Αφιέρωμα στο ιερό χρυσοφόρο δέντρο
της Ακαρνανίας με αναδρομές στην ιστορία και τη συλλογή του βελανιδιού που
άρχιζε τα παλιά μετά τις 16 Αυγούστου.
Γράφει ο Γιώργος Π.
Μπαμπάνης
Η συλλογή του βελανιδόκαρπου στο χωριά μας ήταν ένα
σημαντικό πρόσθετο εισόδημα για τα νοικοκυριά με επιδέξιους «αίλαιρους»
τιναχτές και επιδέξιες βελανιδομαζώχτρες. Η περίοδος της συλλογής άρχιζε κάθε
χρόνο στις 16 Αυγούστου, δηλαδή τότε που άφηναν ελεύθερο τα δάσος για τη
συλλογή του ώριμου βελανιδόκαρπου. Πριν από τις 16 Αυγούστου δεν μπορούσε
κανένας να τινάζει τις βελανιδιές. Άλλωστε, το δάσος φύλαγαν τότε οι
αγροφύλακες.
Ο Παλαιομανιώτης
λάτρης της παράδοσης , του ιερού δέντρου και δεινός γνώστης ιστοριών με
θρύλους και εικόνες από την καθημερινή
ζωή των παλιών κατοίκων της Παλαιομάνινας Κώστας Γ. Κουτσουμπίνας έγραψε ένα γλαφυρό άρθρο – αφιέρωμα που
δημοσιεύθηκε στο υπ΄ αριθμόν 4 φύλλο (Ιούλιος
- Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2010) της εφημερίδας «Παλαιομάνινα». Παραθέτω από το αφιέρωμα αυτό μερικά
χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Την προηγούμενη ημέρα ετοίμαζαν όλοι τα απαραίτητα που θα παίρνανε
μαζί τους, όπως σακιά (μάλλινα, υφασμένα από τους ίδιους στον αργαλειό!), λούρα
ή «κόστα» (μεγάλη και ανθεκτική βέργα από ξύλο), ψωμοτύρι, ελιές και ό,τι
πρόχειρο υπήρχε. Για τη μεταφορά του νερού χρησιμοποιούσαν τις λεγόμενες
βουτσέλες (αρχαιοελληνική λέξη, όπως επισημαίνει ο συμμαθητής μου Δημήτρης
Στεργίου στο βιβλίο του), που όμως δεν κρατούσαν το νερό κρύο. Για κρύο νερό
χρησιμοποιούσαν τα ασκιά ή «βουτουλάχου» (κι αυτή αρχαιοελληνική λέξη, όπως
επισημαίνει πάλι ο Δημήτρης Στεργίου).
Έτσι, με τα λούρα
στον ώμο τους και καβάλα στα αλογομούλαρα ξεκινούσαν από το χωριό χαράματα για
να πάνε ο καθένας στην ουρδία του (τεμάχιο). Ξημέρωναν κάτω από τις βελανιδιές
και αμέσως, με ψυχή και καρδιά, ανέβαιναν στις βελανιδιές οι άνδρες και έτσι
άρχιζε η «μάχη» της συλλογής του βελανοδόκαρπου. Από άκρη σε άκρη αχολογούσαν
τα λακώματα και οι πλαγιές από τα χτυπήματα στα κλαριά των δέντρων. Ο καρπός
έπεφτε σα χαλάζι κάτω. Τα γυναικόπαιδα μάζευαν τα βελανίδια και τα βάζανε στα
σακιά (του σάκου).
Όλη την ημέρα τίναζαν ασταμάτητα μέχρι αργά το απόγευμα.
Μερικοί κάθονταν και μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Η δουλειά ήταν κουραστική, γιατί
γινόταν σε εποχή αφόρητης ζέστη, αλλά ήταν και επικίνδυνη, γιατί από στιγμή σε
στιγμή θα μπορούσε κανείς, κάνοντας μια απότομη κίνηση, να πέσει από τη
βελανιδιά. Όπως, για παράδειγμα, ο ξάδερφός μου Κίτσιος Νάνος, που έπεσε από τη
βελανιδιά από μεγάλο ύψος και χτύπησε άσχημα σε όλο το κορμί και λίγο στο
κεφάλι, γιατί, όπως ξέρουν οι παλιοί, ο Κίτσιος είχε το πιο γερό κεφάλι! Ο
λόγος που έπεσε ήταν γιατί τραγουδούσε και χόρευε πάνω στη βελανιδιά! Θυμάμαι
που τον φέρνανε στο χωριό στον ώμο τους τέσσερα άτομα που τον είχαν βάλει πάνω
σε μια σβάρνα (χρησιμοποιούνταν και ως … φορείο!). Τελικά, όπως διαπίστωσαν οι
γιατροί, τη γλίτωσε με ορισμένα κατάγματα και έτσι σε μια εβδομάδα έγινε καλά
και άρχισε πάλι τα ίδια, ως συνήθως.
Όσο, λοιπόν, βελανίδι μάζευαν την ημέρα, το φορτώνανε στα
άλογα και στα γαϊδουρομούλαρα και το ξεφορτώνανε στο χωριό στο μέρος όπου είχαν
ετοιμάσει τα «αλώνια». Εκεί το απλώνανε για να ξεραθεί το βελανίδι. Το
βελανίδι, μετά από μια περίπου εβδομάδα ήταν έτοιμο για το εμπόριο, αφού πρώτα
βγάζανε το βελάνι, το οποίο το ρίχνανε στη συνέχεια στα γουρούνια ως τροφή,
αλλά και στα γιδοπρόβατα. Στη συνέχεια, ο καθένας το πήγαινε το βελανίδι στο
μαγαζί (μπακάλικο) για να ξοφλήσει τα βερεσέδια που είχε από τα ψώνια που έκανε
όλο το χρόνο! Με τη σειρά τους, τα μπακάλικα πουλούσαν το ξεραμένο βελανίδι
στους μεγαλέμπορους. Ένας από αυτούς ήταν ο Σουρλάγκας που είχε την έδρα του
στον Αστακό. Γίνεται φανερό ότι το βελανίδι τότε αποτελούσε ένα μεγάλο πρόσθετο
εισόδημα για τα νοικοκυριά του χωριού μας, αφού όχι μόνο ξοφλούσαν τα
βερεσέδια, αλλά και εξασφάλιζαν και μερικά μετρητά (ζεστό χρήμα).
Η συλλογή του βελανιδιούστην περιοχή μας σταμάτησε το 1964, οπότε σταμάτησε και το
εμπόριο. Οι Ζαβιτσάνοι, που έρχονταν κάθε χρόνο το καλοκαίρι για συλλογή του
βελανιδόκαρπου σταμάτησαν να έρχονται στην περιοχή μας το 1954 περίπου, γιατί,
από ό,τι λένε, δεν τους συνέφερνε πια, αφού μειώθηκε η τιμή του βελανιδιού.
Έτσι, δεν ξανάρθανε πια.
Η ιστορία με τους
Ζαβιτσάνους
Εκτός από το δικό μας βελανιδόδασος, της Παλαιομάνινας, νόμιμα διεκδικούσαν την
περιοχή για συλλογή του βελανιδόκαρπου και τα χωριά του Ξηρομέρου Ζάβιτσα,
Αετός, Βλυζιανά και Κανδήλα. Εκτός από τους Ζαβιτσάνους, οι άλλοι πήγαιναν σε
άλλες περιοχές, όπως στα Αγράμπελα, τον Πρόδρομο και τα Πηγάδια
Στρογγυλοβουνίου. Η Ζάβιτσα κάθε χρόνο έστελνε αγροφύλακες είκοσι ημέρες πριν
από τη συλλογή. Οι αγροφύλακες αυτοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τους
συγχωριανούς μας, γιατί αν σε πιάνανε στη δική τους περιφέρεια είχες κακά
ξεμπερδέματα. Δημιουργούσαν πάντα καυγάδες.
Πέντε ημέρες πριν από τη συλλογή του βελανιδόκαρπου οι
Ζαβιτσάνοι έρχονταν κατά ομάδες για να στήσουν τις σκηνές τους ή να φτιάξουν
πρόχειρες καλύβες στη θέση «Βάϊα» της Παλαιομάνινας. Εκεί έφτιαχναν τα αλώνια για να ξεράνουν το
βελανίδι. Παράλληλα, είχαν και δικά τους μαγαζιά. Όλη η περιοχή έδινε την
εικόνα καταυλισμού.
Έφερναν μαζί τους όλο
το νοικοκυριό, με όλα τα απαραίτητα, αλλά και πολλά αλογομούλαρα που τα
χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά του βελανιδόκαρπου και νερού από τον Αχελώο.
Σημειώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις υπήρχαν στα αμπέλια συγχωριανών μας
βελανιδιές των Ζαβιτσάνων, αλλά δεν τολμούσαν να πάνε να τις τινάξουν από το
φόβο των αγροφυλάκων τους! Κάποια ημέρα άκουσα σπαρακτικές φωνές γυναικών γιατί
ήρθαν στα χέρια Ζαβιτσάνοι με συγχωριανούς μας. Στη συμπλοκή αυτή ήμουνα παρών.
Τότε, ο Μήτσος Τσίνος (Μήτσιου Ντιμπέλου), μακαρίτης κι αυτός, είχε κάνει μια
παράβαση, δηλαδή μπήκε στη δική τους περιοχή. Τότε τον βαρέσανε , του άνοιξαν
το κεφάλι και γέμισε αίματα. Βέβαια, βάρεσε κι εκείνος πολύ αγριότερα. Αυτό το
«βιολί» είχαμε κάθε χρόνο. Έτσι, τους είχαμε επί πολλά χρόνια στο σβέρκο μας
(ν΄ιρά φιτάτου κιτσιάου του τσιράπου)
Παρά τις προσπάθειες που κάναμε τότε και τις παρεμβάσεις
πολιτικών και κυβερνήσεων, δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτε για να τους
διώξουμε. Από πληροφορίες που πήρα από τον Χρηστάκη Ζώγα (Χριστάκη α Νικόλα),
οι Ζαβιτσάνοι και οι κάτοικοι των άλλων χωριών που ανέφερα πιο πάνω
«κατέκτησαν» το βελανιδόδασος από το έτος 1862, επί Όθωνα…
Βελανιδιά: το ιερό
δέντρο του Δία
Μετά την οικονομική απαξίωση του θρυλικού από την επανάσταση
του 1821 βελανιδόδασους της Μάνινας, αφού δεν συλλέγεται πια ο καρπός της
βελανιδιάς (βελανίδι) και δεν χρησιμοποιείται, όπως τα παλιότερα χρόνια, ως
χώρος βοσκής γιδοπροβάτων και γουρουνιών, κατασκευής κάρβουνου και ασβεστιού, το
ιερό δέντρο του Δία και των Αμαδρυάδων Νυμφών, πέρα από την οικολογική ισορροπία, αποτελεί
σημαντικό πνεύμονα για την περιοχή καθώς και μέσο αποτροπής καταστροφών από
βροχοπτώσεις, που είναι συνεχείς και έντονες στην Ακαρνανία, και αποδυνάμωσης
του υδροφόρου ορίζοντα.
Όπως έχει γράψει ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου, η
βελανιδιά (δρυς) ήταν ήδη γνωστή στην ομηρική εποχή. Ο Όμηρος στην Ραψωδία ξ΄
της Οδύσσειας αναφέρει ότι ο χοιροβοσκός του Οδυσσέα Εύμαιος «είχε στήσει απέξω
ολοτρίγυρα ξύλα πολλά, το΄να κοντά στο άλλο, που τα΄φτιαξε από δρυ πελεκώντας
γύρω τη φλούδα» και «μέσα πάλι στην αυλή είχε φτιαγμένα δώδεκα χοιροστάσια, το
ένα πλάι στο άλλο, για να κοιμούνται τα γουρούνια». Επίσης, στην ίδια Ραψωδία
αναφέρεται ότι ο Οδυσσέας είχε κοπάδια από γίδια, πρόβατα και γουρούνια όχι
μόνο στην Ιθάκη, αλλά και στην απέναντι στεριά («ηπείροιο»), η οποία δεν μπορεί
να είναι άλλη από εκείνη της Ακαρνανίας. Κι από εκεί οι χοιροβοσκοί κουβαλούσαν
κάθε μέρα ένα από κάθε ζώο (πρόβατο, γίδια, γουρούνια) για τους μνηστήρες.
Η δρυς (βελανιδιά) ήταν αφιερωμένη στο Δία και θεωρούνταν
ότι είχε τη δύναμη να χρησμοδοτεί. Η δύναμη αυτή αποδιδόταν κυρίως στις δρυς
του δάσους της Δωδώνης. Όλα τα βελιδοδάση (δρυμώνες) θεωρούνταν ότι είναι
κατοικία των Αμαδρυάδων Νυμφών και, συνεπώς, κάθε βελανιδιά πιστευόταν ότι
αντιπροσώπευε και μια Αμαδρυάδα Νύμφη. Για το λόγο αυτό πίστευαν ότι πέθαινε
και μια Αμαδρυάδα Νύμφη, όταν ξεραινόταν ή κοβόταν μια βελανιδιά!
Στο δάσος της Μάνινας ευδοκιμεί η «σκληρή βελανιδιά» και η
«αιγίλωψ του Θεοφράστου» (ήμερη). Το είδος αυτό της βελανιδιάς ευδοκιμεί και
στην περιοχή της Στράτου και της Λεπενούς.
Ετυμολογικώς, όπως επισημαίνει ο παππούς μου Δημήτρης
Στεργίου, η λέξη «δρυς» προέρχεται, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής
Γλώσσας του καθηγητή Γιώργου
Μπαμπινιώτη, από την ινδοευρωπαϊκή βαθμίδα «dr-u», «drew», «der-w». Πάντως,
εκπληκτική είναι η διαπίστωση ότι οι Ελληνόβλαχοι κάτοικοι της Παλαιομάνινας,
της Στράτου, της Γουργιώτισσας, των Οχθίων, των Αγραμπέλων και του
Στρογυγλοβουνίου (τα περισσότερα από τα χωριά αυτά είναι μέσα στο βελανιδόδασος
της Μάνινας) λένε τη βελανιδιά «βου - ντάρου», όπως δηλαδή οι αρχαίοι Πέρσες,
οι οποίοι, σύμφωνα με το ίδιο Λεξικό, έλεγαν τη δρυ «daru» («ντάρου»)!
Ποίηση για τη
βελανιδιά
Στο ίδιος φύλλο της
εφημερίδας «Παλαιομάνινα» δημοσιεύθηκε για την βελανιδιά
το ποίημα του Χρήστου Σπ. Ζώγα. Ο εκπληκτικός
ποιητής από την Παλαιομάνινα έζησε μέσα
στο βελανιδοδάσος, απόλαυσε τις υπέροχες
ομορφιές της φύσης και τη μοναδική γοητεία του ευλογημένου
αυτού τόπου και τη μοίρασε σε όλους μας με το ποίημά του υπό τον τίτλο «Η
βελανιδιά»
Σε δάσος βαλανιδιάς περπάτησα,
από μικρό παιδί,στον τόπο που γεννήθηκα,
πολλές εικόνες στο μυαλό μου κράτησα
κάποιες φορές αναρριχήθηκα.
Το μαγικό των φύλλων της το θρόισμα
άκουσα στον απέραντο δρυμώνα,
στρογγυλόκορφα δέντρα είδα ώριμα
ηλικίας που περνούν πολύ και τον αιώνα.
Κλαδιά γερά πλατιά μακριά’πλωμένα,
που πάνω τους ξαποστάζουν, διάφορα πουλιά,
μ’αντίσταση γιγάντια γρανιτένια,
στις θύελλες τους ανέμους τη φωτιά.
Βαλανιδιά συχνά στη γη πεσμένη,
θύμα κάποιου υλοτόμου φονιά,
των καρπών η αξία μειωμένη
τόσο δεν σε υπολογίζουν τώρα πια.
Στου ανθρώπου κόντρα την αναλγησία,
η κίσσα παραμένει πιστή σου αρωγός,
τ’όφελος για κείνη για σένα ευεργεσία,
τους σπόρους σου στο ξέφωτο,μεταφέρει συνεχώς.
Γιατ’είσαι δέντρο κατεξοχήν φωτόφιλο,
για την ανάπτυξη,του ήλιου χρειάζεσαι το φως,
στον ίσκιο οι σπόροι σου αν πέσουνε ανώφελο,
μαραίνονται δεν ευδοκιμούνε δυστυχώς.
Βαλανιδιά μας, όπως και να γίνει,
πάντα να ξέρεις στο προσκήνιο θα μείνεις,
εύκολη στη φύτευση, ο σπόρος σου δεν κοστίζει,
για την αναδάσωση, το δέντρο το σωτήριο θα γίνεις.
Επίσης, ο Χρήστος Ζώγας έχει γράψει και ένα άλλο ποίημά που
αφορά τη συγκομιδή του βελανιδιού. Χαρείτε το:
Η συγκομιδή του βελανιδιού
Προτού η μέρα καλά να χαράξει
το χωριό βρισκόταν ήδη στο πόδι,
βελανίδι με δροσιά να τινάξει
πριν το λιοπύρι γερά να φουντώσει.
Όλα τα δένδρα σχεδόν μετρημένα
τεμάχιο του όλου είχ’ο καθένας,
αρμονικά μ’επεισόδιο κανένα
μόνο με Ζαβιτσάνους, καβγάς συνέβη ένας.
Κάποιοι ήταν σωστοί ακροβάτες
στο δένδρο σαν να’ταν στο χώμα πατούσαν,
στων κλαδιών μπορούσαν,έως τις άκρες
να φθάσουν, πολλές φορές τραγουδούσαν.
Στο μάζεμα ο κόπος μάλλον πιο λίγος
το μόνο εμπόδιο θα λέγαμ’εδώ,
η φλομίδα κι ο άγριος πρίνος
η φυλλωσιά του κεντρί κοφτερό.
Στο τέλος ερχόταν μία η άλλη
το χρέος βραχνάς ποτέ κερδισμένος,
δράμι γινόταν η οκά στον μπακάλη
κι όμως ήσουν ευχαριστημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου