Αφιέρωμα στον
«τραγουδιστή του χωριού και της στάνης», τον ποιητή που ύμνησε όσο κανένας
άλλος τα λεβέντικα βουνά και τη ζωή της υπαίθρου, έδειξε σε μικρή ηλικία το
ταλέντο του στην ποίηση και έγραψε στην ελληνική δημοτική και όχι στα ριμένικα
Γράφει ο Γιώργος Π.
Μπαμπάνης
Στο αφιέρωμα μας προς τιμή του συντοπίτη μας ποιητή Βασίλη
Νάκα από την Παλαιομάνινα είχαμε κάνει μια μικρή αναφορά στο Βλάχο ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, ο
οποίος σε μικρή ηλικία έδειξε το ταλέντο
του στην ποίηση και ύμνησε και το
Μεσολόγγι.
Ο Ηπειρώτης λογοτέχνης Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868
στο Συρράκο της Ηπείρου, Βλάχικης καταγωγής. Ήταν γιος του εύπορου εμπόρου
Δημητρίου Κρυστάλλη και της συζύγου του Γιαννούλας, το γένος Ψαλίδα. Μαθητής
ακόμα της Ζωσιμαίας Σχολής στα Ιωάννινα εξέδωσε το φλογερό πατριωτικό ποίημα
«Αι σκιαί του Άδου» (1887), στο οποίο εξυμνούσε με πάθος τους εθνικούς αγώνες
και τους ήρωες του 1821. Η Ήπειρος, όμως, ήταν τότε σκλαβωμένη και οι Τούρκοι
καταζητούσαν το νεαρό ποιητή. Για ν’ αποφύγει τη σύλληψη αναγκάστηκε να φύγει
στην Αθήνα, όπου δούλεψε σκληρά.
Εργάστηκε ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο, συντάκτης του
περιοδικού «Εβδομάς», λημματογράφος στην εγκυκλοπαίδεια «Μπαρτ και Μπεκ» και
τέλος ως υπάλληλος στα εκδοτήρια των Σιδηροδρόμων Πελοποννήσου. Τα εισοδήματά
του από αυτές τις δουλειές ήταν πενιχρά και μη έχοντας επαρκείς πόρους ζούσε σε
ανήλιαγα υπόγεια, που του έφθειραν την υγεία. Προσβλήθηκε από φυματίωση,
αρρώστια αγιάτρευτη στην εποχή του. Η μόνη του χαρά ήταν η μελέτη και η ποίηση
και που και που καμιά εκδρομή στην Πεντέλη, στην Πάρνηθα ή στον Υμηττό, που του
θύμιζαν την «Πίνδο του», τη βουνίσια ζωή, που είχε γίνει o μυστικός καημός του.
Απ’ αυτή την ασίγαστη λαχτάρα γεννήθηκε η ειδυλλιακή ποίησή του. Ο
Κρυστάλλης έγραψε κι άλλα έργα, όπως τα πεζογραφήματα για τους «Βλάχους της
Πίνδου» και το πατριωτικό του «Ο Καλόγερος της Κλεισούρας του Μεσολογγιού», μα
εκείνα που κάνουν ξεχωριστό ποιητή τον Κρυστάλλη και προσθέτουν ένα νέο τόνο
στη νεοελληνική ποίηση είναι τα «Αγροτικά» (1891) και « Ο Τραγουδιστής του
Χωριού και της Στάνης» (1892), που τιμήθηκε με έπαινο στον Φιλαδέλφειο
διαγωνισμό. Σ’ αυτά τα ποιήματα, που έχουν βουκολικό χρώμα και είναι γεμάτα
δροσιά και χάρη, ο Ηπειρώτης ποιητής ξεκινά από τη λαϊκή παράδοση και το
δημοτικό τραγούδι, τα οποία και τα πλουτίζει με την προσωπική του τέχνη και
«την άφθαστη ομορφιά της ελληνικής φύσης και των βουνών μας την περηφάνεια».
Στα τέλη του 1893 κέρδισε 2.500 δραχμές από λαχείο κι έτσι
μπόρεσε στις αρχές του επομένου έτους να δημοσιεύσει τα «Πεζογραφήματά» του.
Λίγο αργότερα, όμως, η αρρώστιά του θα επιδεινωθεί ραγδαία και ο ξενιτεμένος
ποιητής δεν αντέχει πια. Γυρίζει στην Ήπειρο και στις 22 Απριλίου 1894 πεθαίνει
στο σπίτι της αδελφής του στην Άρτα, σε ηλικία μόλις 26 χρονών. Ο κάμπος τον
είχε φάει, όπως προφήτεψε θλιβερά στο «Σταυραητό» του.
Παρακαλώ σε Σταυραητέ, για χαμηλώσου λίγο
και δος μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου·
Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.
Στην Πεντέλη υπάρχει από χρόνια η προτομή του. Την έχουν
στήσει οι φυσιολάτρες, που τον αισθάνονται ιδιαίτερα σαν δικό τους ποιητή. Να,
τι γράφει γι’ αυτό το βουνό ο Κρυστάλλης:
Νάξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ ’άλλα.
Επιδράσεις και
επιρροές
Οι πρώτες ποιητικές συλλογές του Κρυστάλλη εντάσσονται στο
ρομαντισμό της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και είναι γραμμένες σε καθαρεύουσα,
αποτέλεσμα των επιρροών που δέχτηκε ο ποιητής από την επαφή του με το πνεύμα
του αθηναϊκού ρομαντισμού. Με τα «Αγροτικά» πέρασε στον κύκλο της Νέας
Αθηναϊκής Σχολής, στρεφόμενος προς τη δημοτική γλώσσα, και το δημοτικό
τραγούδι. Στην πεζογραφία οι επιρροές του εντοπίζονται στο χώρο των λαϊκών
παραδόσεων. Και στα πεζά του χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, στράφηκε
ωστόσο σύντομα προς τη δημοτική, στη χρήση της οποίας συγκαταλέγεται στους
πρωτοπόρους
Οι επιδράσεις που
έχει δεχθεί είναι από το δημοτικό τραγούδι, έργα κλασικών ποιητών ὀπως του
Ομήρου, από τον Ερωτόκριτο, από συγχρόνους του, όπως τον Βαλαωρίτη, τον
Ζαλοκώστα, τον Βηλαρά, και από τους
ρομαντικούς της Αθηναϊκής Σχολής , όπως τον Αχιλλέα Παράσχο.
Την εποχή που όλοι εκθείαζαν τα τραγούδια του, ο Ξενόπουλος
είχε ήδη διαγνώσει και επισημάνει τη μεγάλη σημασία του πεζογραφικού έργου του
«ποιητή του βουνού και της στάνης». Ο Κρυστάλλης δεν είναι μόνον ο πρώτος που
έγραψε στη δημοτική, ενώ ακόμα όλοι οι άλλοι αλληθώριζαν προς την καθαρεύουσα,
παραπαίοντας ανάμεσα στις δύο γλώσσες. Μέσα στα ελάχιστα χρόνια που έζησε,
πρόλαβε να μας δώσει κάποια δείγματα γραφής που φανερώνουν τον γεννημένο
πεζογράφο. Στα διηγήματά του ο Κρυστάλλης είναι πληθωρικός, βιάζεται να τα πει
όλα, σαν να προαισθάνεται πως δεν υπάρχει γι' αυτόν πίστωση χρόνου - η τόσο
απαραίτητη για τη δουλειά ενός πεζογράφου. Η ζωντάνια του στις περιγραφές της
φύσης ξαφνιάζει. Οι διάλογοι του έχουν την απλότητα και τη σοφία του λαϊκού
λόγου. Κι ήταν ακόμα μόνο 26 χρονών. Ένα παιδί!
Η ποίηση του Κρυστάλλη επικρίθηκε από πολλούς (όπως ο
Γιάννης Αποστολάκης), οι οποίοι την θεώρησαν νεκρή ή δουλική μίμηση του
δημοτικού τραγουδιού, σχοινοτενείς και αδιάφορες περιγραφές. Ο Παλαμάς είχε
διαφορετική γνώμη: «Στα ποιήματα του Κρυστάλλη πλέκουν στίχοι της δημώδους
ποιήσεως και στίχοι δημώδεις του ποιητή», είχε γράψει. «Δύσκολα ξεχωρίζουνται
αυτοί από εκείνους και κατά τρόπον τοιούτον ο ποιητής συχνά συναρμόζει τα
άσματά του, όμοια προς ανθοδέσμες των οποίων τα άνθη και τα φύλλα, στίχοι του
λαού και στίχοι κατά τον λαόν, στενώς αναμιγνύονται, ώστε να απαρτίζουν μακρόθεν
ένα αδιαχώριστον σύνολον», πρόσθεσε. Σημειώνεται ότι ο Παλαμάς είχε γράψει και
ένα ομότιτλο ποίημα για τον Κρυστάλλη.
Σε μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία οι λαογραφικές καταγραφές του Νικολάου
Πολίτη όπλιζαν την αξία μιας επαναφοράς της παραμερισμένης λαϊκής παράδοσης,
των ηθών και των δοξασιών της, ο Κρυστάλλης και πολλοί από τους τότε
μονοδιάστατους ηθογράφους αποτελούσαν τον ασθενή αλλά ελλείποντα κρίκο, που
όμως είχε καλές προσβάσεις στην κοινή γνώμη. Πάντως, η απήχηση του έργου του
και οι έπαινοι που το συνόδευαν αποδίδουν τη γενικότερη ανάγκη του τότε κοινού
που με το δημοσιογραφικό του αισθητήριο εξέφραζε ο Βλάσης Γαβριηλίδης για την
επανασύνδεσή του με καταστάσεις από τις οποίες μόλις είχε αποσυνδεθεί, ζώντας
σε ένα νόθο αστικό περιβάλλον που του είχε επιβάλει και υποβάλει μια νοοτροπία
ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Από την Ασπίδα του
Αχιλλέα στο κέντημα του μαντιλιού
Στη συνέχεια παραθέτω το ποίημα του Κώστα Κρυστάλλη «Το
κέντημα του μαντιλιού», ένα ποίημα ιδιαίτερα αρεστό στον
παππού μου Δημήτρη Στεργίου, διότι, όπως μού έχει πει, το διδάχθηκε, αναλυτικά,
μαζί με εκείνο του «Νεκρού αδελφού» επί ένα εξάμηνο στο μάθημα της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διότι παραπέμπει
στην Ραψωδία Σ’ της Ιλιάδας , όπου ο Όμηρος παρουσιάζει τον
Ήφαιστο να κατασκευάζει στην Ασπίδα του Αχιλλέα στους στίχους 478-616. Στους στίχους αυτούς ο Ήφαιστος,
μετά την παράκληση της Θέτιδας, έχει αρχίσει την κατασκευή θαυμαστών όπλων:
θώρακα, κράνος, κνημίδες και κυρίως την ασπίδα, της οποίας τη διακόσμηση ο
ποιητής μάς περιγράφει διεξοδικά. Ο Ήφαιστος απεικονίζει πάνω στην ασπίδα τού
μελλοθάνατου ήρωα σκηνές από τη ζωή και τις χαρές των απλών ανθρώπων,
πλαισιώνοντάς τες από την εικόνα του σύμπαντος (στο κέντρο) και του Ωκεανού
(στην περιφέρεια). Ενδιάμεσα απεικονίζει με λεπτομέρειες δυο πανέμορφες
πολιτείες. Στη μια μπορεί να δει κανείς σκηνές ειρηνικές (γάμος και
δικαστήριο), ενώ στην άλλη, που είναι πολιορκημένη, εικονίζεται ο πόλεμος.
Αλλού απεικονίζει σκηνές από τη ζωή των γεωργών (όργωμα, θερισμός, τρύγος) και
των κτηνοτρόφων (επίθεση λιονταριών σε αγέλη βοδιών, βοσκότοπος με κοπάδι
προβάτων) και τέλος χορό από νέους και νέες με ρούχα γιορτινά κοντά σ' ένα θείο
τραγουδιστή. Μόλις ο τεχνίτης των θεών τελείωσε το έργο του, απόθεσε τα όπλα
μπροστά στη Θέτιδα κι εκείνη τα πήρε στα χέρια της και έτρεξε από τον Όλυμπο να
τα παραδώσει στο γιο της. Διαβάστε, στη συνέχεια, το ποίημα αυτό, και θα
διαπιστώσετε την καταπληκτική ομοιότητα του ποιήματος του Κώστα Κρυστάλλη με
τους στίχους της Ραψωδίας Σ΄Ιλιάδας.
Τὸ κέντημα τοῦ μαντιλιοῦ
Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
Πηγές: Βικιπαίδεια, Βιογραφίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου