ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΒΟΥΝΙ

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Σταματήστε, επιτέλους, κύριε Βασιλείου: Δεν είναι Καραγκούνηδες οι Ριμένοι της Ακαρνανίας

Ούτε … «ληστές», «λωποδύτες», «μισέλληνες», «φιλοτουρκαλβανοί», αλειτούργητοι» και «ςξελληνισθέντες … Αλαβναόβλαχοι»!!!
Του Δημήτρη Στεργίου

Φουστανελοφόροι, ριμένιοι συμπολίτες μας, στη Παλαιομάνινα(Κουτσομπίνα) στο Ξηρόμερο, στα 1907. Πηγή φωτογραφίας, το ψηφιακό αρχείο του κληροδοτήματος Νώκ στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κολωνίας.

«Ξαναχτυπά» επιμένοντας σε «κρανιολογικές παραδοξολογίες», όπως θα έλεγε και ο Π. Αραβαντινός, με νέο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Οι Αρβανιτόβλαχοι (Καραγκούνηδες) της Ακαρνανίας: από το μύθο στην πραγματικότητα» ο εκπαιδευτικός (και «Καραγκούνης»!!!) από τα Όχθια κ. Αντώνης Βασιλείου, το οποίο μάλιστα θα παρουσιαστεί στις 3 Ιανουαρίου 2020 στο Αγρίνιο, στην αίθουσα του επιμελητηρίου Αιτωλοακαρνανίας, από ένα σχετικό Βλάχο, αλλά από διαφορετική … (γλωσσική ομάδα), τον Βασίλη Νιτσιάκο, καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πρόεδρο Δ.Σ. Επιστημονικής Εταιρίας Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων και από έναν άσχετο περί τα βλαχολογικά, τον κ. Απόστολο Βετσόπουλο, διδάκτορα Ιστορίας και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων Δυτικής Ελλάδος, ενώ την εκδήλωση θα συντονίσει ο επίσης άσχετος περί τα βλαχολογικά και επιμένοντα να παρουσιάζει καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρείας κ. Παναγιώτη Κοντό.
Από τη σχετική ανακοίνωση, λοιπόν, προκύπτει ότι το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει, μαζί με διάφορες έμμονες και σε έντονη αντίθεση με την πραγματικότητα και προηγούμενα βιβλία του ιδίου, «θεωρίες» του τα εξής:
-«Πρόκειται για έναν τόμο, ο οποίος αποτελεί συναγωγή οκτώ κειμένων που αφορούν την Αρβανιτοβλάχικη (Καραγκούνικη) γλωσσική ομάδα της Ακαρνανίας»
-«Τα μέλη της ομάδας αυτής κατοικούν μόνιμα εδώ και αιώνες -απομονωμένα από όλες τις άλλες βλαχόφωνες γλωσσικές ομάδες- στο νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της Βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα και φυσικά στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ακαρνανία...........»
-« Η συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα επίσης διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Βλάχους (γλωσσικά, πολιτισμικά, εθνογραφικά κ.λπ.) σε σημαντικό βαθμό»
-« Σε κάποια φάση της ιστορίας της, μάλιστα, η ομάδα αυτή υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά/αρβανίτικα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιστημονική έρευνα»
-«Είναι ακόμη η μόνη βλάχικη γλωσσική ομάδα η οποία φέρει το προσωνύμιο Καραγκούνηδες ή Γκαραγκούνηδες, γεγονός που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση».
-«Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτόν στηρίζονται τόσο σε βιβλιογραφική ανασκόπηση όσο και σε αρχειακή και επιτόπια έρευνα, καλύπτουν δε ένα ευρύτατο φάσμα επιστημονικών κλάδων –αναφορικά πάντοτε με την ανωτέρω γλωσσική ομάδα- όπως ιστορία, φιλολογία, λαογραφία, εθνογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία, γλωσσολογία, κοινωνιογλωσσολογία κ.λπ. «
-«Στο βιβλίο περιλαμβάνεται ευρετήριο κύριων ονομάτων και όρων, που σχετίζονται με τους Αρβανιτόβλαχους της Ακαρνανίας, και το προλογίζει ο (σημείωση δική μου άσχετος): δήμαρχος Αγρινίου κ. Γεώργιος Παπαναστασίου»
Λοιπόν, αγαπητοί φίλοι Ριμένοι της Ακαρνανίας, νισάφι πια με τον εν λόγω συγγραφέα, για τους ακόλουθους, εν συντομία, λόγους (ως τεκμηριωμένο επιστημονικά, λαογραφικά και γμωσσολογικά θα κυκλοφορήσει συντόμως δικό μου βιβλίο με το οποίο κονιορτοποιούνται όλα αυτές οι «παραδοξολογίες»):
Πρώτον, δεν υπάρχουν «Καραγκούνηδες» στην Ακαρνανία. Υπάρχουν μόνο Ριμένοι, όπως αυτοαποκαλούμαστε (αυτό επισημαίνεται και από τον Βάιγκαντ!), ενώ ο χαρακτηρισμός «Καραγκούνης» έχει δοθεί, από μέγιστη πλάνη, από τους άλλους!
Δεύτερον, οι Ριμένοι (Αρμάνοι – Ρωμιοί) της Ακαρνανίας δεν έχουν καμιά σχέση με τους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας, ούτε γλωσσικά, ούτε ενδυματολογικά, ούτε λαογραφικά (έχω δημοσιεύσει ήδη κατάλογο καραγκούνικων και αντίστοιχων βλάχικων λέξεων από τον οποίο προκύπτει ότι δεν υπάρχει καμία σχέση)
Τρίτον, τα μέλη της ομάδας αυτής ΔΕΝ κατοικούν μόνιμα εδώ και αιώνες και ΟΥΤΕ απομονωμένα από όλες τις άλλες βλαχόφωνες γλωσσικές ομάδες- στο νοτιότερο σημείο εξάπλωσης της Βλάχικης γλώσσας στην Ελλάδα και φυσικά στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, στην Ακαρνανία. Οι Ριμένοι της Ακαρνανίας κατοικούν μόνιμα στην περιοχή μόνο μετά το 1860, ενώ επί αιώνες κατέβαιναν στην περιοχή από τα ηπειρωτικά βουνά για χειμαδιό. Συνεπώς, δεν ήταν απομονωμένοι από τις άλλες «γλωσσικές ομάδες». Τρανή απόδειξη ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας έχουν το ίδιο σχεδόν γλωσσικό ιδίωμα με εκείνους του Κεφαλόβρυσου Ιωαννίνων από όπου κατέβαιναν το χειμώνα στην Ακαρνανία. Σημειώνεται ότι η επισήμανση αυτή, όπως και πολλές άλλες, του κ. Βασιλείου, έρχεται σε ουρανομήκη αντίθεση με μιαν άλλη που αναφέρει σε προηγούμενο βιβλίο του, επικαλούμενος τον Leake. Ο κ. Βασιλείου γράφει, λοιπόν, πως «δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Leake αναφέρεται στους Καραγκούνηδες της Ακαρνανίας, οι οποίοι προφανώς είχαν ανέβει στα βουνά της Ηπείρου με τα ποίμνιά τους για να ξεκαλοκαιριάσουν και με την ευκαιρία πήγαν στον Αλή Πασά να παραδώσουν τους ετήσιους φόρους». Υπενθυμίζω ότι ο Ληκ παρών στην αυλή του Αλή πασά το … 1801 ενώ είναι σίγουρο (για το έτος αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία!) ότι επισκέφθηκε την Ήπειρο το 1809. Πώς, λοιπόν, ήταν επί αιώνες απομονωμένοι, κύριε Βασιλείου; Τα ίδια αναφέρει και ο Γεώργιος Π. Κρέμος («Παρνασσός», τόμος Η΄, 1884, σελίδα 142) «… Εν τη εποχή του Αλή πασά, όστις οικειοποιήθη άπασαν την Αιτωλίαν συν τη Ακαρνανία δια της δυναστείας ως ιδιοκτησία του, ηγόραζον δια διαταγής του καθ΄ έκαστον τον χόρτον της πεδιάδος ταύτης με αρκετόν ενοίκιον οι αρβανιτόβλαχοι επονομαζόμενοι και από την επαρχίαν της Κολώνιας καταγόμενοι χριστιανοί κατά την θρησκείαν δια τα ποίμνιά των, ο αρχιποιμήν των οποίων ωνομάζετο Γιάγκας. Οι ποιμένες ούτοι εν γένει ήσαν μεγάλου και θεωρητικού αναστήματος, γενναίοι κατά την καρδίαν και άγριοι κατά την θέαν…»
-Τέταρτον, σε αντίθεση με επιφανείς Βλάχους καθηγητές πανεπιστημίων, όπως Νίκος Κατσάνης, Αντώνης Μπουσπούκης και άλλους, τους οποίους κατά κόρον επικαλείται ο κ. Βασιλείου, εκείνος επιμένει να τονίζει ότι «η συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα επίσης διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους Βλάχους (γλωσσικά, πολιτισμικά, εθνογραφικά κ.λπ.) σε σημαντικό βαθμό», ενώ αυτό συμβαίνει και με όλες σχεδόν τις ίδιες … «γλωσσικές ομάδες»
Πέμπτον, επιμένει να επισημαίνει ότι «σε κάποια φάση της ιστορίας της, μάλιστα, η ομάδα αυτή υπήρξε ακόμη και τρίγλωσση, με τους ομιλητές της να μιλούν συγχρόνως βλάχικα, ελληνικά και αλβανικά/αρβανίτικα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιστημονική έρευνα», «θεωρία», η οποία καταρρίπτεται από την πραγματικότητα (δεν υπάρχουν τοπωνύμια οι λέξεις αλβανικές στην Παλαιομάνινα. Υπενθυμίζω ότι ο αείμνηστος μέγας Κωνσταντίνος Νικολαϊδης αναφέρει στην εισαγωγή του ογκώδους βιβλίο του «Ετυμολογικό Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης» (1904) ότι αρίθμησε συνολικά 6.657 «κουτσοβλαχικές» λέξεις. Από αυτές, όπως αναφέρει, οι 2.605 κατάγονται από τη λατινική, οι 3.460 από την ελληνική, 150 από την αλβανική, 185 από τη σλαβική, ενώ οι υπόλοιπες είναι κατασκευασμένες και άγνωστης καταγωγής. Ύστερα από 100 περίπου χρόνια, από τη δική μου καταγραφή προκύπτει ότι (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) στον ελληνοβλάχικο λόγο υπάρχουν συνολικά 4. 087 ελληνικές λέξεις, δηλαδή πάνω από 600 περισσότερες από όσες είχε καταγράψει ο Νικολαϊδης! Είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι από 4.087 αυτές ελληνικές λέξεις στον ελληνοβλάχικο λόγο, οι 487 είναι ομηρικές (μερικές από αυτές ο Νικολαϊδης θεωρεί ότι είναι … λατινικές!), οι 273 αρχαιοελληνικές, 52 μυκηναϊκές ( ο Νικολαϊδης θεωρεί όλες αυτές ως … λατινικές!) και δέκα βυζαντινές. Το συμπέρασμα από αυτό το ντοκουμέντο είναι ότι, μολονότι μια λαλιά, όπως η ελληνοβλάχικη, είναι προφορική, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά συνεχώς εντοπίζονται σε αυτόν αρχέγονα στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την επιστημονική διαπίστωση για την αυτοχθονία των Ριμένων και το πλατύ αρχαιοελληνικό υπόβαθρο.
Έκτον, μόνο από αυτά που επιγραμματικά παρουσίασα πιο πάνω, συντρίβεται η επισήμανση ότι τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτόν στηρίζονται τόσο σε βιβλιογραφική ανασκόπηση όσο και σε αρχειακή και επιτόπια έρευνα, ότι καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα επιστημονικών κλάδων –αναφορικά πάντοτε με την ανωτέρω γλωσσική ομάδα- όπως ιστορία, φιλολογία, λαογραφία, εθνογραφία, κοινωνική ανθρωπολογία, γλωσσολογία, κοινωνιογλωσσολογία κ.λπ.
Βασιλείου: Οι Ριμένοι της Ακαρνανίας είναι «ληστές», «λωποδύτες», «μισέλληνες»…
Από το έκτο κεφάλαιο του υπό έκδοσιν βιβλίου μου ως σφοδρού αντιλόγου στις «θεωρίες» του κ. Βασιλείου, παραθέτω μερικά σημεία, όπου δεν επαναλαμβάνεται μόνο η γνωστή εμμονή του συγγραφέα να τονίζει με πείσμα ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας είναι … «Καραγκούνηδες», αλλά τους περιλούζει με πάμπολλους υβριστικούς χαρακτηρισμούς, ότι είναι «ανάμικτοι» Βλάχοι, δηλαδή είναι ληστές, λωποδύτες, μισέλληνες, συμπαθούν τους Τουρκαλβανούς, αποστρέφονται την ιερωσύνη κλπ:
-Γράφει και σχολιάζει τα εξής ο κ. Βασιλείου : «Ο Λαμπρίδης (1888: 10) στο βιβλίο του «Ηπειρωτικά Μελετήματα» αναφέρεται κι αυτός στους Καραγκούνηδες της Ακαρνανίας. Γράφει μάλιστα ότι η συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λέπινου [σ.σ. Λεπενούς Βάλτου] μετά τη διάλυση του Μπιτσικόπουλου του IΙαληοπωγωνίου το 1840. Ο Λαμπρίδης γράφει: «Καὶ οἱ παρὰ τὸ Λέπινο τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος εἰς Σοροβίλη καὶ Ὄχθια ἐγκαταστάντες Ἀλβανόβλαχοι μετὰ τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσιν (1840) τοῦ Μπιτσικοπούλου, χωρίου ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Βρόσιανης τοῦ Παλῃοπωγώνη, συνοικισθέντος ἐκ τοιαύτης ἀναμίκτου φυλῆς 650 οἰκογενειῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ, ἑξακολουθοῦσι μέχρι τοῦ νῦν ἀποφεύγοντες ἐπιγαμίας μὲτ᾿ ἄλλων φυλῶν καὶ σχέσεις στενάς». Ο ίδιος στη σελίδα 11 αναφέρει: «Καί οἱ μέν ἀμιγεῖς [σ.σ. εννοείται Βλάχοι] καλοῦνται Κουτζόβλαχοι πρὸς ἀντίθεσιν τῶν ἐν ‘Ρωμουνίᾳ, οἱ δὲ ἀνάμικτοι [σ.σ. στους οποίους κατατάσσει τους Αρβανιτόβλαχους και τους Βλάχους της Ακαρνανίας] Καραγκούνιδες».
Αλλά, ο κ. Βασιλείου επιμένει και γράφει ότι ο Λαμπρίδης κατατάσσει τους Αρμάνους ή Αρωμούνους ή Ριμένους της Ακαρνανίας στους «ανάμικτους», παρερμηνεύοντας το σχετικό σημείο των «Ηπειρωτικών Μελετημάτων» του Λαμπρίδη.
Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891), στο Τεύχος Πέμπτον (Μέρος Δεύτερον) των Ηπειρωτικών Μελετημάτων» του, υπό τον τίτλον «Μέτσοβον και Σεράκου», στην εισαγωγή του (σελίδες 7 – 12) γράφει, μεταξύ άλλων, για το θέμα, αυτό στις σελίδες 9, 10, 11 και 12 τα ακόλουθα:
«…Οι Βλάχοι εν Ηπείρω απαντώσιν ή αμιγείς μόνον την Βλαχικήν γλώσσαν ομιλούντες, μανθάνοντες δε και την ελληνικήν, ή μετ΄Αλβανών ανάμικτοι εκ γενετής και την Αλβανικήν ομιλούντες μετά της Βλαχικής, σπανιώτατα δε την Ελληνικήν. Οι μέν αμιγείς έχουσι πάντες μονίμους κατοικίας, πλήν της ποιμενικής αυτών τάξεως, ήτις αλλαχού μόνον εν ώρα χειμώνος διέρχεται. Συγχρωτίζονται μετά των Ελλήνων και επιγαμίας και σχέσεις μετ΄αυτών συνάπτουσιν. Έχουσι δ΄ Ελληνικούς πόθους και μεγίστην προς απομίμησιν των Ελλήνων επιθυμίαν και έφεσιν. Οι δ΄ ανάμικτοι απαντώντες κυρίως εν τη Νέα Ηπείρω συνηθέστατα δε διάγουσι και εν ώρα θέρους βίον πλάνητα ζώσιν ιδιορρύθμως, έχουσι τάσιν προς ληστείαν φυσικήν, λωποδύται μάλλον όντες, αποφεύφουσιν επιγαμίας και σχέσεις μεθ΄Ελλήνων, Αλβανών και Βλάχων, μισούσιν ιδία τους Έλληνας, αποκαλούντες αυτούς μεν Γραικούς, εαυτούς δε Ρωμαίους! Συμπαθούσι προς τους Τουρκαλβανούς, μεθ΄ ων και συναγελάζονται μόνον. Αποστρέφονται την ιερωσύνην. Διό και σπανιώτατα Αλβανόβλαχος το ύψιστον τούτο λειτούργημα αναλαμβανει. Ευάριθμοι φέρουσιν ονόματα Αγίων της εκκλησίας. Βαπτίζονται συνήθως παίδες γενόμενοι και εκκλησιάζονται οι πλείονες μόνον την ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ομιλούσι δε οι μεν άνδρες κυρίως Αλβανιστί, αι δε γυναίκες Βλαχιστί. Πάντων όμως αι ευχαί και αι αραί πάντοτε δια της Αλβανικής γλώσσης εκφέρονται. Η ανάμικτος αύτη Αλβανοβλαχική φυλή μεθ΄ Ελλήνων μεν απ΄ αιώνων συγχρωτισθείσα εξελλληνίσθη, μονίμους απετέλεσε κοινότητας και τα Ελληνικά ησπάσθη επαγγέλματα, ως συνέβη εις πάντας σχεδόν τους κατοίκους της βορείου Θεσσαλίας, τους των χωρίων Δριστενίκου και πολλών εκ των δυτικωτέρων του βορείου διαμερίσματος του Μαλακασίου, μετ΄ Αλβανών δε Χριστιανών ή Οθωμανών διαβιούσα , εξακολουθεί τους τύπους των δύο φυλών διατηρούσα, καίτοι τον πλείστον των λαών τούτων μονίμους προ πολλού συνέστησε κατοικίας και έτερα ετράπησαν έργα. Οποία διαφορά μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών υπό εκπολιτιστικήν και εξημερωτικήν άποψιν! Ο Έλλην συγχωνεύει και απορροφά, ο Αλβανός αδιαφορεί! Και οι μεν αμιγείς καλούνται Κουτζόβλαχοι προς αντίθεσιν των εν Ρωμουνία, οι δε ανάμικτοι Καραγκούνηδες. Και το μεν επώνυμον των αμιγών προέκυψεν εκ του ονόματος Κουτσός, χαρακτηρίζοντος ή τον χωλόν τον νικηθέντα εν γένει και αδυνατίσαντα εντεύθεν τους Δουνάβεως Βλάχον (Ιστορία της Πάλαι Δακίας, τόμος Α΄, σελ. 278, Διον. Φωτεινού 1818) ή το ελλιπές της γλώσσης εχούσης μάλιστα ρίζας ελληνικάς πλείστας. Το δε αναμίκτων προήλθεν εκ του Τουρκικού Καρά το μέλαν δηλούντος και του Γκούνη, ένδυμα, ιμάτιον Αλβανιστί σημαίνοντος…. Εν τέλει δε της εισαγωγής ταύτης χάριν των μόχθων και πόνων του Βλάχου της Πίνδου προστίθεμεν ότι από των ορίων του Ελληνικού Βασιλείου μέχρι της εκβολής του Αώου αριστερά αμιγείς μεν Βλαχικαί οικογένειαι αριθμούνται ακριβέστατα 3.266, εξ ων 1.694 εν Ζαγορίω, 1.547 εν Μαλακασίω και 25 εν διαφόροις πολίχναις και κώμαις της Θεσπρωτίας από του 1821 διασπαρείσαι, ανάμικτοι δε μόνον 143 εις το νεοσύστατον χωρίον του Πογώνη Μετζιδιέ της βελάς εν ώρα χειμώνος. Πάσαι δε αύται συν γυναξί και τέκνοις ομιούσι και Ελληνισί και άφατον προς απομίμησιν των Ελλήνων, πλήν των Αλβανοβλαχικών, έχουσιν έφεσιν. Διό και πάσης προπαγάνδας τα προτάσεις απορρίπτουσιν, επιβλαβείς αυτάς θεωρούντες. Ουχ ήττον εις μεν το Μετζιδιέ αρρένων Ρωμουνική σχολή συνέστη προ μικρού δια την έλλειψιν Ελληνικής, εις δε την Βωβούσαν τοιαύτη των θηλέων ένεκα της ιδιοτελείας θρέμματός τινος της τε Ριζαρείου Σχολής και του Εθνικού Πανεπιστημίου, ως και εν Ιωαννίνοις πρό τινος κεντρικωτέρα(!), 15 μόνον υποτρόφους μετά τριών διδασκάλων αριθμούσα (!!!) και Παρθεναγωγείον (!!!) εξέπνευσαν και ταύτα πάντα προ μικρού αυτοκρατορική διαταγή»
Χάρμα! «Θρίαμβος! Πρόκληση! Την αποφυγή από τους … «Αλβανόβλαχους» της επιγαμίας με Έλληνες, Αλβανούς και … Βλάχους, την τεκμηριώνει ο Λαμπρίδης με παραπομπή σε υποσημείωση, όπου γράφει αυτό που παραθέτει στο βιβλίο του και ο Βασιλείου χωρίς σχόλια:
«Και οι παρά το Λέπινον της Ελευθέρας Ελλάδος εις Σοροβίλη και Όχθια εγκαταστάντες Αλβανόβλαχοι μετά την ολοσχερή διάλυσιν (1840) του Μπιτσικοπούλου, χωρίου επί του οροπεδίου Βρόσιανης του Παληοπωγώνη, συνοισθέντος εκ τοιαύτης αναμίκτου φυλής 650 οικογενειών υπό του Αλή, εξακολουθούσι μέχρι τουν νυν αποφεύγοντες επιγαμίας μετ΄ άλλων φυλών και σχέσεις στενάς»
Αυτά τα φοβερά και τρομερά γράφει ο Λαμπρίδης, αλλά ο κ. Βασιλείου, ως ιστορικός, θα έπρεπε, για να είναι όλβιος , να έχει της ιστορίας αυτής μάθησιν και όχι επιλεκτικών σημείων της, όπως λέει και ο Ευριπίδης (μεγάλος Έλληνας τραγικός ποιητής, 485-406 π.Χ.).
Αλλά, ούτε τη θουκυδίδειο αρχή να γράφουμε και πιστεύουμε κάτι αβασανίστως γνωρίζει ή αγνοεί ο Βασιλείου.
Έτσι, από όλο αυτό το παράξενο κείμενο αρκείται στην παράθεση δύο μόνο βολικών για την έμμονη άποψή του περί «εξελληνισθέντων Αλβανόβλαχων» -«Καραγκουνόβλαχων» - Καραγκούνηδων της Ακαρνανίας και σε δύο αντίστοιχα ατυχή σχόλια. Με το πρώτο σχόλιο (που είναι σε παρένθεση με τη μορφή «σ.σ. –σημείωση συγγραφέα») μάς «φωτίζει» γράφοντας «Λεπενού Βάλτου», αντί του ορθού Λεπενού Αγρινίου (σημειώνεται ότι η Λεπενού απέχει μερικά μόνο χιλιόμετρα από την ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, δηλαδή τα Όχθια!). Το δεύτερο σχόλιο με τη μορφή πάλι «σημείωσης συγγραφέα) και σε παρένθεση κατατάσσει τους Ριμένους της Ακαρνανίας στους «ανάμικτους» Βλάχους ως … Αρβανιτόβλαχους και Καραγκούνηδες (είπαμε, «κόλλησε η βελόνα», είπαμε εμμονές!!!), αφήνοντας χωρίς σχόλια ολόκληρα προκλητικά σημεία του κειμένου του Λαμπρίδη, επειδή προφανώς τα θεωρεί ως σωστά ή, το επιεικέστερον, δεν τα διάβασε καθόλου! Συγκεκριμένα:
1. Ο Λαμπρίδης γράφει ότι οι «εγκαταστάντες παρὰ τὸ Λέπινον τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος εἰς Σοροβίλη καὶ Ὄχθια» ήταν Αλβανόβλαχοι! Κι αφού δεν σχολιάζει αυτό το σφόδρα αντεθνικό και εξωπραγματικό σημείο, παραδέχεται, κατά συνέπειαν, ότι ο ίδιος, ως καταγόμενος από τα Όχθια, είναι … Αλβανόβλαχος! Με γεια του και χαρά του! Αλλά, τί φταίνε οι άλλοι κάτοικοι των Οχθίων και της Στράτου για αυτή την ατυχή άποψη του Λαμπρίδη που αφήνει ασχολίαστη; Και, ιδιαίτερα, τί φταίνε οι κάτοικοι της Λεπενούς Αγρινίου (και όχι … Βάλτου!), που δεν είναι καν Ριμένοι, ή Αρβανιτόβλαχοι ή Καραγκουνόβλαχοι ή Καραγκούνηδες. Πείτε μου, τί φταίνε;
2. Γράφει ο Λαμπρίδης ότι οι «εγκαταστάντες Αλβανόβλαχοι» στη Λεπενού, τη Στράτο και τα Όχθια ήταν «ανάμικτης φυλής», την οποία μάλιστα «στολίζει» με ουκ ολίγα αρνητικά (εγκληματικά!) χαρακτηριστικά, όπως: ζουν πλάνητα και ιδιόρρυθμο βίο, είναι ληστές, λωποδύτες, μισούν τους Έλληνες , συμπαθούν τους … Τουρκαλβανούς με τους οποίους και συναγελάζονται, αποστρέφονται την ιερωσύνην, εκκλησιάζονται κάθε Πάσχα, μιλούν οι άνδρες μόνο αλβανικά και οι γυναίκες βλάχικα και εκφέρουν τις ευχές και τις κατάρες μόνο στην … αλβανική γλώσσα. Κι ερωτώ: Τα διάβασε όλα αυτά (τα μελέτησε όμως ως ιστορικός;) ο κ. Βασιλείου και περιορίζεται μόνο στις δύο παραπάνω υποσημειώσεις ή σημειώσεις και μόνο, ενώ θα πρεπε να έβγαζε φωτιά η γραφίδα, όπως ενός πραγματικού ιστορικού; Αντιθέτως, σπεύδει και υπενθυμίζει την υποσημείωση του Λαμπρίδη ότι η διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή οι «ανάμικτοι» Αλαβανόβλαχοι – Καραγκούνηδες της Ακαρνανίας, πέρα από αυτά τα φοβερά και τρομερά, απέφευγαν «επιγαμίας και σχέσεις μεθ΄ Έλλήνων», αναφέροντας ότι οι «οι εγκαταστάντες εις Λέπινο, εις Σοροβίλη και Όχθια Ἀλβανόβλαχοι μετὰ τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσιν (1840) τοῦ Μπιτσικοπούλου, χωρίου ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Βρόσιανης τοῦ Παλῃοπωγώνη, συνοικισθέντος ἐκ τοιαύτης ἀναμίκτου φυλῆς 650 οἰκογενειῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ, ἑξακολουθοῦσι μέχρι τοῦ νῦν ἀποφεύγοντες ἐπιγαμίας μὲτ᾿ ἄλλων φυλῶν καὶ σχέσεις στενάς», χωρίς κανένα σχόλιο. Διότι, αυτές τις επιγαμίες, όπως ορθώς επισημαίνεται, απέφευγαν κι άλλες ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας, οι Σαρακατσάνοι και άλλοι.
Αλλά, ηχηρή απάντηση στον Λαμπρίδη, τον οποίο αφήνει ασχολίαστο ο Βασιλείου, δίνουν οι καθηγητές Νίκος Κατσάνης και ο φίλος του Αντώνη Βασιλείου Κώστας Ντίνας από το βιβλίο τους «Οι Βλάχοι της Ελλάδος», από το οποίο αναδημοσιεύω το ακόλουθο σχετικό με τη θρησκεία των Βλάχων απόσπασμα:
«Ένα από τα θεμελιώδη συστατικά του πνευματικού βίου των Βλάχων είναι η Ορθόδοξη πίστη και η τήρηση της ελληνοβυζαντινής παράδοσης. Πάντοτε οι Βλάχοι τελούσαν την Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό και στη γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ουδέποτε πριν από την εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας ακούστηκε το Ευαγγέλιο ή ο Απόστολος στη βλάχικη γλώσσα. Όταν έγιναν απόπειρες για την καθιέρωση της βλάχικης γλώσσας στη λειτουργία, οι Βλάχοι δεν έμειναν άπρακτοι, αλλά αντέδρασαν στην κατάργηση της παράδοσης.
Η κίνηση για την άλωση της θρησκευτικής συνείδησης των Βλάχων αρχίζει επισήμως το 1881, όταν ομάδα Βλάχων, δήθεν αντιπροσώπων, υποβάλλει υπόμνημα προς τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και ζητάει την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Έγινε μεγάλος αγώνας, αλλά δεν βρέθηκε κανείς Βλάχος ιερωμένος να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, ενώ και η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν σφοδρή.
Και σήμερα Βλάχοι, οι λεγόμενοι της διασποράς, που κατοικούν σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, οι περισσότεροι μη ελληνικής καταγωγής, προσπαθούν με πρόσχημα την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης να επαναθέσουν το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας. Όμως η τήρηση της εκκλησιαστικής παράδοσης είναι θεμελιώδης, όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση των Αλβανόφωνων της Ιταλίας. Ουνίτες καθολικοί στο θρήσκευμα αλλά πρώην Ορθόδοξοι και βιαίως αλλαξοπιστήσαντες, ενώ έφυγαν από την Ελλάδα πριν από αιώνες και μετανάστευσαν στην νότια Ιταλία και Σικελία, εξακολουθούν να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το τυπικό της ελληνοβυζαντινής παράδοσης (rito bizantino) και στην ελληνική γλώσσα».
3. Γράφει ο Λαμπρίδης, τον οποίο αφήνει πάλι ασχολίαστο ο ιστορικός κ. Βασιλείου, ότι οι «ανάμικτοι» Βλάχοι, στους οποίους κατατάσσει και ο ίδιος τους «Καραγκούνηδες» - «Καραγκουνόβλαχους»- «Αλβανόβλαχους» της Ακαρνανίας, « μιλούν οι άνδρες μόνο αλβανικά και οι γυναίκες βλάχικα και εκφέρουν τις ευχές και τις κατάρες μόνο στην αλβανική γλώσσα»!
Προς απάντηση, πέρα από το ηχηρό ράπισμα του Παναγιώτη Αραβαντινού σε τέτοιες «σοφές κρανιολογικές παραδοξολογίες» , αναδημοσιεύω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την ομιλία του καθηγητή Γλωσσολογίας Αντώνη Μπουσμπούκη στην εκδήλωση της Παγκόσμιας Βλάχικης Αμφικτιονίας, η οποία διοργανώθηκε στην Κορυτσά υπό τον τίτλο «Σχέσεις των Βλάχων με την ελληνική» (πηγή: POLISPOST 31/08/2018):
«…Από την Εγνατία οδό, όπου κυκλοφορούσαν Έλληνες, Ιλλυριοί και Ρωμαίοι, στρατιώτες κι έμποροι, άρχισε να διαμορφώνεται η πρώιμη ρωμανική διάλεκτος των Βλάχων. Με βάση την Εγνατία, η λατινοφωνία διαδόθηκε σε όλη τη Βαλκανική ενδοχώρα μέχρι και πέρα από τον Δούναβη, όπου η Ρώμη επεκτάθηκε ύστερα από 300 χρόνια.
Οι Βλάχοι-Αρμάνοι, ζωντανή επιβίωση του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, σε όλη την ιστορική-τους διαδρομή πορεύτηκαν, παραφράζοντας – θαρρείς – τα λόγια του αυτοκράτορα Αδριανού, που εξομολογούνταν ότι: «σκέφτομαι ελληνικά και διατάζω λατινικά». Και λέω παράφρασαν, γιατί εφάρμοσαν την επικοινωνιακή συνήθεια να μιλούν τα λατινογενή βλάχικα στο οικογενειακό-τους περιβάλλον, ελληνικά στις δημόσιες εκδηλώσεις της ζωής-των και να γράφουν επίσης ελληνικά.
Εφόσον, αυτό γινόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπως το γνωρίζουμε από την προφορική παράδοση, τους ξένους περιηγητές και τον Κασομούλη, θα μπορούσε να ισχύει και στις προηγούμενες ενδεχομένως από αυτήν περιόδους, μιας και η Ελληνική δεν έπαψε ποτέ να είναι παρούσα στον ευρύτερό-τους χώρο ως ομιλούμενη γλώσσα και ως γλώσσα ανώτερου κύρους. Άλλωστε, και ο Πρίσκος μας πληροφορεί ότι αιχμάλωτοι από βαλκανικές περιοχές στην αυλή του Αττίλα τον 5ο αιώνα μιλούν τόσο τα ελληνικά όσο και τα λατινικά, ενώ ο Έσσελιγκ σημειώνει ότι η Λατινική είχε κατακτήσει και πλατύτερα λαϊκά στρώματα.
Ο μειχτός πολιτισμός του Βυζαντίου, ρωμαϊκός, ελληνικός, χριστιανικός και ανατολικός, στου πρώτους αιώνες, από το 320 μ.Χ. μέχρι το 620, είχε για επίσημη γλώσσα επικοινωνίας τα λατινικά. Αυτά ακούγονταν στην αυτοκρατορική αυλή, την υπαλληλία, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, το στρατό κτλ.. Λατινική, λοιπόν, είναι η μητρική γλώσσα του Μεγάλου Κων/νου και των Ελλήνων που υπηρετούν το ρωμαϊκό δημόσιο, όπως το ξεκαθαρίζει πια η γνωστή πληροφορία του Ιωάννου Λυδού, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού, δηλαδή κατά τον 6ο αιώνα.
Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ελληνόγλωσσο και λατινόγλωσσο πανεπιστήμιο, ενώ η καθημερινή επαφή και τριβή ελληνικών με τα λατινικά μοιάζει για μια στιγμή σα να πρόκειται να εκλατινιστεί γλωσσικά το Βυζάντιο. Στο τέλος, όμως, τα λατινικά υποχωρούν μπροστά στα ελληνικά. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί, ως Ρωμαίοι πολίτες, θεωρούσαν και χαρακτήριζαν τη λατινική «πατρώαν γλώσσαν» και αυτοονομάζονταν Ρωμαίοι. Σε αυτήν την ιστορική βάση στηρίχτηκε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Ιωάννης Ρωμανίδης κι έγραψε ότι τόσο οι μεσαιωνικοί όσο και οι νεώτεροι Έλληνες έχουν ρωμαίο πατέρα κι ελληνίδα μητέρα.
Κι ενώ η ελληνική γλώσσα επικρατεί στο κέντρο της Αυτοκρατορίας, στην Πόλη του Κωνσταντίνου ή την αλλιώς Νέα Ρώμη, στην περιφέρεια της Βαλκανικής, στο δυτικό-της κυρίως μέρος, εξακολουθούν ν’ ακούγονται τα λατινικά παράλληλα με τα ελληνικά. Και αυτό γίνεται, γιατί έχει παρατηρηθεί πως ό,τι χάνεται στο Κέντρο συχνά διατηρείται στην Περιφέρεια…
…Δεν είναι, όμως, μόνο η διαμάχη για την επιλογή ανάμεσα στη λόγια και τη ζωντανή γλώσσα που απασχολεί τους μορφωμένους της εποχής. Αρκετοί από αυτούς, κυρίως Βλάχοι, συνειδητοποίησαν πολύ νωρίς και την ανάγκη να διαδοθούν τα ελληνικά και στους αλλόγλωσσους Ρωμιούς που ζούσαν στους κόλπους του νεότερου ελληνισμού. Πρώτος στην ανάγκη των καιρών ανταποκρίνεται ο Αναστ. Καβαλιώτης από τη Μοσχόπολη, που συντάσσει, γύρω στα 1770, τρίγλωσσο λεξικό, όπου σε κάθε λέξη της νεοελληνικής παραθέτει δίπλα την αρβανίτικη και τη βλάχικη. Είναι η πρώτη μέθοδος εκμάθησης της Ελληνικής, γραμμένη με τη φροντίδα ενός Βλάχου. Το 1802 ο Δανιήλ, δάσκαλος της μοσχοπολίτικης σχολής, συμπληρώνει το Λεξικό του Καβαλιώτη μ’ ένα τετράγλωσσο τώρα Λεξικό, όπου προσθέτει και τα βουλγάρικα. Οι στόχοι της σύνταξης αυτών των λεξικών είναι φανεροί. Ο συντάκτης του τετράγλωσσου λεξικού καλεί τους ορθόδοξους, που είναι ξενόγλωσσοι, να γίνουν ελληνόγλωσσοι.
Ανάμεσα στους μορφωμένους Βλάχους της εποχής εκείνης, ξεχωρίζει η μορφή του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή, που μεταφέρει από τα γαλλικά και τα γερμανικά εγχειρίδιο φυσικής στην απλή, την κατανοητή γλώσσα. Στο Σύνταγμά-του, άρθρο 53, προβλέπει ως αναγκαία τη διδασκαλία της λαϊκής γλώσσας στα σχολεία και τη χρήση-της στη σύνταξη νόμων και διαταγμάτων.
Τελειώνοντας με τους λόγιους Βλάχους και τις θέσεις που πήραν απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα, πάμε τώρα στους ανώνυμους ποιητές, στιχουργούς του νεοελληνικού λόγου, που είναι οι δημιουργοί του δημοτικού τραγουδιού. Οι ποιητές των δημοτικών τραγουδιών, ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι, γράψανε τ’ αριστουργήματά-τους στη ζωντανή γλώσσα και μάλιστα στην κοινή-της μορφή. Έμειναν, όμως, άγνωστοι, όπως ανώνυμοι παρέμειναν και οι τεχνίτες ασημουργοί των βλάχικων κέντρων χρυσοχοϊκής τέχνης (Καλαρίτες, Μέτσοβο, Νυμφαίο κ.ά).
Θ’ ακουστεί, ίσως, παράξενο και προκλητικό, είναι όμως διαπιστωμένο ότι η μνήμη και το στόμα των Βλάχων στάθηκαν αντίστοιχα το μεγαλύτερο αρχείο συντήρησης και διάδοσης του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Τα επαγγέλματά-τους ζητούν τη συντροφιά του τραγουδιού, κυρίως αυτό του αγωγιάτη και του βοσκού. Η μετακίνηση ολόκληρων μαζών από το βουνό στον κάμπο και αντίστροφα, τα απανωτά ταξίδια που κάνουν αγωγιάτες, έμποροι και τεχνίτες τόσο σε διάφορα κέντρα του ελληνικού χώρου όσο και στην περιφέρειά-του τους δίνουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν, να μάθουν και να τραγουδούν ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Δεν τραγουδούν μόνον, αλλά και δημιουργούν ελληνικά τραγούδια. Και καθώς δεν είχαν για μητρική γλώσσα κάποιο νεοελληνικό ιδίωμα, τα ελληνικά που μιλούν είναι τόσο καθαρά, ώστε θα τα ζήλευε κι ένας ακόμη Αθηναίος, όπως παρατηρεί ο Victór Berár για Βλάχους, μάλιστα από το Δυρράχι και τη Β. Μακεδονία, που τους γνώρισε και τους άκουσε από κοντά.
Είναι αισθαντικοί, ανήσυχοι και χαροκόποι. Τα μεγαλύτερα πανηγύρια ακόμα και σήμερα τα κάνουν οι Βλάχοι. Οι μαζικοί λαϊκοθρησκευτικοί πανάρχαιοι κύκλιοι χοροί, όπου δεν ακούγονται μουσικά όργανα απαιτούν τραγούδια πολλά και με μακρύ αφηγηματικό νήμα και αυτά είναι κατά το μεγαλύτερό-τους μέρος ελληνικά.
Οι Βλάχοι τραγούδησαν και στη δική-τους γλώσσα, τραγούδια όμως κοινωνικά, ερωτικά, σκωπτικά. Για τα ιστορικά και ηρωικά-τους άσματα επιφύλαξαν κυρίως τη χρήση της Ελληνικής. Στη Σαμαρίνα – για παράδειγμα – έχουμε μια από τις καλύτερες ελληνικές παραλλαγές τραγουδιού του Διγενή Ακρίτα. Στις Σέρρες ο Γιώργος Καφταντζής έκανε την έκδοση συλλογής με δημοτικά τραγούδια από το νομό των Σερρών το 1978.
Στη συλλογή υπάρχει η συνδρομή των πολυάριθμων εντόπιων ελληνοφώνων και των Σαρακατσάνων, αλλά η κατάθεση ελληνικών τραγουδιών από ένα και μόνο βλάχικο χωριό, το Χιονοχώρι, ανεβάζει τη συμμετοχή-του σε ποσοστό 35%, καθώς από ένα σύνολο 661 τραγουδιών τα 228 προέρχονται από το Χιονοχώρι.
Αλλά και σήμερα ποιος θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει τη συμβολή των Βλάχων στο λαϊκό ελληνικό τραγούδι μ’ έναν κορυφαίο σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη, έναν Καλδάρα, ένα Βίρβο, τον πιο παραγωγικό στιχουργό, και άλλους;
Όσο για τους επώνυμους βλάχους ποιητές, θα αναφέρουμε μόνο το Ζαλοκώστα και τον Κρυστάλλη. Ο Γιώργος Ζαλοκώστας, όπως και ο Κώστας Κρυστάλλης, κατάγονται από το Σιράκο της Ηπείρου. Με την έναρξη της Επανάστασης του ’21 ο Ζαλοκώστας αφήνει τις σπουδές-του κι έρχεται στην πατρίδα. Ζει όλες τις φάσεις και τις περιπέτειες του Αγώνα και γιαυτό θα μπορούσε να δώσει αξιόλογα ηρωικά ποιήματα, αν δεν επηρεαζόταν από τη λόγια γλώσσα της Αθηναϊκής Σχολής. Μικρά ποιήματα, όπως «ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει», «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, γράφτηκαν στη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και είναι αυτά που συντηρούν τη μνήμη-του ως ποιητή…
…Τελειώνοντας το κεφάλαιο με τις σχέσεις των Βλάχων με την Ελληνική, δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι στην αρχή του ελεύθερου εθνικού-μας βίου ξεχώρισε η συγκλονιστική ομιλία στη Βουλή των Ελλήνων ενός Βλάχου πολιτικού, του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη από το Σιράκο, που για το περιεχόμενο και τη γλώσσα, ο Τερτσέτης την χαρακτήρισε ως μοναδικό μνημείο λόγου ανδρός της Επαναστάσεως, κληρονομιά και υποθήκη για τις επόμενες γενεές, ενώ ο Πλαπούτας αξιολόγησε τον Κωλέττη ως ρήτορα παρόμοιο με τον αρχαίο Δημοσθένη…»
4. Επίσης, στο ίδιο παραπάνω κείμενο ο Λαμπρίδης γράφει ότι οι «εγκαταστάντες Αλβανόβλαχοι» στη Λεπενού, τη Στράτο και τα Όχθια ήταν «ανάμικτης φυλής», μισούν τους Έλληνες , συμπαθούν τους … Τουρκαλβανούς με τους οποίους και συναγελάζονται». Και το σημείο αυτό ο κ. Βασιλείου αφήνει έτσι χωρίς κανένα σχόλιο, ο εστί μεθερμηνεύομενον ότι συμφωνεί με όλα αυτά!
Δεν μπορεί όμως να αφήσει ο γράφων χωρίς απάντηση κι αυτή την υβριστική επισήμανση του Λαμπρίδη, την οποία όχι μόνο αφήνει ασχολίαστη ο Βασιλείου, αλλά την ενισχύει κιόλας αρκούμενος μόνο σε εκείνη που αφορά την αποφυγή της … επιγαμίας! Την απάντηση αυτή δίνει ο πρώτος νεοέλληνας ιστορικός και μέγας διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας με το ογκώδες έργο του «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας» ( Εν Βιέννη της Αυστρίας, 1830-1832), στο οποίο μάλιστα με αδιάσειστα στοιχεία καταδεικνύει και επισημαίνει ότι «Οι Βλάχοι είναι Έλληνες το γένος». Όσον αφορά στην άστοχη αυτή επισήμανση του Λαμπρίδη και σε άλλες που αναφέρθηκαν προηγουμένως και θα αναφερθούν και στη συνέχεια , ο Κωνσταντίνος Κούμας τονίζει τα εξής:
«Ακούουσιν ελληνιστί τας προσευχάς και λιτανείας της εκκλησίας. Συμπεριφέρονται αδελφικώς με τους Γραικούς ως Γραικοί, και δεν δείχνουν ουτ' εκείνοι ούτε ούτοι καμμίαν εθνικήν διαφοράν προς αλλήλους, καθώς και τωόντι είναι αμφότεροι οι λαοί μιας πατρίδος τέκνα, και των αυτών προγόνων απόγονοι. Το πολυπληθέστερων μέρος των Χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυλής ήσαν έως χθες και πρώην οι Έλληνες…»
Στο επόμενο κεφάλαιο θα συνεχισθεί ο αντίλογος σε αυτές κι άλλες επικίνδυνες «διαπιστώσεις» του Λαμπρίδη, τις οποίες, προφανώς, θεωρεί, εύστοχες ο κ. Βασιλείου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου