Καθώς περνούν τα χρόνια, παρατηρούμε ότι οι κοινωνίες
αλλάζουν. Συγκεκριμένα, υπάρχουν περίοδοι της κοινωνίας κατά τις οποίες πρέπει να προσαρμοζόμαστε με τη νέα κουλτούρα
που κάνει την εμφάνιση της. Ζούμε σε εποχές που οι κοινωνίες εξελίσσονται με
γοργούς ρυθμούς και έχει ως συνέπεια να επηρεάζουν την κοινωνία μας και κατ΄
επέκταση και τη συμπεριφορά μας. Καθημερινά ακούμε τη λέξη μοντέρνος που
προέρχεται από τη λατινική λέξη modus, η οποία σημαίνει «τρόπος, μέτρο» και στα ελληνικά
σημαίνει «νεωτεριστής»
Όλα τα παραπάνω τα
αναφέρουμε διότι υπάρχουν κάποιες αξίες, κάποια ιδανικά, κάποια ιερά, τα οποία,
όσο και να περάσουν τα χρόνια, όσο και να αλλάξουν οι κοινωνίες, δεν πρόκειται
να αλλάξουν κι αν προσπαθήσουμε να τα αλλάξουμε τότε είναι είτε σαν να πέφτει
το σπίτι μας να μας πλακώσει ή είναι σαν να κόβεις από τη ρίζα το δέντρο και να
το…ισοπεδώνεις. Αυτά είναι τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα. Με αυτά μεγάλωσαν οι
οικογένειές μας και μάθανε να ζούνε μέσα στις κακουχίες και μέσα στις δυσκολίες
που όσο κι αν ήταν δύσκολα τα χρόνια ήταν πιο όμορφα, πιο αθώα, όπως λένε. Αυτά
είναι που μας ενώνουν και μας θυμίζουν το θεσμό της οικογένειας που δυστυχώς κι
αυτός ο θεσμός χάνεται καθώς προπαθούμε να γίνουμε όλο και πιο
μοντέρνοι!
Αυτές είναι οι ρίζες
μας, που πρέπει να βρίσκουμε την ευκαιρία να τις υπενθυμίζουμε και να τις
μεταλαμπαδεύουμε από γενιά σε γενιά. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα έθιμα των
Χριστουγέννων, αλλά στο σύνολο των ελληνικών ηθών και εθίμων, τα οποία κράτησαν
επί αιώνες το έθνος όρθιο. Διότι πρέπει να επισημανθεί ότι όλα αυτά δεν γίνονταν τυχαία, είχαν ένα σκοπό ιερό, εθνικό. Αυτός ο τόπος
χτίστηκε πάνω σε κάποια ιδανικά που όσο περνούσαν τα χρόνια γίνονταν θεσμός και
πάνω στο θεσμό χτίστηκαν οι κοινωνίες… Όλα αυτά είχαν ως σκοπό να υπενθυμίζουν το παρελθόν, διότι κοιτώντας πίσω
πας μπροστά έλεγαν οι παλιοί… Οι γρήγοροι
ρυθμοί ζωής μάς έχουν κάνει να τα προσπερνάμε όλα γρήγορα και να
αδιαφορούμε. Κάποτε περίμεναν πως και πως οι οικογένειες αυτές τις στιγμές για
να περάσουν όλοι όμορφα και να γεμίζουν τα σπίτια με χαρές, συναισθήματα αγάπης
και τραγούδια. Σήμερα τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι ουδέτερα χαραγμένα σ΄
έναν γυάλινο κόσμο ή … γυάλινη αποπροσανατολιστική εικόνα.
Αυτό θα κάνουμε κι εφέτος καθώς πλησιάζουν οι χρονιάρες
μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, Δηλαδή, να παρουσιάσουμε, πέρα
από τα κάλαντα, και τα εκπληκτικά
ηθικοδιδακτικά έθιμα, τα οποία συνόδευαν τις
γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και απαντώνται σε πολλές περιοχές της Ελλάδος
και στο μακρινό παρελθόν και στο χωριό μας.
Τα (βλάχικα) κάλαντα των Χριστουγέννων στο χωριό μας, τα
οποία έλεγαν οι παππούδες μας και οι πατεράδες μας τα παλαιότερα χρόνια, είχαν
μια ξεχωριστή ζεστασιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν γινόταν και η
γουρουνοχαρά, τα αγόρια γύριζαν όλα τα σπίτια, των οποίων οι αυλές μοσχομύριζαν
από τα νόστιμα και ζεστά κουλούρια (κουάκου) και το χριστόψωμο, που φούρνιζαν
οι γιαγιάδες. Τα παλαιότερα χρόνια οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά
που τραγουδούσαν τα κάλαντα κουλούρια και ντόπια γλυκά και σπανιότερα χρήματα.
Σημειώνεται ότι τότε στο χωριό μας ποτέ δεν χρησιμοποιούσαν τα παιδιά …
τρίγωνα!
«Τα βλάχικα κάλαντα της περιοχής μας είναι απλώς μια
παραλλαγή των «Κόλιντα Μπάμπω ή Βάβω» (κάλαντα της γιαγιάς), που είναι γνωστά
σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο έως τον Έβρο»,
μού λέει ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου. Και συνεχίζει: «Την ονομασία τους την
πήραν από τη λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Το έθιμο υπήρχε στην Ελλάδα πριν από τη Ρώμη. Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί
ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (είναι η δωρική λέξη
ειρεσιώνη= έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στη
συνέχεια το έθιμο καθιερώθηκε και στη Ρώμη».
Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα που λέγανε στο χωριό μας και
στην Παλαιομάνινα είναι τα εξής:
Κολίντι, μελίντι,
ντένι, μάϊε, κουλάκου,
κου σου τάλιεαράπου,
αράπου ντι λα ούσιε,
κου κίπουρουντικούσιε.
= Κόλιντα, μέλιντα, (η παραμονή των Χριστουγέννων)
δωσ΄ μου, γιαγιά,
κουλούρι,
γιατί θα σφάξω τον αράπη,
τον αράπη στην πόρτα (του σπιτιού)
με το κουδούνι στο λαιμό.
Ρώτησα τον παππού μου τί σημαίνει η λέξη «αράπου» που
υπάρχει στα (βλάχικα) χριστουγεννιάτικα κάλαντα και μού έδωσε την ακόλουθη
απάντηση: «Τα (βλάχικα) χριστουγεννιάτικα κάλαντα ξεχωρίζουν από όλα τα άλλα κυρίως από μια λέξη
που υπάρχει σε αυτά (δεν την έχω εντοπίσει έως τώρα σε άλλα κάλαντα). Πρόκειται
για τη λέξη «αράπου» (στον ελληνοβλάχικο λόγο) = αράπης, η οποία με είχε
προβληματίσει από μικρό παιδί για δύο λόγους:
Πρώτον, δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος Αράπης (μελαμψός κλπ) στο
χωριό μας.
Δεύτερον, δεν είχα παρατηρήσει ποτέ ότι στην πόρτα των
σπιτιών όλης της Παλαιομάνινας στεκόταν κάποιο μαύρο ζώο (σκυλί, για
παράδειγμα) ως φύλακας με κουδούνι στο λαιμό.
Δύο ήταν οι κυριότερες εκδοχές που επικρατούσαν για την
ερμηνεία του «Αράπου». Η πρώτη αναφερόταν σε μαύρο σκύλο ως φύλακα, ο οποίος
υπάρχει στην ελληνική λογοτεχνία (διήγημα) και η άλλη στο «θύμα» των ημερών, το
γουρούνι.
Αλλά, ήταν τόσο ασθενείς και οι δύο αυτές εκδοχές ώστε με το
ζόρι γίνονταν δεκτές. Ώσπου ανέτρεξα στη Λαογραφία, όπου βρήκα και την
απάντηση. Στη Λαογραφία, λοιπόν, «αράπης» είναι ένα φανταστικό ον, δαιμόνιο ή
στοιχειό, που εμφανίζεται με διάφορες μορφές:
- Εμφανίζεται ως
φύλακας σπιτιών πλουτίζοντας τον οικοδεσπότη και τρώγοντας από την άλλη τους
άπληστους.
- Εμφανίζεται ως
μελαμψός φύλακας κρυμμένων θησαυρών.
- Εμφανίζεται ως
ρωμαλέος αντίπαλος ήρωα, τον οποίο
υπηρετεί, αφού νικηθεί από αυτόν
- Συχνά
αναφέρεται ως φόβητρο για τα μικρά παιδιά: «φάε το φαί σου γιατί θα φωνάξω τον
αράπη» κλπ.
Όλες αυτές οι
παραπάνω ερμηνείες δικαιολογούν την αναφορά του «αράπη» στα χριστουγεννιάτικα
κάλαντα στην περιοχή μας, αφού συνδυάζει όλες τις «μορφές» του. Είναι φύλακας
σπιτιών, είναι μελαμψός φύλακας θησαυρών, είναι φόβητρο για τα παιδιά, τα
οποία, υποσυνείδητα, στα κάλαντα θέλουν να τον «σφάξουν» αν δεν δώσει η γιαγιά
κάτι από το «θησαυρό».
Έθιμα και δοξασίες
Τα κυριότερα έθιμα των Χριστουγέννων στο χωριό μας και στην
Παλαιομάνινα, όπως τα έχει διασώσει ο
παππούς μου, ήταν τα εξής:
1. Πόρκου ντι Κριστσιούνε: Εκείνο το χριστουγεννιάτικό έθιμο
που δημιουργούσε μιαν αλλόκοτη γιορτινή ατμόσφαιρα στο χωριό μας ήταν η σφαγή
του οικόσιτου γουρουνιού ή γουρουνιών τα Χριστούγεννα (Πόρκο ντι Κριστσιούνε).
Από το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων σε όλο το χωριό ακούγονταν συνεχώς
και παντού, σε όλες τις αυλές των σπιτιών και σε όλες τις γειτονιές στο
σπαρακτικό σκούξιμο των γουρουνιών, τα οποία τα έσφαζαν ή τα ίδια τα «αφεντικά»
τους ή πιο ειδικοί γείτονες ή συγγενείς. Στα χωριά μας υπήρχε κι ένα άλλο έθιμο
–δοξασία ή δεισιδαιμονία: Στα γουρούνια των Χριστουγέννων έμπηγαν ένα
σιδερικό(μαχαίρι ή πιρούνι) και ψωμί για μην τα «βαρέσει ο ίσκιος» (ξωτικό)!
Σε παλιότερες εποχές το κρέας ήταν κάτι σαν είδος
πολυτελείας. Τότε, έτρωγαν κρέας μόνο τις Απόκριες, το Πάσχα και τα
Χριστούγεννα. Καθώς όμως οι οικογένειες τότε ήταν πολυπληθείς φρόντιζαν να
εξασφαλίσουν και την ανάλογη ποσότητα κρέατος. Αγόραζαν, λοιπόν, κατά το τέλος του καλοκαιριού μικρά γουρούνια, τα
οποία τάιζαν μέχρι τα Χριστούγεννα
επιδιώκοντας να γίνουν όσο το δυνατόν πιο παχιά. Το εξέτρεφε κάθε οικογένεια
στον κήπο ή σε ειδικό μέρος (κουμάσι) στην αυλή με τυρόγαλο (τζέρου – αρχαία
ελληνική λέξη!), πίτουρα, βελάνα, καλαμπόκι, καρπουζόφλουδες, πεπονόφλουδες,
αποφάγια και άλλα.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι άνδρες μαζεύονταν και
συνεννοούνταν για τις γουρνοχαρές. Ακόνιζαν τα μαχαίρια και τους μπαλτάδες, ενώ
οι γυναίκες ετοίμαζαν τις τάβλες, τα ταψιά, τα καζάνια. Το πρωί, παραμονή ή
προπαραμονή των Χριστουγέννων έφταναν στο σπίτι οι άνδρες που θα έσφαζαν το
γουρούνι. Η νοικοκυρά τους έφτιαχνε καφέ και τους κερνούσε λίγο ούζο. Στη
συνέχεια, οι άνδρες αφού έστριβαν τσιγάρο, σκούμπωναν τα μανίκια και τραβούσαν
για το κουμάσι. Η νοικοκυρά πιο πέρα, περίμενε με το βραστό νερό για το κεφάλι
του γουρουνιού (γουρνοκέφαλο). Ο πιο ψύχραιμος άνδρας έμπαινε μέσα στο κουμάσι
με ένα κομμάτι χοντρό σκοινί (τριχιά) και μαζί με τους υπόλοιπους το τραβούσαν
έξω από το κουμάσι. Το γουρούνι καταλάβαινε ότι έφτανε το τέλος του και άρχιζε
να ουρλιάζει δυνατά ωσότου η λάμα του
μαχαιριού μπει βαθιά στο λαιμό του και κόψει το νήμα της ζωής του. Σχεδόν την
ίδια ώρα ακουγόταν ουρλιαχτά γουρουνιών απ' όλες τις αυλές των σπιτιών του
χωριού.
Μόλις έκοβαν το γουρνοκέφαλο, έβαζαν το σφαγμένο γουρούνι
ανάσκελα χάμω κι άρχιζαν το γδάρσιμο, πρώτα από την περιοχή της κοιλιάς. Το
λίπος στο μέρος εκείνο το χρησιμοποιούσαν για το παστό (βασιλόξιγκο). Το κάθε
γουρούνι έβγαζε δέκα με δεκαπέντε γκάζια λίπος (λίπα, η οποία είναι ομηρική
λέξη!). Μετά το γδάρσιμο αφαιρούσαν τα εντόσθια. Ο πιο έμπειρος άνδρας κοιτούσε
τη σπλήνα ή κατά άλλους κοιτούσε την ουροδόχο κύστη και αποφαινόταν σχετικά. Αν
ήταν διογκωμένη, ο χειμώνας θα παρατεινόταν πιθανώς μέχρι τον Μάρτιο. Στην
αντίθετη περίπτωση ο χειμώνας θα ήταν κανονικός. Οι άνδρες και οι γυναίκες
έπεφταν, κατόπιν, κυριολεκτικά πάνω στο γδαρμένο γουρούνι: άλλος ξεχώριζε το
λίπος από το κρέας, άλλος έβγαζε κρέας για τηγανιά (φαγητό φτιαγμένο στο τηγάνι
από ψαχνό κρέας, συκώτι, σπλήνα, καρδιά), άλλος καθάριζε τα λουκάνικα, άλλος
ταχτοποιούσε το τομάρι ώστε να στεγνώσει και να φτιάξουν τα περίφημα
γουρνοτσάρουχα. Όταν τελείωνε ο τεμαχισμός του γουρουνιού γινόταν μια ολιγόωρη
παύση. Οι σφάχτες σκούπιζαν τα μαχαίρια, έπλεναν τα χέρια τους με ζεστό νερό
και τραβούσαν για το σπίτιια να φάνε τη νόστιμη τηγανιά ή το κοψίδι που είχε
ετοιμάσει η οικοδέσποινα.
2. Παστό, τσιγαρίδες, λουκάνικα: Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο
από το χριστουγεννιάτικο γουρούνι. Το λίπος ή λίπα στα βλάχικα (ομηρική λέξη!)
το λεγόμενο παστό, το έκοβαν μικρά κομματάκια και το έλιωναν μέσα σε καζάνι,
που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό, η νοικοκυρά πάσχιζε
πραγματικά, επί 2-3 ημέρες, ανάλογα με την ποσότητά του. Η φωτιά έπρεπε να
καίει με ένταση χωρίς να ελαττώνεται καθόλου, ώστε το λιώσιμο να γίνεται
κανονικά για κάθε καζάνι. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος (βασιλόξιγκο) στο δοχείο
ή πιθάρι, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν,
αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα
κομματάκια, ιδιαίτερα ελκυστικά και γευστικά για πολλούς, ήταν οι τσιγαρίδες, τις
οποίες οι συγχωριανοί μας έβαζαν στον τραχανά και στις πίτες.
Το λιωμένο λίπος το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πιθάρια, και,
αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν
μαγειρευτό, αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν ο σουφλιμάς και, φυσικά τα γνωστά
νόστιμα χωριάτικα λουκάνικα που παρασκεύαζαν με μεγάλη επιμέλεια.
3. Η γουρνόφουσκα: Τα παιδιά, παρακολουθούσαν όλη αυτή την «άγρια» διαδικασία και για έναν
επιπρόσθετο λόγο. Πέρα από ότι θα τρώγαμε περισσότερο … κρέας τις ημέρες αυτές,
περιμένανε με αγωνία να ολοκληρωθεί η διαδικασία της σφαγής για να πάρουνε την
… πολυπόθητη … γουρνόφουσκα! Ήταν η … ουροδόχος κύστις του γουρουνιού την οποία
φουσκώνανε και παίζαμε είτε ως μπαλόνι είτε ως … μπάλα!!!
5. Το Ύψωμα: Με διαφορετική επιμέλεια και «αώτο» (ομηρική
λέξη), δηλαδή προζύμι, οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν το Ύψωμα για τους νεκρούς, το
οποίο, κομμάτια – κομμάτια το πρόσφεραν σε όλους και, φυσικά, στο
χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
6. Γευστικά κουλουράκια: Την παραμονή των Χριστουγέννων οι αυλές
των σπιτιών μοσχομύριζαν από τα κουλουράκια που έψηναν οι νοικοκυρές στους
φούρνους και που έδιναν και στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Είχαν διάφορα
σχήματα και στολίδια.
7. Το μεγάλο
κούτσουρο ή «Χριστόξυλο»: Από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης διάλεγε το
πιο όμορφο, το πιο γερό , το πιο χοντρό ξύλο από βελανιδιά. Είναι το ξύλο ή το κούτσουρο που θα καίει για
όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα, στο τζάκι
του σπιτιού. Η στάχτη των ξύλων αυτών προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από
κάθε κακό. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το κούτσουρο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να
έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι , ώστε να μη μείνει
ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη
βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα
παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των
Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο
νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το
κούτσουρο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το κούτσουρο,
ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι
προσπαθούν το κούτσουρο να καίει μέχρι τα Φώτα.
8. Γιαούρτια: Όσοι είχαν αιγοπρόβατα παρασκεύαζαν
απαραιτήτως σε μεγάλες κατσαρόλες γιαούρτι, το οποίο μοίραζαν και σε
οικογένειες που δεν είχαν τη δυνατότητα αυτή.
9. Μπακλαβάς «κόθουρο»: Έχει ομηρικές ρίζες. Οι νοικοκυρές,
συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, άνοιγαν φύλλα για τον μπακλαβά και
έφτιαχναν το πατροπαράδοτο αυτό γλυκό των Χριστουγέννων χρησιμοποιώντας χοντρό
φύλλο, σουσάμι, αμύγδαλα, γαρύφαλλο και κανέλα. Είναι το γνωστό «ριβανίε» στα
βλάχικα ή «κόθουρο», επειδή ήταν στριφτό το σχετικό γέμισμα. Ήταν μια διαδικασία
στην οποία επιδίδονταν οι άξιες νοικοκυρές με κέφι και μεράκι. Έπειτα,
περήφανες μοίραζαν κομμάτια από τον μπακλαβά σε φιλικά σπίτια ή τα πρόσφεραν
στους επισκέπτες και φίλους κατά την Πρωτοχρονιά και κατά την ονομαστική εορτή
προσώπων της οικογενείας. Φυσικά, παρασκεύαζαν κι άλλα γλυκά, ανάλογα με τις
οικονομικές δυνατότητες κάθε νοικοκυριού!
10. Μακαρονόπιττα:.
Τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά οι Ριμένες παρασκεύαζαν, μαζί με τα χοιρινά
κοψίδια και άλλα φαγητά, και την περίφημη νόστιμη βλάχικη μακαρονόπιτα. Ήταν νόστιμη γιατί, πέρα από
την επιτηδευμένη παρασκευή (παραδοσιακό φύλλο, παραδοσιακό ψήσιμο κλπ),
περιείχε και νόστιμα, υγιεινά και παραδοσιακά τυροκομικά και άλλα υλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου