Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Εντυπωσιακές οχυρώσεις δεν είναι ένας σωρός από… «πέτρες»!



Εκπλήσσουν για την επιλογή της θέσης, την αμυντική αρχιτεκτονική και τη σημασία που έδιναν οι άρχοντες των πόλεων για ενίσχυση της δύναμης και τους κύρους της πόλης-κράτους.

Στη φωτογραφία απεικονίζονται η ακρόπολη της αρχαίας Πλευρώνας με θέα τις αλυκές του Μεσολογγίου. Επιπλέον, ο τετράγωνος πύργος της Αρχαίας Αλυζίας, η πύλη στην αρχαία Στράτο και η επιβλητική Αυλόπορτα στο χωριό της Παλαιομάνινας. Επίσης στις αρχαίες Οινιάδες δεσπόζουν ο «κοκκινόπυργος», σωζόμενου ύψους 10,90 μ., και η λοξή τοξωτή πύλη, η αποκαλούμενη «αυλόπορτα» καθώς και τα ερείπια ενός δεύτερου επίσης μεγάλου σε μέγεθος και λοξού στην κάτοψη πύργου που την προστατεύει καθώς και τα ερείπια της αρχαίας Παλαίρου βρίσκονται στο βορειοδυτικό άκρο της Ακαρνανίας.

Του Γιώργου Π. Μπαμπάνη
Δεν έχουμε μεγαλώσει και πόσο μάλλον δεν είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια του τείχους, του οχυρού και του κάστρου! Δεν νιώσαμε ποτέ την έννοια της πόλης - κράτους που προστατευόταν από ισχυρά οχυρά και εντός της πόλεως υπήρχε έντονη κοινωνική δραστηριότητα. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό λόγω της πανδημίας είμαστε κατά κάποιον τρόπο εγκλωβισμένοι, απομονωμένοι ανάμεσα στους τοίχους περιμένοντας τη στιγμή που θα νιώσουμε ξανά ελεύθεροι…
Τα τείχη των αρχαίων πόλεων δεν είναι απλώς «πέτρες». Είναι δείγματα μνημειώδους αρχιτεκτονικής και ανυψώνονταν για να προστατεύουν τις πόλεις- κράτη από τις εχθρικές επιθέσεις παρέχοντας εποπτεία και ασφάλεια στους αμυνομένους και στον άμαχο πληθυσμό. Τα τείχη αποτελούσαν σύμβολο εξουσίας, ισχύος, απομόνωσης αλλά και ιδιαίτερα ασφάλειας. Για παράδειγμα, το «αδιαπέραστο» τείχος της Τροίας κόστισε στους Δαναούς 10 χρόνια πολιορκίας, σύμφωνα με τον Όμηρο, ενώ χάριζαν στην πόλη δύναμη και κύρος, αλλά κυρίως την αίσθηση της ασφάλειας.
Η κατεδάφισή τους, λόγω πολιορκίας σε περίοδο πολέμου ήταν αυτονόητη, ενώ λόγω φθοράς, με το πέρασμα του χρόνου, τα τείχη μπορεί να μην ήταν αποτελεσματικά πλέον (να μην παρείχαν την απαιτούμενη προστασία) και γκρεμίζονταν. Η κίνηση αυτή όσον αφορά την κατεδάφιση των τειχών μετά από πολιορκία «τσάκιζε» το ηθικό των κατοίκων, ενώ πραγματοποιούνταν σε συνθήκες εορτασμού. Οι περισσότερες πόλεις της κλασσικής περιόδου διέθεταν οχύρωση για την ασφάλεια της Ακρόπολής τους. Πολλές μάλιστα, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μορφολογία του εδάφους, συνδύαζαν τη φυσική με την τεχνητή οχύρωση.
Κάποιες πόλεις περιέβαλλαν τείχη με λίθινες ευθυντηρίες ισόδομης τοιχοποιίας και ανωδομή από ωμές πλίνθους ή σπανιότερα λαξευμένους λίθους, που ενισχυόταν κατά διαστήματα από ορθογώνιους ή ημικυκλικούς πύργους. Ο αριθμός και η θέση των πυλών υπαγορευόταν από τη διαμόρφωση του εδάφους και τις οδικές αρτηρίες, ενώ διαμορφώνονταν και τάφροι με ανάχωμα για τη συλλογή των ομβρίων υδάτων. Η ανάπτυξη της πολεμικής τεχνικής και η χρήση πολιορκητικών μηχανών οδήγησε στη σταδιακή βελτίωση του σχεδιασμού των τειχών, την ενίσχυση των πύργων και την καλύτερη διάταξη των πυλών τους.
Τα πιο γνωστά τείχη της αρχαίας Ελλάδας είναι τα τείχη των Ακροπόλεων, τα Μακρά Τείχη που χτίστηκαν μεταξύ του 459 και του 456 π.Χ. και συνέδεαν την πόλη της Αθήνας με το λιμάνι του Πειραιά. Το Θεμιστόκλειο Τείχος, του οποίου η κατασκευή άρχισε γύρω στο 479 π.Χ. αμέσως μετά τους Περσικούς Πολέμους Ωστόσο, τα σημαντικότερα από τα τείχη που κτίστηκαν με την κυκλώπεια τεχνική είναι αυτά της Τίρυνθας και των Μυκηνών, όπως και η μυκηναϊκή ακρόπολη στο Γλα της Βοιωτίας.
Το τείχος της Νισύρου που οχύρωνε την αρχαία πόλη χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και αποτελεί ένα από τα πλέον εντυπωσιακά οχυρωματικά έργα της νησιωτικής Ελλάδας.Καθώς και το τείχος της Κασσάνδρας που αποτελεί μία πέτρινη διαδρομή 1.200 μ., διάστικτη από 18 πύργους, ανάμεσα σε δύο κόλπους, τον Τορωναίο και το Θερμαϊκό. Βρίσκεται στην περιοχή της Νέας Ποτίδαιας και διασώζεται εώς σήμερα.
Οι οχυρώσεις στην Ακαρνανία και στην Αιτωλία
Και ερχόμαστε τώρα στα δικά μας παραμελημένα κυκλώπεια τείχη των αρχαίων πόλεων της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας, τα οποία, όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές, οι περισσότερες οχυρώσεις είναι στο έλεος και την οργή της φύσης, κινδυνεύοντας έτσι με το πέρασμα των χρόνων να γκρεμιστούν τα πάντα και να δημιουργηθεί σωρός από πέτρες που δεν θα θυμίζουν σε τίποτα την επιβλητικότητα που τα χαρακτήριζε καθώς θεωρούνται μάλλον ...όνειδος για τους Νεοέλληνες!
Αρχαίες Οινιάδες: Εντυπωσιακές οχυρώσεις με το μοναδικό αρχαίο ναυπηγείο στο κόσμο!
Η αρχαία πόλη των Οινιαδών, βρίσκεται στον λόφο του «Τρίκαρδου», κοντά στις εκβολές του Αχελώου ποταμού και 4 χλμ. Δ. του σημερινού χωριού Κατοχή του Δήμου Οινιαδών. Οι Οινιάδες ήταν ίσως η σημαντικότερη πόλη της Παραχελωΐτιδας, καθώς έλεγχε τις εκβολές του ποταμού και την είσοδο του Πατραϊκού κόλπου. Μυθικός ιδρυτής της πόλης ήταν ο μητροκτόνος Αργείος Αλκμαίωνας, ο οποίος οδηγήθηκε στην πόλη μετά από Δελφικό χρησμό.
Η πόλη ήκμασε κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο (5ος – 2ος αι. π.Χ.). Ήδη τον 5ο αι. π.Χ. ήταν μια πόλη με ισχυρή οχύρωση. Το 424 π.Χ. η πόλη εισήλθε στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ τον 4ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε ως βάση και ναυτικό ορμητήριο των Αθηναίων. Από το 331/330 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέλαβαν την πόλη και εξόρισαν τους κατοίκους της προκαλώντας την οργή του Μ. Αλεξάνδρου. Οι Ακαρνάνες ανακατέλαβαν την πόλη το 314/313 π. Χ. Από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. η Ακαρνανία παραχωρήθηκε από τους κυρίαρχους τότε Μακεδόνες, ως αντάλλαγμα, στο βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Στα μέσα του 3ου αι. π. Χ. (πιθανότατα το 263 π.Χ.) υπογράφεται συνθήκη Ισοπολιτείας μεταξύ Αιτωλών και Ακαρνάνων, αλλά η πόλη παρέμεινε στα χέρια των Αιτωλών, μετά από συμφωνία των τελευταίων με τους Ηπειρώτες. Το ισχυρό τείχος της πόλης αποτέλεσε, σε συνδυασμό με τη στρατηγική της θέση, το κίνητρο για τον Φίλιππο τον Ε΄ ώστε να εξαιρέσει τους Οινιάδες από την καταστροφική επέλασή του στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Ενώ κατέλαβε την πόλη το 220/219 π.Χ. και την απέδωσε στους Ακαρνάνες, τη χρησιμοποίησε συστηματικά ο ίδιος ως βάση, αφού πρώτα ενίσχυσε την οχύρωσή της κατά το δοκούν. Στην προσπάθεια του αυτή συνέδραμε και η καταστροφή, από τον ίδιο, της γειτονικής πόλης Παιάνιο, από την οποία αφαίρεσε, μετέφερε και χρησιμοποίησε δομικό υλικό. Το 211 π. Χ. η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και παραχωρήθηκε ξανά στους Αιτωλούς. Το 189 π.Χ. επέστρεψε στα χέρια των Ακαρνάνων, αφού οι τελευταίοι συμμάχησαν με τη σειρά τους με τους Ρωμαίους. Οι πληροφορίες για την πόλη μετά το 168 π.Χ. είναι ελάχιστες. Το 146 π.Χ. όλη η Ακαρνανία προσαρτήθηκε στη Ρωμαϊκή πια «επαρχία της Μακεδονίας». Έκτοτε σταδιακά η πόλη παρακμάζει, υφίσταται συστηματικές λεηλασίες και υποφέρει από πειρατικές επιδρομές. Το 30 π.Χ. με την ίδρυση της Νικόπολης από τον Οκταβιανό Αύγουστο οι κάτοικοι της Ακαρνανίας και της Ηπείρου υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν σε αυτή.
Από την αρχαία πόλη διατηρείται τμήμα του οικιστικού της ιστού (θεμέλια ιδιωτικών κατοικιών και δημόσιων οικοδομημάτων), το θέατρο, οι νεώσοικοι και τα λουτρά στο αρχαίο λιμάνι (στα Β) της πόλης, τα θεμέλια των οικοδομημάτων της αγοράς, ενώ εκτός των τειχών έχουν ερευνηθεί τάφοι του πλούσιου ανατολικού νεκροταφείου της.
Αρχαία Μητρόπολη: Επιβλητικές οχυρώσεις με τη μοναδική στο είδος της κατασκευή της «Αυλόπορτα»!
Η οχύρωση της απέραντης καστροπολιτεία της αρχαίας Μητρόπολης (Παλαιομάνινας), βρίσκεται στα Δυτικά του Αχελώου, 44 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου, σε απόσταση 16 χλμ. από τους Οινιάδες και 14 χλμ. από την αρχαία Στράτο. Αποτελεί μια από τις σημαντικότερες οχυρωμένες θέσεις στη δυτική όχθη του Αχελώου, που έλεγχε κατά την αρχαιότητα τα περάσματά του.
Ο περίβολός της, απλωμένος σε ένα χαμηλό ύψωμα (υψόμετρο 120 μέτρων) στα ΒΑ του σημερινού χωριού Παλαιομάνινα, περιλαμβάνει όχι μόνο την οχύρωση της πόλης, αλλά και τη διπλή (χωρισμένη εσωτερικά με διατείχισμα) ακρόπολή της. Έχει συνολικό μήκος γύρω στα 1.700 μ. και μόνο σε ένα μικρό τμήμα (στα Ν) απουσιάζει η τεχνική οχύρωση, αφού αναπληρώνεται από τη φυσική (γκρεμός).
Το τείχος της πόλης και της ακρόπολης περιλαμβάνει συνολικά 11 ορθογωνικής κάτοψης πύργους, οι οποίοι είναι υπο κατάρρευση και πέντε πύλες. Και οι δύο αυτές πύλες βρίσκονται στα ανατολικά, τις οποίες για να προσπελάσει κάποιος έπρεπε να διασχίσει ένα μικρό τετράγωνο περίβολο (αυλή) τον οποίο αυτές πλαισίωναν. Η Ν πύλη από αυτές τις δυο πύλες, η οποία καλείται και αυλόπορτα, φέρει τοξωτή κάλυψη, ενώ η Δ φέρει οριζόντιο υπέρθυρο.
Στο εσωτερικό της οχύρωσης διακρίνονται εκτός από κάποια θεμέλια αρχαίων κτιρίων και ίχνη λιθόστρωτου δρόμου που οδηγούσε από την κεντρική παραποτάμια Ν πύλη (αυλόπορτα) στο εσωτερικό της πόλης.
Στην ευρύτερη περιοχή της πόλης έχουν ερευνηθεί τάφοι γεωμετρικών και ύστερων κλασικών χρόνων, αλλά και θολωτός μυκηναϊκός τάφος στη θέση Μήλα (μεταξύ Παλαιομάνινας και Πεντάλοφου).
Την Παλαιομάνινα, και όχι μόνο, επεσκέφθησαν το 1805 ο Άγγλος τοπογράφος και νομισματολόγος Γουλιέλμος Μαρτίνος Ληκ (William Martin Leake), ο οποίος ανέφερε με δέος και θαυμασμό "Δεν έχω δει αλλού κάποιο παρόμοιο δείγμα αμυντικών έργων…», το 1860 o μεγάλος Γάλλος περιηγητής Λέον Εζέ (Leon Heuzeuy), ο οποίος με τη σειρά του εντυπωσιάστηκε κι εκείνος με την κατασκευή της Αυλόπορτας και ο περισσότερο ειδικός σε λαογραφικά θέματα Γερμανός Βάϊγκαντ (Gustav Weigand). Σημειώνω ότι τόσο ο Εζέ όσο και ο Ληκ στις εκτενείς περιγραφές τους αναφέρουν πολλά χρήσιμα και άγνωστα στοιχεία για την ακρόπολη, την Αυλόπορτα και τον απέραντο εσωτερικό χώρο της αρχαίας πόλης.
Αρχαία Στράτος: Η πρωτεύουσα των Ακαρνάνων
Ο δρ Ιωάννης Νεραντζής στο εξαίρετο βιβλίο “Η Αρχαία Στρατική Ακαρνανίας: Μνημειακή Τοπογραφία, Επιγραφές και Αρχαιολογικά Ευρήματα” για τον περίβολο των τειχών τής αρχαίας πόλεως αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
“Σύμφωνα με τις πρόσφατες μετρήσεις του Γερμανού Αρχιτέκτονα και Δρ. Αρχαιολογίας ERNEST LUDWIG SCHWANDΝER η περίμετρος των τειχών της αρχαίας Στράτου είναι μήκους 7,5 Κm και με το Διατείχισμα που "κόβει" το τείχος εγκαρσίως, από βορράν προς νότο, σε δύο μέρη, το μήκος του φτάνει τα 10 Κm. Τα τείχη της πόλης περικλείουν μέσα τέσσερεις μεγάλους λόφους και τρείς κοιλάδες. H διάταξη των τεσσάρων αυτών λόφων δημιουργεί τροποντινά μία κάπως στενή λεκάνη, στην οποία διακρίνονται τα λείψανα αυτής της εκτεταμένης αρχαίας πόλης με δικό της θέατρο του 4ου αι. π.Χ.
(Σημείωση: 'Οτι η περίμετρος των τειχών της αρχαίας Στράτου είναι μήκους 7,5 Κm και με το διατείχισμα που "κόβει" το τείχος εγκαρσίως, από βορράν προς νότο, σε δύο μέρη φτάνει τα 10 Κm, αναφέρθηκε από τον αρχιτέκτονα και Δρ. Αρχαιολογίας ERNEST LUDWIG SCHWANDLER σε Διάλεξή του στο Αγρίνιο, στις 27/5/1994, με θέμα "ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΣΤΗΝ ΣΤΡΑΤΟ". Ο ERNEST LUDWIG SCHWANDLER διενήργησε συστηματικές ανασκαφές στην αρχαία Αγορά της Στράτου. Επίσης, σε συνεργασία με τον τότε 'Εφορο Αρχαιοτήτων της 6ης ΕΠΚΑ Πατρών Λάζαρο Κολώνα ανέσκαψαν το αρχαίο θέατρο της Στράτου).
Τα τείχη της πόλεως, Στράτος, λόγω των πολυάριθμων οδοντώσεών τους και των πολλών πύργων, πενήντα τρείς (53) τον αριθμό, μπορούν να προχρονολογηθούν στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., αν και η τεχνική της ανοικοδόμησής τους είναι η τραπεζοειδής ψευδοϊσοδομική, περισσότερο τυπική στον 4ο αι. Πραγματικά, αφού η δυτική πλευρά του τείχους εμπερικλείει τον Ναό του Στρατίου Διός, χρονολογημένον περί το 320 π.Χ., (Ορλάνδος Αναστ., Τα Υλικά Δομής των Αρχαίων Ελλήνων, τόμος Β', 1958, σ. 188), το τείχος χρονολογείται μετά το 314 π.Χ., χρονιά που οι Ακαρνάνες οχυρώνουν και συνοικίζουν την Στράτο κατά προτροπήν του Κασσάνδρου, ώστε να αμύνονται αποτελεσματικότερα στις επιθέσεις των Αιτωλών. 'Ενα ενδιάμεσο τείχος, δηλαδή ένα διατείχισμα, με διεύθυνση από βορράν πρός νότο, κόβει το τείχος στή μέση ενισχύοντας έτσι την άμυνα των πολιορκημένων. Η κύρια πύλη του τείχους βρίσκεται στην νότια πλευρά , ενισχυμένη με ισχυρά αντιτοιχίσματα.
Τα τείχη της αρχαίας Στράτου είναι εξ ολοκλήρου κτισμένα σύμφωνα με το υπό του Κ. Ρωμαίου ("Ανά την Ακαρνανίαν", AΔ έτους 1918, σ. 107-108) ονομασθέν "Πλευρώνιο Σύστημα". Γράφει, συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Κ. Ρωμαίος: «Στη σπουδή των ακαρνανικών τειχών και στην κατανόηση αυτών συνετέλεσεν, ως προπαρασκευή, η μελέτη του τείχους της αιτωλικής Πλευρώνος (Κάστρο της Κυραρήνης). Το τείχος τούτο διατηρείται θαυμασίως και είναι γνωστής χρονολογίας: χτίστηκε ευθύς μετά το 234 π.Χ., ότε ο Δημήτριος ο Μακεδών κατέστρεψε την ''παλαιάν Πλευρώνα''. Η τοιχοδομία είναι ίδια με την τοιχοδομία των λοιπών αιτωλικών τειχών του Γ' αι. π.Χ., δηλαδή είναι σύμφωνη με το ψευδισοδομικόν λεγόμενον σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι λίθοι είναι τετράπλευροι, έχουν τις στρώσεις αυτών οριζόντιες και τους εκατέρωθεν αρμούς συνήθως καθέτους και ενίοτε πλαγίους. Το ύψος των δόμων δεν είναι πάντοτε το αυτό, ουδέ συμπίπτουν οι αρμοί εις το μέσον των υπερκειμένων ή υποκειμένων δόμων, ενίοτε μάλιστα συμβαίνει υψηλός δόμος να συνεχίζεται διά δύο μικροτέρου ύψους σειρών, γομφουμένων εις αλλήλους των λίθων (empietement). Αυτό το επωνομαζόμενον πλευρώνιον σύστημα της τοιχοδομίας, σύμφωνα με το οποίο συνήθεις είναι προσέτι οι ορθογώνιοι πύργοι, απαντά και επί πλείστων ακαρνανικών τειχών. 'Αλλ' αν εξαιρέσουμε τα τείχη της Στράτου, του Αμφιλοχικού 'Αργους και του Πραντός, ουδέν τείχος άλλο είναι εξ ολοκλήρου εκτισμένον κατά το σύστημα τούτο.
Τα τείχη, λοιπόν, της Στράτου είναι μόνον ψευδοϊσοδομικά και δεν παρουσιάζουν ουδαμού ούτε καν στη βάση αυτών λείψανον πολυγωνικού τρόπου, οφείλουν δε να είναι παλαιά, τουλάχιστον του Ε' π.Χ. αιώνα, όπως συνάγεται και από τα λεγόμενα του Θουκυδίδη (Β.79)».
Η πολεοδομική εξελιξη της Ακαρνανίας κατά την αρχαιότητα
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2009 στην σελίδα της archaiologia.gr δημοσιεύθηκε με εξαιρετική εργασία της καθηγήτριας Judith Ley, με τίτλο: «Οι οχυρώσεις των πόλεων της Ακαρνανίας. Συμβολή στη μελέτη της πολεοδομικής εξέλιξης της περιοχής στην αρχαιότητα" στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Η Ακαρνανία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης στα βορειοδυτικά σύνορα της ηπειρωτικής Ελλάδας, ήταν απομακρυσμένη από τα μεγάλα πολιτικά κέντρα της αρχαιότητας. Ελλείψει ουσιαστικών μαρτυριών για την περιοχή αυτή στις αρχαίες γραπτές πηγές, γνωρίζουμε πολύ λίγα για την πολιτισμική και την πολεοδομική εξέλιξή της. Ωστόσο, στην Ακαρνανία διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση τουλάχιστον 19 οχυρώσεις πόλεων, οι οποίες αποτέλεσαν το θέμα της διατριβής μου. Η αρχιτεκτονική και ιστορική αυτή μελέτη των οχυρώσεων των ακαρνανικών πόλεων εκπονήθηκε στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος για την Ακαρνανία, στο οποίο συμμετείχαν η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (με διευθυντή τον δρα Λάζαρο Κολώνα, επίτιμο γενικό διευθυντή του υπουργείου Πολιτισμού), το Architekturreferat του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου (με διευθυντή τον καθηγητή Ernst-Ludwig Schwandner), το Ινστιτούτο Winckelmann του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου (δρ Franziska Lang, σήμερα καθηγήτρια στο Τμήμα Κλασικής Αρχαιολογίας του Πολυτεχνείου του Darmstadt), το Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Münster (καθ. Peter Funke) και το Τμήμα Αρχαίας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Würzburg (καθ. Hans-Joachim Gehrke, πρόεδρος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου). Δεδομένου ότι στην ιστορία της αρχαίας αρχιτεκτονικής οι οχυρώσεις δεν έχουν μελετηθεί αρκετά σε σύγκριση με άλλα είδη μνημείων, η έρευνα αυτή θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει και ως παράδειγμα μεθόδου, ώστε να δοθεί η απαραίτητη προσοχή τόσο στα κατασκευαστικά γνωρίσματα όσο και στο κοινωνικό υπόβαθρο της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης. Η μελέτη βασίστηκε στις σχεδιαστικές αποτυπώσεις που έκανε ο Ferdinand Noack στα ταξίδια του κατά τα έτη 1894, 1901 και 1906 στην Ακαρνανία, τμήμα των οποίων παραμένει έως σήμερα αδημοσίευτο. Τα σχέδια αυτά συμπληρώθηκαν με νέες επιτόπιες έρευνες των οχυρώσεων και με νέες σχεδιαστικές αποτυπώσεις, που έκανα η ίδια. Η ολοκληρωμένη επιστημονική τεκμηρίωση των ακαρνανικών οχυρώσεων παρουσιάζεται συστηματικά στη διατριβή, με τη μορφή ενός καταλόγου οχυρώσεων και αρχιτεκτονικών μελών”
Η εξέλιξη των οχυρωμένων πόλεων της Ακαρνανίας
Και συνεχίζει την περιγραφή της, η οποία, ενώ αποτελεί ίσως τη σημαντικότεςρη πηγή και πρόκληση για έρευνας, δεν έχει σχεδόν καθόλου αξιοποιηθεί, ως συνήθως:
“Η μελέτη της αρχιτεκτονικής των οχυρώσεων οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η Ακαρνανία ως προς την πολεοδομική της εξέλιξη δεν υστερούσε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι οι αρχαϊκές πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια της Ακαρνανίας διέθεταν οχυρωματικά τείχη. Οι πόλεις αυτές αποτελούσαν σημαντικά λιμάνια για τα πλοία και εμπορικούς σταθμούς στον θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας. Κατά την κλασική περίοδο τειχίζονται και οι πόλεις της ακαρνανικής ενδοχώρας. Έως και την ελληνιστική εποχή σχεδόν όλες οι οχυρώσεις επεκτείνονται, και μάλιστα αρκετές φορές, και προσαρμόζονται συστηματικά στις εξελίξεις της οχυρωματικής τέχνης, γεγονός που αιτιολογείται πιθανότατα από την έντονη ανάγκη των Ακαρνάνων που ζούσαν στις αγροτικές περιοχές να βρουν καταφύγιο μέσα στις οχυρώσεις. Η τάση αυτή είναι εμφανής στα Κόροντα, μια πόλη με αγροτικό πληθυσμό στο εσωτερικό της Ακαρνανίας. Η ιδιαίτερη σημασία των οχυρωματικών τειχών στην Ακαρνανία διαφαίνεται επίσης και από τον κεντρικό ρόλο που είχαν στην οργάνωση της άμυνας του τόπου. Κτίστηκαν σε στρατηγικά καίριες θέσεις και, στην περίπτωση μιας εχθρικής επίθεσης, αποτελούσαν τα σημεία συγκέντρωσης των κατοίκων της πόλης και των γύρω αγροτικών περιοχών. Επειδή τα εχθρικά στρατεύματα μπορούσαν να επελάσουν σχεδόν χωρίς να συναντήσουν αντίσταση μέσα στη χώρα με σκοπό την πολιορκία μεμονωμένων πόλεων, το αμυντικό σύστημα της χώρας στηριζόταν, εκτός από τις οχυρώσεις, και στον ομοσπονδιακό στρατό των Ακαρνάνων. Έτσι, σε περίπτωση πολιορκίας, ερχόταν σε βοήθεια των κατοίκων της πολιορκημένης πόλης ο στρατός των υπόλοιπων συνασπισμένων ακαρνανικών πόλεων, επιτιθέμενος εκ των όπισθεν στον εχθρικό στρατό”
Τεχνικές κατασκευής και πολιορκητική τέχνη
Περιγράφοντας τις τεχνικές κατασκευής και την πολιορκητική τέχνη, αναφέρει τα ακόλουθα:
“Χάρη στη μελέτη των τεχνικών κατασκευής των οχυρώσεων, ήταν δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι αρχαίοι Ακαρνάνες και οι γείτονές τους ήταν τα πρώτα ελληνικά φύλα, τα οποία με κριτήριο τις γεωλογικές και τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν στη βορειοδυτική Ελλάδα, ήδη από πολύ νωρίς άρχισαν να κτίζουν τείχη εξ ολοκλήρου από πέτρα. Χάρη στην εμπειρία που αποκτήθηκε από τη χρήση του τοπικού σκληρού ασβεστόλιθου, που κοβόταν μόνο σε λιθόπλινθους μεγάλων διαστάσεων, αναπτύχθηκε ήδη κατά την αρχαϊκή περίοδο μια τοπική κατασκευαστική παράδοση. Οι τεχνίτες ήταν μαθημένοι να δουλεύουν με το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας και γρήγορα χρησιμοποίησαν για την κάλυψη των ανοιγμάτων, όπως οι πύλες και οι πυλίδες, την εκφορά. Κατά την ελληνιστική περίοδο, οι γνώσεις αυτές οδήγησαν σε ανεξάρτητες, αυθύπαρκτες αρχιτεκτονικές λύσεις, όπως για παράδειγμα το ημικυκλικό τόξο με κλειδί, κτισμένο όμως με θολίτες ακανόνιστου σχήματος, που αποτελεί μια από τις πρώιμες εφαρμογές του συγκεκριμένου τρόπου κάλυψης στην ελληνική αρχιτεκτονική. Οι πόλεις, λόγω του αγροτικού χαρακτήρα της οικονομίας τους, διέθεταν περιορισμένα οικονομικά μέσα για την κατασκευή των οχυρώσεων. Κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένες να εφεύρουν ορθολογικές και αποτελεσματικές λύσεις, τόσο για την κατασκευή όσο και για την αρχιτεκτονική μορφή των οχυρώσεων. Στην κλασική περίοδο, αρχιτεκτονικά στοιχεία όπως οι περίπατοι (περίδρομοι) των τειχών, οι πύργοι και οι πύλες δεν διαφέρουν από αυτά που συναντάμε στα υπόλοιπα ελληνικά οχυρωματικά έργα. Έτσι, λοιπόν, ήταν συνηθισμένο να προστατεύονται οι πύλες με πύργους, με εσωτερική αυλή (κλοιό) και “αυλόπορτα”, μια πόρτα πίσω από την εξωτερική πύλη που έκλεινε παγιδεύοντας τον εχθρό μέσα στην αυλή. Εκτός αυτών, εμφανίζονται όμως και τυπικά για την Ακαρνανία μορφολογικά χαρακτηριστικά, όπως οι λοξές πύλες που ανοίγονταν στα μεταπύργια καθώς και οι πυλίδες με διάδρομο. Οι διαστάσεις αυτών των τοπικών αρχιτεκτονικών στοιχείων αυξάνονται κατά την ελληνιστική εποχή, επειδή με την κατασκευή ιδιαίτερα μακρών διαδρόμων ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η κατασκευή πύργων ή εσωτερικών αυλών. Με τον τρόπο αυτό περιοριζόταν ο όγκος και το κόστος της κατασκευής, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια της πύλης”.
Σημασία για το γόητρο των πόλεων
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κατασκευή αυτών των επίβλητικών τειχών, ακροπόλεων, πύργων, πυλών και πυλίδων αποσκοπούσε και στη δημιουργία κύρους, δύναμης και γοήτρου της πόλης που οχυρωνόταν. Παραθέτω τη σημασία αυτή όπως την παρουσιάζει η μελέτη:
“Για τους αρχαίους Ακαρνάνες οι οχυρώσεις των πόλεων, εκτός από τον καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα τους, είχαν και μια κοινωνική διάσταση. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην εμφάνιση των τειχών και την τοιχοδομία, ιδίως μάλιστα στα σημεία που ανοίγονταν οι κύριες πύλες. Τα τμήματα αυτά του τείχους ήταν κατασκευασμένα με εξαιρετική φροντίδα ενώ ο περίδρομος έφερε διακοσμητική στέψη.
Οι ακαρνανικές οχυρώσεις αποτελούν λοιπόν τεκμήριο ενός ανεξάρτητου αστικού πολιτισμικού τοπίου, και οι πόλεις, παρά τα περιορισμένα τους οικονομικά μέσα, εξέφραζαν με τον τρόπο αυτό το υψηλό επίπεδο πολιτικής ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης που τις χαρακτήριζε. Η έρευνα των οχυρώσεων ανέδειξε την ιστορική και την πολιτισμική εξέλιξη των ακαρνανικών πόλεων, ενώ η μελέτη των τεχνικών κατασκευής επέτρεψε να φανεί η ανεξάρτητη τοπική παράδοση των κτιστών και της αρχιτεκτονικής.»
Ας κοιτάξουμε λίγο γύρω μας και ας φροντίσουμε τα μνημεία του νομού και τα τείχη των πόλεων με συστηματικές καθαριότητες και τρόπους ανάδειξης και συνέχιση των ανασκαφών. Τα τείχη της κάθε πόλης όπως των Οινιάδων, της Στράτου, της Παλαιομάνινας, της Σκορτού, της Χρυσοβίτσας και όλων των αρχαίων πόλεων αποτελούν την μνήμη της κάθε πόλης! Τα τείχη δεν πρέπει να μείνουν στη μνήμη, αλλά να παραμείνουν ζωντανά, υπαρκτά και το μόνο που πρέπει να γίνει είναι να ενταχθούν στη ζωή μας, διότι ο πολιτισμός είναι ευεργητικός. Είναι στο χέρι μας να αφήσουμε τα αρχαία τείχη να διηγηθούν τη δική τους ιστορία…
Πηγές:
Archaiologia.gr
Discoveryaitoloakarnania

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου