνώντας το σουβλί κάτω από το δέρμα μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του λίγο κάτω απ' το δεξί του αυτί. Από κάποιες μικροκινήσεις που έκανε ο Διάκος κάθε φορά που έσπρωχνε το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, έδειχνε πως ήταν ακόμα ζωντανός. Μόλις τελείωσε ο γύφτος όρμησαν Τούρκοι με σκοινιά που έδεσαν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και τον ακούμπησαν όρθιο με το σουβλί σ' ένα δέντρο.
Ένας Τούρκος που λυπήθηκε για το μαρτύριο, έριξε δυο κουμπουριές κατάστηθα στον Θανάση Διάκο. Το τριαντατριάχρονο παλληκάρι πέρασε στην αιωνιότητα.
Ο Διάκος έφυγε χαμογελαστός και περήφανος. Μαρτύρησε για την του Χριστού την πίστη την Αγία και για της πατρίδος μας την Ελευθερία.
Έτσι, ο Αθανάσιος έγινε Αθάνατος εις τους αιώνες.
Ήταν 24 Απριλίου του σωτήριου έτους 1821.
Του Εθνομάρτυρα, Κλεφταρματολού, Οπλαρχηγού Αθανασίου Διάκου ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ!
Πηγή:Λαογραφικός Σύλλογος 《Μωραΐτες εν χορώ》