ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΒΟΥΝΙ

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

Η άγνωστη και ως βυζαντινή Παλαιομάνινα





Έγγραφα και αρχαιολογικά στοιχεία, με κυρίαρχα την εκπληκτικής τεχνικής μόνωσης δεξαμενή, η οποία δεν προκάλεσε, δυστυχώς, το ενδιαφέρον των επιστημόνων, καταδεικνύουν ότι η κατοίκησή ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή περίοδο

Του Δημήτρη Στεργίου*


Στην Παλαικομάνινα, όπως και στη μείζονα, γύρω  απ΄ αυτήν, περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας,   κατοικούσαν άνθρωποι, με σημαντικό για την εποχή εκείνη πολιτισμό, πριν από 5.000 περίπου χρόνια.  Διότι, μεταξύ των πέντε έως τώρα γνωστών θέσεων, οι οποίες καταδεικνύουν μια μακρά σχετικά διάρκεια κατοίκησης στην Αιτωλοακαρνανία, από τα πρωτοελλαδικά χρόνια, είναι και η Παλαιομάνινα. Οι άλλες τέσσερις θέσεις  είναι το Πλατυγιάλι (Άγιος Παντελεήμων), η αρχαία Πλευρών, η Γράβα Αστακού και ο αρχαίος Θέρμος από τα μεσοελλαδικά (1900 – 1600 π.Χ.).

Η κατοίκηση στις θέσεις αυτές αρχίζει, όπως προαναφέρθηκε,  από τα πρωτοελλαδικά χρόνια (2800-1900 π.Χ.) έως και τα ύστερα μυκηναϊκά χρόνια (1100 π.Χ.).Σημειώνεται ακόμα ότι η Μίλα ή Μήά της Παλαιομάνινας είναι μεταξύ των επτά γνωστών θέσεων, όπου αρχίζει η κατοίκηση, η οποία συνεχίζεται σ΄ ολόκληρη ή μέρος της μυκηναϊκής εποχής, όπως Κάτω Βασιλική,Αγία Τριάδα, αρχαία Καλυδών, Ψωρολίθι ,Παλαιομάνινα – Μίλα, Χρυσοβίτσα και Πάλαιρος. Επίσης, από άλλες τρεις  έως τώρα γνωστές θέσεις προκύπτει η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Παλαιομάνινα αρχίζει από τα νεολιθικά χρόνια ( από το 6000 π.Χ.). Οι θέσεις αυτές είναι το Κρυονέρι, οΆγιος Ηλίας Ιθωρίας και ο Άγιος Νικόλαος Αστακού.

Από στοιχεία σχετικά με τη μνημειακή τοπογραφία της Παλαιομάνινας και από μαρτυρίες ξένων περιηγητών και παλαιών συγγραφέων επιβεβαιώνεται η διαπίστωση  ότι η κατοίκηση της περιοχής ήταν συνεχής από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, με εξαίρεση την περίοδο μετά την επικράτηση των Ρωμαίων (μετά το 146 π.Χ.), κατά την οποία, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, επεκράτησε «ερημία» στην Ακαρνανία εξαιτίας της ίδρυσης της Νικόπολης προς βορράν , το 30 π.Χ., και της Πάτρας, το 14 π.Χ. ,  προς νότο. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τον Πολύβιο, ο οποίος βρήκε την αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας εγκαταλειμμένη. Τα δύο αυτά γεγονότα συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της περιοχής και, φυσικά, στον οικονομικό μαρασμό, αφού η μείωση των πληθυσμών σε σε περιοχές, χώρες και κράτη συμβάλλει στον οικονομικό μαρασμό και στην εγκατάλειψή τους. Έτσι, οι κάτοικοι της περιοχής, κυρίως κτηνοτρόφοι, εγκατέλειψαν την αρχαία πόλη και στράφηκαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στις περιοχές της Ηπείρου, όπου λόγω της Εγνατίας οδού και της  ανάπτυξης της Νικόπολης  μετακινούνταν αθρόως πληθυσμοί από από άλλες περιχές και, φυσικά, από την  έρημη πια Ακαρνανία.


Πάντως, από γραπτές πηγές ή άλλα στοιχεία προκύπτει ότι έως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ.  εξακολουθούσαν να υπάρχουν , δηλαδή να κατοικούνται, το Ανακτόριον, το Άκτιον, το Θύρρειον, η Λιμναία, η Μητρόπολις (κατά πάσα πιθανότητα  Παλαιομάνινα), ο Αστακός, υα Κόροντα, η Αλυζία, οι Οινιάδες, η Μεδεών, οι Φοιτίες  και η Πάλαιρος. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι οχυρές ελληνιστικές ακροπόλεις  αρχίζουν να εγκαταλείπονται σταδιακά και, κατά συνέπεια, λόγω  της έλλειψης συντήρησης , υφίσταντο καταστροφές και φυσικές φθορές.
Ίσως, η κατοίκηση  στην Παλαιομάνινα να διήρκεσε περισσότερο. Ίσως, στην πραγματικότητα, να μην  εγκαταλείφθηκε ποτέ, αφού μετά τα δύο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση,  άρχισαν  και συνεχίσθηκαν  έως το 1840 οι μετακινήσεις  νομάδων (σκηνιτών) βοσκών από την Ακαρνανία προς τα ηπειρωτικά βουνά για ξεκαλοκαιριό και προς την Ακαρνανία για χειμαδιό. Τέτοιοι νομάδες ή σκηνίτες, όπως τους αποκαλούσαν οι παππούδες μας,  ήταν οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων της Παλαιομάνινας, οι οποίοι, όπως εκτιμώ, δεν ξεχνούσαν ποτέ τα «πάτρια εδάφη» και πάντοτε διέμεναν κατά τους χειμερινούς μήνες στο ίδιο μέρος κατά φάρες!
Επίσης, η διαπίστωση ότι η «ερημία» αυτή δεν κράτησε επί πολλά χρόνια, αφού, όπως   αναφέρω  στο βιβλίο του «Βλάχικα έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες» (σελίδα 23) επιβεβαιώνεται και από τον  Gustav Weigand, ο οποίος  επισημαίνει ότι «Ελληνόβλαχοι αυτοί είναι απόγονοι του μεσαιωνικού πληθυσμού, αφού η Ακαρνανία ήταν γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως Μικρή Βλαχία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία που ήταν στη Θεσσαλία».

Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψή μου  ότι δηλαδή  οι Ελληνόβλαχοι της Παλαιομάνινας είναι απόγονοι των κατοίκων της αρχαίας πόλης, οι οποίοι αναγκάστηκαν στην Ήπειρο να μάθουν και τη δημώδη λατινική, την επίσημη τότε «διεθνή γλώσσα», για λόγους επικοινωνίας, και ανεβοκατέβαιναν από την και προς την Ήπειρο στην περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν προφανώς, μετά από αιώνες, την ακριβή ονομασία της πόλης των προγόνων τους. Στην αρχή, μετά την «ερημία», η αρχαία πόλη ονομάστηκε «Παλαιό Μάνι», που σημαίνει ίσως «Παλιά Τοποθεσία», «Παλιά Βάση» από το ομηρικό «Μήτηρ» =Μάνα= Τοποθεσία και κατά συνεκδοχή «βοσκοτόπι», ή (το πιθανότερο) από τη  βυζαντινή λέξη «Μάνι» που σημαίνει «οχυρό», «κάστρο»,» οχυρωμένη πόλη». Ας μην ξεχνάμε ότι η κτηνοτροφία αποτελούσε από την ομηρική εποχή σημαντικό κλάδο της οικονομικής δραστηριότητας. Κι αυτή η εκλεκτική συνέχεια καταδεικνύεται και από τη διαπίστωση ότι οι Ελληνόβλαχοι λένε το πρόβατο «όϊα», δηλαδή όπως ακριβώς αναφέρεται στα ομηρικά έπη! Αλλά, δεν είναι η ονομασία αυτή και οι εκατοντάδες άλλες βλάχικες λέξεις που είναι ομηρικές και που αναφέρονται κυρίως σε ζώα και στοιχεία της υπαίθρου. Πολλές εκδηλώσεις της κοινωνικής δραστηριότητας ή καθημερινής ζωής των Ελληνοβλάχων (γέννηση, θάνατος, γάμος κ.λπ.) μοιάζουν εκπληκτικά με τις αντίστοιχες περιγραφές στα ομηρικά έπη.
Βασίλης Λαμπρινουδάκης: Αδιάκοπη η ζωή στην Παλαιομάνινα από την 3η  π.Χ. χιλιετία!



Όλες αυτές οι διαπιστώσεις για τη συνεχή σχεδόν οίκηση της περιοχής της Παλαιομάνινας  επιβεβαιώνονται από τα αποτελέσματα των αρχαιολογικών ανασκαφών στην ακρόπολη της Παλαιομάνινας  που άρχισαν το 2006  υπό τον διαπρεπή αρχαιολόγο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλη Λαμπρινουδάκη, ο οποίος σε πρόσφατο σημείωμά  του προς τον γράφονται επισημαίνει τα εξής:

«Αγαπητέ Κύριε Στεργίου, έκανα πρόσφατα μια ανακοίνωση στο Γερμανικό Ινστιτούτο με περισσότερη εμβάθυνση στο θέμα. Φαίνεται τώρα ότι η γνωστή οχύρωση με τα τρία μέρη της (ακρόπολη – «κάτω ακρόπολη»  - «πόλη») ήταν μάλλον καταφύγιο για τον καιρό του πολέμου, ενώ η καθ’ αυτό πόλη βρισκόταν όπου και η σημερινή Παλαιομάνινα (εντοπίσαμε τμήματα του αρχαϊκού της τείχους). Η ανασκαφή της πυλίδας μάς αποκάλυψε την επιγραφή, που δείχνει ότι η «κάτω ακρόπολη» με  τη μοναδική της είσοδο κοντά στην καθ’ αυτό πόλη, ήταν το τμήμα στο οποίο φυλάσσονταν οι προμήθειες σε πολεμικές περιόδους, και γι’ αυτό είχε τεθεί υπό την προστασία του Διός. Η ανασκαφή της πυλίδας μάς αποκάλυψε όμως και μια αδιάκοπη συνέχεια ζωής στην περιοχή από την 3η π. Χ. χιλιετία μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια…».

Τα εντυπωσιακά αυτά αποτελέσματα από τις ανασκαφές στην Παλαιομάνινα έχει παρουσιάσει πολλές φορές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ο κ. Λαμπρινουδάκης. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα ακόλουθα:
-Η αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας ήταν τειχισμένη από τους κλασικούς χρόνους.

-Τα μνημειακά ερείπια της αρχαίας πόλης της Παλαιομάνινας είναι ιδιαίτερα σημαντικά και λόγω της καλής διατήρησής τους, αλλά και λόγω της στρατηγικής σημασίας της πόλης αυτής στη δυτική όχθη του Αχελώου, η οποία πρέπει να ταυτιστεί με την αρχαία Μητρόπολη και η οποία φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Δυτικής Ελλάδος.
- Η πύλη που ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές αυτές, αποδεικνύει την συνεχή κατοίκηση της περιοχής, καθώς η αρχιτεκτονική της και τα ευρήματα δείχνουν ότι η περιοχή κατοικούνταν από το 2.800 π.Χ. περίπου, ενώ μια άλλη πύλη που χρονολογείται περίπου στο 400 π.Χ., ήταν αφιερωμένη στον Δία. Η πρακτική πύλες να αφιερώνονται στο Δία ή κάποιον άλλο θεό ήταν διαδεδομένη στην αρχαιότητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Λαμπρινουδάκη, η λατρεία του Δία είναι γνωστή τόσο στην αρχαία Στράτο όσο και στις Οινιάδες, επομένως αυτή η ομοιότητα στη λατρεία ίσως δικαιώνει την άποψη πως αυτοί που κατοικούσαν «ψηλά» στον Αχελώο κατέβηκαν για να διευκολύνουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες.
- Έχει ήδη αναδειχθεί μέσα από την οργιώδη βλάστηση ο γνωστός τριμερής περίβολος των τειχών μήκους πάνω από 1.700 μέτρων.
-Εντοπίσθηκε ένα ακόμη τειχισμένο, άγνωστο έως σήμερα στην έρευνα, διαμέρισμα, που έχει καλυφθεί από τμήμα του σημερινού χωριού της Παλαιομάνινας που δείχνει την εξαιρετικά μεγάλη έκταση της αρχαίας πόλης.
-Σε πρόσφατη ανακοίνωσή του στο Γερμανικό Ινστιτούτο, ο κ. Λαμπρινουδάκης έκανε περισσότερη εμβάθυνση στο θέμα. Όπως επισημαίνει, φαίνεται ότι η γνωστή οχύρωση με τα τρία μέρη της (ακρόπολη- «κάτω ακρόπολη»- «πόλη») ήταν μάλλον καταφύγιο για τον καιρό του πολέμου, ενώ η καθ΄ αυτό πόλη βρισκόταν όπου και η σημερινή Παλαιομάνινα, όπου εντοπίσθηκαν τμήματα του αρχαϊκού τείχους.
-Η ανασκαφή της πυλίδας αποκάλυψε και μιαν αδιάκοπη συνέχεια ζωής στην περιοχή από την 3η χιλιετία μέχρι τα βυζαντινά χρόνια.
-Με τις πρώτες ανασκαφικές εργασίες φάνηκαν τα πρώτα σπίτια μέσα στην ακρόπολη και τα υπόλοιπα τειχισμένα διαμερίσματα της πόλης.
-Οι ίδιες οι έρευνες αποκάλυψαν επιμελημένα δίκτυα αγωγών, τα οποία μαρτυρούν ένα συστηματικά δομημένο χώρο στην επιφάνεια.
-Ήλθαν ακόμα στο φως οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες, που, μαζί με την έρευνα των οικοδομημάτων, θα φωτίσουν την αρχαία ζωή στο σημαντικό αυτό κέντρο της Δυτικής Ελλάδος.
-Σύμφωνα με τον  κ. Λαμπρινουδάκη στη μοναδική είσοδο από την αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας στην ακρόπολη αποκαλύφθηκε ΕΠΙΓΡΑΦΗ που αναγράφει το όνομα του ύψιστου αρχαίου θεού Δία.  Από τη μορφή των γραμμάτων χρονολογείται τον 4ο περίπου αιώνα π.Χ. Ο Ζευς ως προστάτης πυλών, σύμφωνα με τον καθηγητή,  μαρτυρείται σε πολλές πόλεις όπως στη Θήβα (Ύψισται Πύλαι) και στην Αθήνα (Βωμός Ερκείου Διός). Η σημασία της λατρείας του Διός στην περιοχή ενισχύεται και από το γεγονός της απεικόνισης του θεού σε νομίσματα της όμορης πόλης των Οινιαδών. Σημειώνεται ότι πληροφορίες με λεπτομερή περιγραφή σχετικά με την επιγραφή αυτή δίνει ο κ. Λαμπρινουδάκης σε άρθρο στα «ΑΙΤΩΛΙΚΑ», (αρ. τεύχους 15, έτους 2010).

-Αυτή η μικρή είσοδος (πυλίδα) είναι πολύ σημαντική γιατί προσέφερε καταφύγιο ανθρώπων και ζώων από την πιο χαλαρά οχυρωμένη χώρα της αρχαίας πόλης (που βρισκόταν μάλλον στο υψίπεδο που βρίσκεται το σημερινό χωριό)  στην καλά οχυρωμένη ακρόπολη. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Πολύβιο, όταν οι μακεδονικός στρατός υπό τον Φίλιππο Ε΄ πυρπόλησε  εύκολα την κάτω πόλη της Μητρόπολης (219-217 π.Χ.)  δεν μπόρεσε να κυριεύσει την πολύ καλά οχυρωμένη ακρόπολή της.

-Η αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας ήταν σημαντική από πολύ παλιά και η συνέχεια της ζωής αδιάκοπη στο ίδιο σημείο.
- Πραγματοποιήθηκε έρευνα στο χώρο της μικρής πύλης του τείχους κάτω από την ακρόπολη και του παρακείμενου πύργου της, περιοχή στην οποία κατέληγε η πλακοστρωμένη πρόσβαση από το χωριό στον τειχισμένο χώρο. Ήδη εκεί έχουν ερευνηθεί και αποκαλυφθεί τα σωζόμενα μέρη του τείχους σε όλη την ορατή από την πρόσβαση αυτή έκταση και γίνεται η σχεδιαστική αποτύπωσή τους για τη σύνταξη της μελέτης αποκατάστασης.

- Ανάλογη εργασία έγινε και γίνεται στην κεντρική είσοδο του τειχισμένου χώρου από τον Αχελώο, την “Αυλόπορτα”..



-Ερευνήθηκαν ακόμα λείψανα σπιτιών μέσα στον τειχισμένο χώρο. Οι κατασκευές αυτές φαίνονται ταπεινές, αν και συστήματα επιμελημένων αγωγών που παρατηρήσαμε ότι εκβάλλουν από τα τείχη μαρτυρούν πιθανώς συστήματα δρόμων στους λίγους επίπεδους χώρους που περικλείει η οχύρωση.

-Το σημαντικότερο όμως μέχρι στιγμής εύρημα είναι η διαπίστωση, ότι εκτός από τα τρία γνωστά διαμερίσματα του τειχισμένου χώρου (ακρόπολη, “κάτω ακρόπολη” και “κάτω πόλη” – χονδρικά έξω από τον σημερινό οικισμό και με εξαιρετικά τραχύ και δύσκολο για κατοίκηση έδαφος), υπήρχε και τέταρτος οχυρωμένος περίβολος, ο οποίος περιελάμβανε περίπου τον ομαλότερο χώρο του σημερινού οικισμού και κατέληγε στη ΝΔ πλευρά των γνωστών τειχών. Τμήματα αυτού του περιβόλου, που ερευνώνται με τη συγκινητική συναίνεση των κατοίκων, δείχνουν ότι ο περίβολος αυτός ήταν απλούστερος και αρχαιότερος των ως τώρα γνωστών τειχών. Τα τελευταία πρέπει να δημιουργήθηκαν κατά περιόδους από τον 5ο ως τον 3ο π.Χ. αιώνα, ενώ ο τέταρτος περίβολος πρέπει να ανάγεται το αργότερο στον 7ο π.Χ. αιώνα. Αν και το εύρημα αυτό δεν προσφέρεται για ανάδειξη, αφού στην περιοχή υπάρχει ο σύγχρονος οικισμός, η σημασία του για την ιστορία του τόπου και την κατανόησή της είναι μεγάλη: Αποδεικνύεται πρώτον ότι η πόλη αυτή ήταν σημαντική από πολύ παλιά (όπως δείχνουν παλιότερα τυχαία ευρήματα του 8ου π.Χ. αιώνα από το χώρο της σημερινής εκκλησίας), και δεύτερον ότι η συνέχεια της ζωής υπήρξε αδιάκοπη στο ίδιο σημείο. Αλλά πιθανότατα προκύπτει και ένα τρίτο συμπέρασμα, ότι ο τραχύς χώρος που περιέκλεισαν αργότερα τα στιβαρά τείχη απέβλεπε περισσότερο στη δημιουργία ενός ισχυρού οχυρού, που μεγάλωνε τη στρατιωτική σημασία της πόλης και προσέφερε ασφαλές καταφύγιο σε δύσκολες στιγμές.     

 Η κατοίκηση στη βυζαντινή περίοδο

Οι έως τώρα γνωστές μαρτυρίες για  κατοίκηση στην περιοχή κατά τη βυζαντινή περίοδο αναφέρονται  στην περιοχή ως «Μάνη» ή «Παλαιό Μάνι». Συγκεκριμένα:
-Όπως αποκαλύπτει ο ανεψιός μου, συγχωριανός μου και συγγραφέας  Παναγιώτης Β. Ζώγας στο πολύτιμο για τις πληροφορίες βιβλίο του «Από την Μητρόπολη της Ακαρνανίας μέχρι την Παλαιομάνινα», για πρώτη φορά αναφέρεται η αρχαία πόλη του χωριού μας ως «Παλαιό Μάνι» από τον Κυριακού Αγκωνιάτη (εξ Αγκώνος), ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1436. Η ονομασία αυτή επικράτησε, όπως φαίνεται, επί αιώνες, αφού ως «Παλαιό Μάνι» αναφέρουν το χωριό μας οι περιηγητές Λήκ και Εζέ, οι οποίοι επισκέφθηκαν την περιοχή το 1809 και το 1860 αντίστοιχα και άλλοι Έλληνες συγγραφείς.
-Με το όνομα «Μάνη» αναφέρει την Παλαιομάνινα και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Gelebi), ο οποίος την επισκέφθηκε το 1668, γράφοντας μάλιστα ότι «οι κάτοικοί της μιλούν ελληνικά και τα παλικάρια ντύνονται με κόκκινα φέσια και κάπες και οι πιο μεγάλοι φορούν επιχρυσωμένα σαρίκια και γενικά ακριβά ρούχα»!
- Ο Μελέτιος, μητροπολίτης Αθηνών , στο βιβλίο του» Γεωγραφία» (σελίδα 323), το οποίο πρωτοεκδόθηκε στη Βενετία το  1728 αναφέρει  το «Κάστρο της Μαίνης», το οποίο πιθανολογεί ότι είναι ο «Αστακός». Γράφει: «Άστακος και Αστακός, κληθείσα από Αστακού, υιού του Ποσειδώνος και της Ολβίας Νύμφης, κειμένη πλησίον του Αχελώου, καθώς τω περιγράφω. Φαίνεται να είναι το Κάστρο της Μαϊνης». Πλήρης σύγχυση! ΄Ενώ αναφέρει το Κάστρο της Μαίνης», που δεν είναι άλλο από το «Κάστρο της Παλαιομάϊνας», στη συνέχεια γράφει ότι  κοντά στον Αχελώο. Πιο συγκεκριμένος εμφανίζεται ο Μελέτιος για την Ερυσίχη, η οποία, όπως υποσηρίζει ο Παναγιώτης Ζώγας και ο γράφων βρίσκεται στη μείζονα περιοχή της τειχισμένης αρχαίας πόλης της Παλαιομάνινας (αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Λαμπρινουδάκη). Γράφει, λοιπόν, ο Μελέτιος: «Ερυσίχη, κληθείσα από της Ερυσίχης, της θυγατρός του Αχελώου, ύστερον ωνομάσθη Οινοιάς, τόσον αυτή η Πόλις, όσον και η περιοχή της , κείται ου μακράν του στόματος του Αχελώου».  Αλλά, αυτές είναι λεπτομέρειες που απαιτούν άλλο χώρο και πολλή έρευνα. Διότι, όπως αποκαλύπτω, τα οχυρά της Μάνης ονομάζονταν «Κάστρα Μαϊνης» και στη συνέχεια έγιναν «Κάστρα Μάνης»!
-Επίσης, ο ίδιος  Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή γράφει τα εξής: «Διερχόμενοι εις το σημείον τούτον είδαμεν το χωρίον Μήλα το οποίον ανήκει εις τα χωριά του Κάρλελι και είναι χωρίον άπιστου φεούδου εις την όχθην του ποταμού Ακσού (Αχελώου)».
-Ο Μελέτιος, μητροπολίτης Αθηνών , στο βιβλίο του» Γεωγραφία» ( σελίδα 322, το οποίο πρωτοεκδόθηκε στη Βενετία το  1728,  γράφει: «Μήλος Κώμη αρχαίας Ακαρνανίας εις την όχθην του Αχελώου προ ολίγου ερημώθη, λέγεται τώρα Μήλα».
Οι δύο τελευταίες  μαρτυρίες για τη Μήλα, δηλαδή του Τσελεμπή και του Μελετίου φαντάζουν παράξενες. Και οι δύο συγγραφές είναι σχεδόν σύγχρονοι. Ο Μελέτιος, ο οποίος  γεννήθηκε στα Ιωάννινα το  1661 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1714, διετέλεσε μητροπολίτης Αθηνών την περίοδο  1703-1713, αναφέρει τη Μήλα ως κωμόπολη ερημωμένη, ενώ ο Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφθηκε το σημείο αυτό το 1668 την αναφέρει ως χωριό χριστιανού (άπιστου) κτηματία. Οι λόγοι της αιφνίδιας εγκατάλειψης και ερήμωσης  είναι άγνωστοι, όπως και ισχνά είναι και τα ίχνη μιας κάποτε κατοικούμενης περιοχής.

Η άγνωστη Πόλη του Αχελώου
Αλλά, για  την κατοίκηση της περιοχής κατά τη βυζαντινή περίοδο αποκαλυπτική είναι η αναφορά  του Ιουδαίου (από την Ισπανία) περιηγητή  δυόμισι περίπου αιώνες πριν (1160 μ.Χ.)  Βενιαμίν εκ Τουδέλης  στο Οδοιπορικό του ότι  επισκέφθηκε την Πόλη του Αχελώου, για την οποία  υπάρχουν διαφορετικές απόψεις  για ην ακριβή θέση  της στην περιοχή μας.  Συγκεκριμένα,  ο καθηγητής  Αθανάσιος Παλιούρας  την τοποθετεί στον παραποτάμιο χώρο του Αγίου Γεωργίου του Κισσώτη που είναι στην Αιτωλία και ο Κ. Κώνστας στο αιτωλικό πάλι Μάστρο.
Θυμάμαι ότι από το 1962 ο αείμνηστος Φώτιος Ν. Κουτσομπίνας είχε έμμονη ιδέα ότι η Πόλη του Αχελώου, που αναφέρει στο Οδοιπορικό του ο Ιουδαίος (από την Ισπανία) περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταυτίζεται με την Παλαιομάνινα. Είχαμε αρχίσει μαζί πολύμηνες και πολύωρες έρευνες στην Εθνική Βιβλιοθήκη πάνω στο κείμενο του Ιουδαίου περιηγητή που ήταν στα Λατινικά( επειδή γνώριζα πολύ καλά τα Λατινικά). Αλλά δεν βρήκαμε άκρη στις έρευνες αυτές. Ώσπου αργότερα ανακάλυψα ότι στο περιοδικό «Ηπειρωτικά Χρονικά» (τεύχος 1931, σελίδες 23 – 28) υπήρχε άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Α. Δένδια, το οποίο αναφερόταν, με σημειώσεις και ερμηνείες, στο σχετικό κείμενο του Βενιαμίν εκ Τουδέλης υπό τον τίτλο «Λευκάς ή Άρτα – Ερμηνεία ενός χωρίου του οδοιπορικού του Βενιαμίν του εκ Τουδέλης – Ένα κείμενο του 12ου αιώνα».
Ο περιώνυμος Ιουδαίος  περιηγητής και έμπορος Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξίδευσε στα 1160,  ξεκινώντας από τη Σαραγόσα της Ισπανίας, σε χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας. Γύρω στα 1165 έφτασε στην Κέρκυρα και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Άρτα -κατ’ άλλους ερευνητές των κειμένων του, που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο, πρόκειται για τη Λευκάδα- όπου ζούσαν τότε περίπου εκατό οικογένειες Ιουδαίων “επί κεφαλής των οποίων ευρίσκονταν οι ραββίνοι Σελαχίας και Ηρακλής”.
Στο άρθρο αυτό ο Μιχαήλ Δένδιας παραθέτει, μεταξύ πολλών άλλων χρήσιμων πληροφοριών, σε μετάφραση, το σχετικό χωρίο από το οδοιπορικό, που αναφέρεται στην Άρτα ή τη Λευκάδα (αυτό ήθελε να αποδείξει ο αείμνηστος Φώτης Κουτσομπίνας) και που έχει ως εξής:
«Εκείθεν (δηλαδή εκ Κερκύρας) υπάρχει ταξίδιον δύο ημερών μέχρι της χώρας της Λάρτας, όπου άρχονται αι κτήσεις του Μανουήλ, ηγεμόνος των Ελλήνων. Είναι φρούριον περιλαμβάνον μέχρις εκατόν Ιουδαίων, επί κεφαλής των οποίων ευρίσκονται οι ραββίνοι Σελαχίας και Ηρακλής. Εκείθεν (δηλ. εκ Λάρτας) χρειάζεται κανείς δύο ημέρας μέχρι του Αφίλου (πρόκειται αναμφιβόλως περί της πόλεως Αχελώου), φρούριον εις το οποίον ευρίσκονται περίπου τριάκοντα Ιουδαίοι, έχοντες επί κεφαλής των τον ραββίνον Σαββατάϊ. Εκείθεν (δηλαδή εξ Αχελώου) χρειάζεται ημίσειαν ημέραν μέχρις Ανατολικού, το οποίον κείται επί “βραχίονος θαλάσσης”. Εντός μιας ημέρας μεταβαίνει εκείθεν εις Πάτρας”.
Στη συνέχεια ο Μιχαήλ Δένδιας παραθέτει το ακόλουθο σχόλιο που μας ενδιαφέρει:
«Ως εννοεί τις ευκόλως εξ απλής αναγνώσεως του κειμένου τούτου δεν πρόκειται περί ταξιδίου εξ Άρτης εις Αιτωλικόν επιχειρηθέντος εις διάστημα ημισείας ημέρας, αλλά περί ταξιδίου εξ Αχελώου εις Αιτωλικόν, είναι δε λογικώτατον η μεταξύ των δύο τούτων σημείων απόστασις να δύναται να διανυθή εντός ημισείας ημέρας. Κατόπιν της παρατηρήσεως ταύτης θα ηδυνάμεθα να αναπαραστήσωμεν, συμφώνως προς το κείμενον, το δρομολόγιον του Ισπανού περιηγητού ως εξής: Ο ραββίνος καταλείπει την Κέρκυραν και εντός δύο ημερών διαπλέει την θάλασσαν μέχρι του λιμένος της Σαλαγαράς πιθανώς επινείου της “χώρας της Άρτας” κατά την εποχήν ταύτην. Αναμφιβόλως δύο ημερονύκτια -48 ώραι- είναι, νομίζομεν, αρκετά ίνα ιστιοφόρον δυνηθή να διαπλεύση έστω και με μετρίως ευνοϊκόν άνεμον τον από Κερκύρας μέχρι του περί ου ο λόγος όρμου του Αμβρακικού διάστημα. Τουναντίον, δύο ολόκληρα ημερονύκτια δια να μεταβή κανείς εκ Κερκύρας εις Λευκάδα είναι ομολογουμένως πολύ.
Ας παρακολουθήσωμεν τον ημέτερον περιηγητήν εγκαταλείποντα την Άρταν. Κατά το κείμενον, μετέβη εντός δύο ημερών εις την μικράν ακαρνανικήν πόλιν Αχελώον, της οποίας βραδύτερον ο επίσκοπος υπόκειται, κατά τους χρόνους του Δεσποτάτου, εις τον μητροπολίτην Ναυπάκτου. Η πόλις αύτη δεν πρέπει κατ’ ουδένα λόγον να ταυτισθή προς το Αιτωλικόν, ως τούτο κάμνει, προφανώς εκ παραδρομής, ο κ. Ανδρεάδης, δια τον απλούστατον λόγον ότι πρόκειται περί πόλεων διαφόρων εκ των οποίων η μεν πρώτη έκειτο κάπου πλησίον του φερωνύμου ποταμού, η δε δευτέρα Αιτωλικόν μεν κατά την αρχαιότητα, Ανατολικόν δε κατά τον μεσαίωνα καλουμένη κείται πολύ μακράν του Αχελώου και εν τη Αιτωλία. Άλλως τε, εις το κείμενον αι δύο πόλεις αναφέρονται διακεκριμένως, έκειντο δε, λέγει ο Βενιαμίν, εις απόστασιν ημισείας ημέρας η μία από της άλλης. Ειδικώς περί του Αιτωλικού αναφέρει το χαρακτηριστικόν της πόλεως ταύτης ότι “κείται επί βραχίονος θαλάσσης”.

Συμφώνως λοιπόν προς μίαν τοιαύτην ανάγκην του κειμένου νομίζομεν ότι πρέπει εις την προφανώς παρεφθαρμένην λέξιν του χωρίου να αναγνωρίσωμεν το όνομα της Άρτας. Τούτο πράττουν ομοίως, χωρίς να παρέχουν καμμίαν σχετικήν δικαιολογίαν, και οι τελευταίοι χρονολογικώς εκδόται του Οδοιπορικού Adler και Llubera. Πράγματι, δια να μεταβή κανείς κατά τον 12ον αι. από την Άρταν εις τον Αχελώον είτε δια ξηράς, διερχόμενος το Μακρυνόρος, είτε δια θαλάσσης αποβιβαζόμενος εις σημείον τι της ακαρνανικής ακτής, θα είχεν ανάγκην πολλού χρόνου. Εν τούτοις, τα δύο ημερονύκτια περί των οποίων ομιλεί το Οδοιπορικόν, είναι διάστημα πλέον ή αρκετόν, λαμβανομένων υπ’ όψει βεβαίως των δυσκολιών τας οποίας παρουσίαζεν η συγκοινωνία των μερών τούτων κατά τον 12ον αιώνα. Τουναντίον, νομίζομεν, ουδέποτε θα εχρειάζετο κανείς δύο ημερονύκτια δια να μεταβή εκ της απέναντι της Ακαρνανίας πόλεως Λευκάδος εις την πόλιν Αχελώον παρά το ομώνυμον ποταμόν. Το σχετικόν λοιπόν χωρίον του Οδοιπορικού δεν περιέχει πλέον καμμίαν δυσκολίαν πραγματικής ερμηνείας, δοθέντος ότι εκ μεν της Άρτας είναι λογικόν· χρειάζεται κανείς μέχρι του Αχελώου δύο ημέρας, εκείθεν δε μέχρι του Αιτωλικού μόνον ημίσειαν ημέραν».
Γιατί ταυτίζεται η Παλαιομάνινα με την Πόλη του Αχελώου
Οι λεπτομερείς αυτές σημειώσεις του Δένδια ενισχύουν την άποψή μου ότι η αναφερόμενη από τον Βενιαμίν εκ Τουδέλης πόλη του Αχελώου ταυτίζεται με την Παλαιομάνινα για τους ακόλουθους έξι λόγους:
Πρώτον, ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης αναφέρει ότι η πόλη του Αχελώου ήταν φρούριο (οχυρωμένη) και παρά τον Αχελώον, στοιχεία που συγκεντρώνει μόνο σχεδόν η Παλαιομάνινα.
Δεύτερον, στην ακρόπολη της Παλαιομάνινας υπάρχει μια δίδυμη βυζαντινή υδατοδεξαμενή με εκπληκτική, για την εποχή εκείνη, μόνωση, που σημαίνει ότι κατοικούνταν κατά την περίοδο αυτή η πόλη (βλέπε πιο κάτω)
. Η εκπληκτική, για την τεχνική μόνωσης, αυτή δεξαμενή αποκαλύφτηκε κατά τη δοκιμαστική αρχαιολογική τομή που πραγματοποιήθηκε στην ακρόπολη το 2000 με δαπάνη της Εταιρείας Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας, όπου, επίσης, εντοπίσθηκε και έντονο βυζαντινό στρώμα. Η τεχνική αυτή της στεγανοποίησης της δεξαμενής είναι, όπως μού είπε ο αρχαιολόγος, καθαρά βυζαντινή  και συνίσταται σε ανάμειξη  … αυγών με άμμο και άλλα υλικά! Δυστυχώς, η εκπληκτική αυτή αποκάλυψη δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της περιοχής, αλλά ούτε και του Μτεσόβιου Πολυτεχνείου για περαιτέρω έρευνα, διάσωση και ανάδειξη  της υδατοδεξαμενής, όπως κι εκείνης της μεγάλης  στέρνας που βρίσκεται στο ίδιο σημείο και είναι λαξευμένη σε τεράστιο βράχο!
Τρίτον, τα τείχη της ακρόπολης της Παλαιομάνινας έχουν επιδιορθωθεί με ασβεστολάσπη, πρακτική που εφαρμοζόταν μόνο κατά τη Βυζαντινή Εποχή.
Τέταρτον, οι χρονομετρικές αποστάσεις δικαιολογούν τη θέση της πόλης του Αχελώου στην Παλαιομάνινα.
Πέμπτον, η περιοχή είναι γεμάτη από βυζαντινές εκκλησίες και ξωκλήσια, από τα οποία τα περισσότερα είναι σήμερα ερειπωμένα.
Έκτον, όπως επισημαίνει ο Μιχαήλ Δένδιας στα «Ηπειρωτικά Χρονικά», η πόλη του Αχελώου ήταν ακαρνανική. Υπογραμμίζουμε την τελευταία επισήμανση διότι ο διακεκριμένος συντοπίτης μας καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων  Αθανάσιος Παλιούρας με ανακοίνωσή του υπό τον τίτλο «Η άγνωστη βυζαντινή πόλη Αχελώος», έχει διαφορετική άποψη, αφού την αναζητεί στην … Αιτωλία. Με την ανακοίνωσή του, ο  Παλιούρας κατέδειξε τον παραποτάμιο χώρο του Αγίου Γεωργίου του Κισσώτη, όπου διεξήχθη η περιβόητη «Μάχη του Αχελώου» το 1358 ή 1359 και υπάρχουν απτά δείγματα αξιόλογης αρχαίας πόλης. Συμπερασματικά, κατέληξε ότι πρέπει να γίνουν εκτεταμένες ανασκαφές, που θα δώσουν τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να αποκαλυφθεί η ονομασία της αρχαίας πόλης, και θα αποδείξουν εάν ταυτίζεται με την αρχαία πόλη «Αχελώος».
Με όλο το σεβασμό και το δέος προς τον καθηγητή Αθανάσιο Παλιούρα επισημαίνουμε ότι η τοποθεσία του Αγίου Γεωργίου (κοντά στο Αγγελόκαστρο) ανήκει στην Αιτωλία και είναι παραποτάμια όχι του Αχελώου, αλλά του παραπόταμού του, του Δίμηκου ή αρχαίου Κυάθου, που εκβάλλει στον Αχελώο απέναντι από την Παλαιομάνινα! («Άπα  τσα Λάϊα»= Μαύρο Νερό, όπως τον αποκαλούν οι κάτοικοι της Παλαιοσμάνινας). Επίσης, προαναφέραμε  ότι άλλοι συντοπίτες συγγραφείς ( Κ. Κώνστας) ταυτίζουν την πόλη του Αχελώου με το Μάστρο.
Ειδικότερα, στην ταύτιση της Παλαιομάνινας με την Πόλη του Αχελώου  συνηγορούν τα ακόλουθα στοιχεία:

-Μεγάλη στέρνα νερού λαξευμένη σε τεράστιο βράχο. Η στέρνα αυτή βρίσκεται στο πίσω μέρος της ακρόπολης και εντυπωσιάζει για την τεχνική κατασκευής της και το βάθος της. Μέχρι το καλοκαίρι του 1999 η εκπληκτική (λαξευμένη σε μεγάλο βράχο) «Στέρνα» νερού, κάτω από την ακρόπολη της Παλαιομάνινας, ήταν σκεπασμένη από δέντρα, θάμνους και χορτάρια και μπαζωμένη με πέτρες, χώμα και άλλα απορρίμματα. Με τη βοήθεια χορηγών, η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας αποκάλυψε και ανέδειξε το εντυπωσιακό αυτό αρχαίο μνημείο  και το παρέδωσε προς θαυμασμό στους επισκέπτες. Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο «υποδομής» της αρχαιότητας, το οποίο συνδυάζεται με τις δίδυμες «υδατοδεξαμενές», πάνω στην ακρόπολη.
-Δίδυμες στεγανές βυζαντινές υδατοδεξαμενές (στέρνες): Το ίδιο έτος, το 1999, με δαπάνη της Εταιρείας Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας ,έγινε πάνω στην ακρόπολη μια τομή από τη ΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία αποκάλυψε ένα συγκρότημα δίδυμων «υδατοδεξαμενών» με μόνωση, η οποία θα πρέπει να ερευνηθεί από τους ειδικούς επιστήμονες. Προκαλεί κατάπληξη τόσο η «τεχνική» όσο και η ανθεκτικότητα της μόνωσης αυτής (με…  αυγά και άμμο!) , που έχει γίνει πάνω σε υπόγεια και επιμελημένα τείχη από επεξεργασμένες μεγάλες πέτρες που αποτελούσαν και τα «τοιχώματα» των «υδατοδεξαμενών». Δυστυχώς, η εκπληκτική αυτή αποκάλυψη δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της περιοχής, αλλά ούτε και του Μετσόβιου Πολυτεχνείου για περαιτέρω έρευνα, διάσωση και ανάδειξη  της υδατοδεξαμενής, όπως κι εκείνης της μεγάλης  στέρνας που βρίσκεται στο ίδιο σημείο και είναι λαξευμένη σε τεράστιο βράχο, όπως προαναφέρθηκε!

-Ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες:Στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιομάνινας υπάρχουν πολλές (κυρίως βυζαντινές) ερειπωμένες εκκλησίες. Η εγκατάλειψη και η αδιαφορία για μελέτη, ανάδειξη και αξιοποίηση της πλούσιας αυτής πολιτιστικής κληρονομιάς είναι απογοητευτική. Εκτός από την ερειπωμένη εκκλησία στη Μήλα, τα ίχνη μιας άλλης κοντά στο χωριό (Αγία Ελένη ή «Άγιου Λένε») και στη θέση «Πάντια» (στο κάτω μέρος του λόφου του Αγίου Νικολάου), υπάρχει και μια άλλη στη θέση «Κουτσοπόλακα» ή «Φουγκία» που οι ντόπιοι τη λένε «Μπισέρκα τσα ασπάρτα» («χαλασμένη ή ερειπωμένη εκκλησία»). Βρίσκεται στην καρδιά του βελανιδόδασου της Μάνινας ή Παλαιομάνινας εγκαταλελειμμένη. Αλλά, στην ίδια θέση δεν είναι μόνο η ερειπωμένη εκκλησία. Εκεί κοντά υπάρχουν και οι «γκούβες» (λαξευμένα σε πέτρες πιθάρια), που χρησίμευαν στην αρχαιότητα μάλλον ως «ψυγεία». Πρόκειται για τους αρχαίους «σιρούς».

-Παλιοχώρα- παλιά πηγάδια: Στη θέση «Πάντια» υπάρχουν δύο, εκπληκτικής κατασκευής, παλιά πηγάδια, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι οποίες σκεπάζουν με ομίχλη την ιστορική πραγματικότητα. Οι παππούδες μας διηγούνταν πολλά για την «Παλιοχώρα», τον οικισμό δηλαδή του οποίου οι κάτοικοι είχαν κατασκευάσει τα δύο πηγάδια, δεδομένου ότι η περιοχή αυτή είναι άνυδρη. Μερικοί γέροντος του χωριού μού διηγούνταν ότι  είχε ιδρυθεί και κατοικούνταν από … Μανιάτες, οι οποίοι το εγκατέλειψαν πολύ πριν από την Επανάσταση του 1821 και πήγαν στη σημερινή Μάνη ( συνειρμός με τη Μ»μάνινα», «Μάνη», «Μάνι» είναι έντονος!) ! Πάντως, το σίγουρο είναι ότι στην «Παλιοχώρα» (στην πλαγιά που αρχίζει από την «Πάντια» με τα δύο παλιά πηγάδια και τελειώνει στο λόφο του Αγίου Νικολάου) υπήρχε οικισμός. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 υπήρχαν πολλά ερείπια σπιτιών και μιας εκκλησίας! Άλλωστε, η ύπαρξη οικισμού επιβεβαιώνεται και από τα δύο εντυπωσιακά λιθόχτιστα πηγάδια που είναι κοντά – κοντά στην άκρη της ευρύτερης τοποθεσίας που λέγεται «Πάντια». Η ίδια περιοχή λέγεται και «του Πηγάδιε». Με την ευκαιρία υπενθυμίζεται ότι η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας έχει προτείνει πολλές φορές όχι μόνο τη διάσωση, αλλά και την ανάδειξη των δύο αυτών πηγαδιών με την αποκατάσταση του (κατεστραμμένου) λιθόκτιστου κυκλικού περιβόλου τους και, φυσικά, του στηθαίου τους, καθώς και την τοποθέτηση κολώνας ηλεκτροφωτισμού τους, αλλά φεύ!

- Ξωκλήσι στη «Μήλα»: Ήδη, αναφέρθηκε στην παλιά, ερημωμένη κώμη της Μήλας. Εκεί υπάρχουν  ερείπια εκκλησίας, πέρα από το γνωστό μυκηναϊκό θολωτό τάφο!

-Βυζαντινοί πύργοι ή «Κούλια»: Σε ένα όμορφο λόφο κοντά στον Αχελώο ποταμό υπάρχει ένας εντυπωσιακός βυζαντινός πύργος ή «Κούλια», όπως τον λένε οι ντόπιοι, που ήταν το αρχοντικό Τούρκου Αγά ή Διοικητή. Δίπλα στην Κούλια διακρίνεται μικρός οικισμός μάλλον από τους εργάτες και υπαλλήλους του αγά. Ο ιδιοκτήτης της Κούλιας της Παλαιομάνινας θεωρείται ότι ήταν ο Ισμαήλ Αγάς ο οποίος πρέπει να ήταν σύγχρονος του Γιακούμπ Αγά της Πενταλόφου (τότε Ποδολοβίτσα) και κατείχε σημαντικό αριθμό στρεμμάτων στη γύρω περιοχή. Η θέα από την Κούλια αυτή είναι πανοραμική, εκπληκτική και εκτείνεται από την πόλη του Αγρινίου έως και το Αιτωλικό



Κατά την Επανάσταση του 1821
Κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, το χωριό, όπως προκύπτει από έγγραφα, που παραθέτει στο παραπάνω βιβλίο του ο Παναγιώτης Ζώγας και ο γράφων  στο βιβλίο του «Η Παλαιομάνινα από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα», αναφέρεται ως «Παλαιομάϊνα». Σημειώνεται ότι η λέξη «μάϊνα» έχει την ίδια σημασία με τη λέξη «Μάνι – Μάνινα», δηλαδή τη σημασία του «βραχίονα», της «βάσης», της «τοποθεσίας», του οχυρωμένου  μέρους, του κάστρου.  Μόνο ο Βάϊγκαντ, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό μας το 1894 το αναφέρει ως «Κουτσομπίνα» ή ως «Μάνινα», ονομασία που χρησιμοποιούσαν παλιά και οι κάτοικοί του  («Μάνια»).
 Συγκεκριμένα, δύο έγγραφα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα οποία αφορούν στην Επανάσταση του 1821 στο Ξηρόμερο (Ακαρνανία) αποκαλύπτουν ότι ίσως η ονομασία του σημερινού χωριού «Παλαιομάνινα» δεν είναι η σωστή. Και στα δύο έγγραφα, που μάλιστα έχουν ημερομηνίες με διαφορά 19 ετών, η Παλαιομάνινα αναφέρεται τέσσερις φορές ως «Παλαιομάϊνα» ή «Παλιομάϊνα», που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος ή αναγραμματισμό. Ύστερα, η άγνωστη σχεδόν ή με ανίσχυρη πειστικότητα ετυμολογία του δεύτερου συνθετικού «Μάνινα» και η, αντιθέτως,  σίγουρη σημασία της λέξης «Μάϊνα» ως περιοχής με κάστρα (αρχαίες πόλεις) ενισχύει τη διαπίστωση αυτή. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι στην ευρύτερη περιοχή της Μάνινας υπάρχουν ανά τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα ερείπια αρχαίων τειχών, τα οποία δεσπόζουν και σε όλο το χωριό, την Παλαιομάνινα.  Όλα αυτά σημαίνουν ότι η τοποθεσία της Παλαιομάνινας είναι γνωστή πολύ πριν από τη μόνιμη εγκατάσταση των βλαχοποιμένων, οι οποίοι ίσως ή προφανώς την ονομάτιζαν έτσι, δηλαδή Παλαιομάϊνα, που σημαίνει «παλιά περιοχή με κάστρα», κατά την κάθοδό τους το χειμώνα στα χειμαδιά, αφού η ονομασία της αρχαίας οχυρωμένης πόλης ήταν και είναι ακόμα άγνωστη. Μετά τη μόνιμη εγκατάσταση των βλαχοποιμένων το 1860 πήρε το όνομα του ιδρυτή της, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν γνωστή ήδη από τους αγώνες του  1821 ως «Παλαιομάϊνα» ή «Παλιομάϊνα», και οι περιηγητές  Γουλιέλμος Μαρτίνος Λήκ (1777-1860), ο οποίος επισκέφθηκε την Παλαιομάνινα  το Μάρτιο του 1885, την αποκαλεί ως «Παλαιό Μάνι», όπως  «Παλιό Μάνι» αποκαλεί το χωριό και ο Λέον Εζέ στο βιβλίο του «Le mont Olympe et lAkarnanie”. Δηλαδή, όπως αναφέρθηκε, οι ξένοι περιηγητές ή συγγραφείς πριν από τους αγώνες για την ανεξαρτησία και μετά το 1821 αποκαλούσαν την τοποθεσία της Παλαιομάνινας  ή Παλαιομάϊνας ως «Παλιό Μάνι», δηλαδή ως «παλιό Κάστρο».




*Δημοσιογράφος – συγγραφέας από την Παλαιομάνινα. Πρώην διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και της «Απογευματινής», πρώην διευθυντής του «Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής», στέλεχος και αρθρογράφος στις εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα» επί τριάντα χρόνια»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου