Ένα ιδιαίτερο είδος αρχιτεκτονικής στην κατασκευή ναών και ξωκλησιών στην περιοχή μας δηλώνει την ταυτότητα του Χριστιανισμού και την επιρροή από το Βυζάντιο
Γράφει ο Γιώργος Π. Μπαμπάνης
Βυζαντινή αρχιτεκτονική ονομάζεται ο αρχιτεκτονικός ρυθμός,
ο οποίος αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια
ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), από την
πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τοv 5ο αιώνα (το 476 μ.Χ.). Η Κωνσταντινούπολη (ή
πόλη του Κωνσταντίνου), της οποίας το προηγούμενο όνομα ήταν Βυζάντιο και
σήμερα Ιστανμπούλ, ήταν η πρωτεύουσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας από το έτος
330, έτος στο οποίο άλλοι συγγραφείς ορίζουν ως την έναρξη της βυζαντινής
αρχιτεκτονικής.
Η βυζαντινή αρχιτεκτονική εντάσσεται στο πλαίσιο της
βυζαντινής τέχνης και καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο ξεκινά τον
τέταρτο αιώνα και τερματίζεται απότομα με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα
χέρια των Οθωμανών Τούρκων το 1453, ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Λόγω αυτής
της μακράς χρονικής διάρκειάς της, χωρίζεται συνήθως για τη μελέτη της σε τρεις
περιόδους: την αρχική περίοδο, την ενδιάμεση και την τελική.
Όσον αφορά το γεωγραφικό πλαίσιο εντός του οποίου
εξελίσσεται το βυζαντινό αρχιτεκτονικό ύφος, αυτό συμπίπτει σε γενικές γραμμές
με τη γεωγραφική έκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό άλλαζε ως
συνέπεια των ιστορικών περιστάσεων και των πολιτικών της Αυτοκρατορίας στους
περισσότερους από δέκα αιώνες της ύπαρξής της. Ωστόσο, οι περιοχές με τη
μεγαλύτερη παρουσία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι τα εδάφη της σημερινής
Τουρκίας και της Ελλάδας, και εν μέρει η Βουλγαρία, η Ρουμανία και μεγάλα μέρη
της Ιταλίας, μαζί με την Συρία και την Παλαιστίνη. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της
επέκτασης του χριστιανισμού στους σλαβικούς λαούς που πραγματοποιείται από τον
8ο αιώνα από τη βυζαντινή ορθόδοξη Εκκλησία, η βυζαντινή αρχιτεκτονική επεκτάθηκε
στη σημερινή Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, καθιστώντας μερικά από τα
αρχιτεκτονικά της στοιχεία (όπως, για παράδειγμα, οι θολωτοί τρούλοι)
χαρακτηριστικά των ορθοδόξων εκκλησιών, τα οποία έχουν διατηρηθεί μέχρι και σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, η βυζαντινή τέχνη ήταν μια τέχνη με
επίσημο χαρακτήρα[1] στην λειτουργία των σχέσεων της εκκλησιαστικής με την πολιτική
εξουσία, η οποία διατηρείται με την υποστήριξη της Εκκλησίας. Και η ίδια η
ύπαρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνδέεται με την επέκταση της ορθόδοξης
πίστης και της βυζαντινής τέχνης.
Μερικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της βυζαντινής
αρχιτεκτονικής είναι, εκτός από τους χαρακτηριστικούς τρούλους που ήδη
αναφέρθηκαν, η χρήση του τούβλου ως οικοδομικού υλικού σε αντικατάσταση της
πέτρας, η εκτεταμένη χρήση των ψηφιδωτών ως διακοσμητικού στοιχείου σε
αντικατάσταση των γλυπτών, το μεγαλύτερο ύψος των κτιρίων ως αποτέλεσμα της
χρήσης τρούλων, καθώς και η εφεύρεση ενός συστήματος που επιτρέπει τον
συνδυασμό της οικοδομικής χρήσης αυτών των τρούλων με υποστήριξη ενός
τετραγωνισμένου επιπέδου, αλλά που επιτρέπει την κατάληξη αυτή χρησιμοποιώντας
ένα τύμπανο σε έναν στρογγυλό θόλο, σε πολλές περιπτώσεις, με την επέκταση μιας
κυματοειδούς στέγης.
Η Επισκοπή Μάστρου
Σπεύδω να σημειώσω ότι σημαντικές μελέτες που έχουν
κυκλοφορήσει με τη μορφή βιβλίων και ανατύπων για βυζαντινές εκκλησίες και
μονές έχουν κάνει οι Αιτωλοακαρνάνες διαπρεπείς καθηγητές πανεπιστημίων
Αθανάσιος Παλιούρας και Βασίλης Κατσαρός, αλλά περιορίζονται μόνο στην Αιτωλία.
Από ό,τι γνωρίζω για βυζαντινές ή παλιές
εκκλησίες στην περιοχή μας, στην Ακαρνανία, υπάρχουν μελέτες ή έρευνες μόνο των
Κ. Κώνστα και του παππού μου Δημήτρη Στεργίου (ευχαρίστως θα δημοσιεύσω άρθρα
κι άλλων για το θέμα αυτό, αν προκύψουν).
Το μνημείο ανήκει στην κατηγορία των ναών που αποτελούν το
συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις παλαιοχριστιανικές βασιλικές και στις βασιλικές
της μεσοβυζαντινής περιόδου. Στην κόψη του ναού διακρίνεται η Πλατυτέρα ανάμεσα
σε δύο άρχοντες αρχαγγέλους με αυτοκρατορικές στολές που κρατούν σφαίρα. Σε
μικρότερη κλίμακα διακρίνεται αμυδρά γονατιστός κληρικός, ενδεχομένως ο
διανομέας. Οι τοιχογραφίες του ναού πρέπει να είναι του 12ου-13ου αιώνα. Μικρά
τμήματα από το μαρμάρινο δάπεδο του ναού με διακόσμηση της παλαιοχριστιανικής
εποχής σώζονται σήμερα στο κεντρικό κλίτος και στο πάτωμα της κοίτης του ιερού.
Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο χωριό Λεσίνι
Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο χωριό Λεσίνι
Το μικρό βυζαντινό εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στα
Εισόδια της Θεοτόκου αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Λεσινίου και θεωρείται ως το
σπουδαιότερο αξιοθέατο για τους λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού. Η κατασκευή
του άρχισε στα χρόνια των Δεσποτών της Ηπείρου και με βάση τα τυπολογικά,
μορφολογικά και διακοσμητικά στοιχεία του υποστηρίζεται πως χτίστηκε στα τέλη
του 13ου αιώνα.
Η τοιχοδομία του μνημείου κατασκευάστηκε με
πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Οι ορθογώνιοι, αλλά όχι πάντοτε γωνιασμένοι, λίθοι
τοποθετούνται σε οριζόντιες στρώσεις και χωρίζονται με μια σειρά πλίνθων, ενώ
κάθετα στους αρμούς οι πλίνθοι μπαίνουν διπλές. Εξαίρεση αποτελεί το σύστημα
τοιχοδομίας της κεντρικής αψίδας, που χτίζεται με πλίνθους ολόκληρη, από 1.90
μ. και πάνω.
Ο κύριος στόχος του κατασκευαστή ήταν να οργανώσει πλούσια
κεραμοπλαστική διακόσμηση. Η διακόσμηση αυτή αναδεικνύει πράγματι την αψίδα.
Είναι ενδεικτική η ποικιλία των σχεδίων. Το τύμπανο πάνω από το τρίλοβο
παράθυρο κοσμείται με ομόκεντρες πλίνθινες καμπύλες, ενώ οι τυφλές αψιδώσεις
στις πλάγιες πλευρές, που είναι ισοϋψείς προς το αψίδωμα του τρίλοβου
παραθύρου, διακοσμούνται: η νότια με ορθούς στενόμακρους και σταυρόσχημους
μαιάνδρους κάτω και ρομβόσχημα κοσμήματα πάνω και η βόρεια με ομοιόσχημους
μαιάνδρους κάτω και κόσμημα τεθλασμένων γραμμών, είδος ιχθυάκανθας, πάνω.
Στη διακόσμηση της κεντρικής αψίδας θα πρέπει να προσθέσουμε
τις επίπεδες ταινίες των οπτοπλίνθων και τις οδοντωτές που περιβάλλουν τα τόξα
ή που περιτρέχουν σε δύο σειρές τις πλευρές κάτω από το γείσο, καθώς επίσης και
τη ζωφόρο των μαιάνδρων που ακολουθεί.
Ενισχυτικά στοιχεία της πλαστικότητας της τοιχοδομίας αποτελούν
κλειδόμορφα κεραμοπλαστικά κοσμήματα που κοσμούν τις μακριές πλευρές, στο χώρο όπου
βρίσκεται ανάμεσα στα μονόλοβα παράθυρα, καθώς και στην κεντρική αψίδα πάνω από
το τρίλοβο άνοιγμα, λείψανα των σκυφίων στον υπερυψωμένο τοίχο του μεσαίου
κλίτους και σταυροί σκαλισμένοι πάνω στις πέτρες.
Ο ναός με το πέρασμα των αιώνων, δέχθηκε σημαντικές
μεταβολές που άλλαξαν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του. Παραμένει άγνωστος ο
χρόνος κατά τον οποίο η καμαροσκέπαστη στέγη του κλίτους μετατράπηκε σε ξύλινη.
Τα δύο δυτικά διαμερίσματα των πλάγιων κλιτών καλύφθηκαν με κυλινδρικές
καμάρες, ενώ θα πρέπει να στεγάζονταν με σταυροθόλια, όπως δείχνει άλλωστε το
δεύτερο από ανατολικά διαμέρισμα και οι διαγώνιες ακμές του σταυροθολίου που
διακρίνονται στο βορειοδυτικό.
Σε μεταγενέστερους χρόνους η στέγη των πλάγιων κλιτών
μετατράπηκε σε ξύλινη μονόρριχτη, ενώ ο κατασκευαστής του ναού στα ανατολικά
άκρα τοποθέτησε δύο τρουλλίσκους και στα δυτικά έδωσε αετωματική μορφή. Στη
νότια πλευρά ανοίχτηκαν δύο μονόλοβα τοξωτά παράθυρα και ανάμεσά τους τοξωτή
θύρα.
Προστέθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας νάρθηκας, που
κατεδαφίστηκε το 1955 με ενέργειες του εκκλησιαστικού συμβουλίου του ναού ,
έτσι έγινε επέκταση του ναού προς τα δυτικά, για λόγους ευρυχωρίας, υψώθηκε η
στέγη και έγινε η κατασκευή του κωδωνοστασίου κ.τ.λ.
Η άποψη του Δημήτρη
Στεργίου για την Πόλη του Αχελώου και τις ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες στην
Παλαιομάνινα
Όπως προανέφερα, ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου σε έρευνα
που έχει δημοσιεύσει σε βιβλία του και στην εφημερίδα «Παλαιομάνινα» (αριθμός
φύλλου 8, 2011) υποστηρίζει ότι η άγνωστη πόλη του Αχελώου και η Ομώνυμη
Επισκοπή βρισκόταν στην Παλαιομάνινα. Παραθέτω στη συνέχεια το σχετικό άρθρο:
«Ο Ιουδαίος (από την Ισπανία) περιηγητής (1160 μ.Χ) Βενιαμίν
εκ Τουδέλης αναφέρει στο Οδοιπορικό του,
ότι υπήρξε μια πόλη (Αχελώος) που
σύμφωνα με τον μελετητή Μιχαήλ Δένδια πρέπει να ήταν ακαρνανική, αν και
καθηγητής κ Αθανάσιος Παλιούρας καταδεικνύει ως την πόλη "Αχελώος' τον
παραποτάμιο χώρο του Αγίου Γεωργίου του Κισσώτη που είναι στην Αιτωλία και ο Κ.Κώνστας
το αιτωλικό πάλι Μάστρο. Το σχετικό
κείμενο του Ισπανού περιηγητή γράφει:
"Εκείθεν (δηλ εκ Κερκυρας) υπάρχει ταξίδιον δύο ημερών
μέχρι της χώρας της Λάρτας, όπου άρχονται αι κτήσεις του Μανουήλ ηγεμόνος των
Ελλήνων. Είναι φρούριον περιλαμβάνον μέχρις εκατόν Ιουδαίων, επι κεφαλής των
οποίων ευρίσκονται οι ραββίνοι Σελαχίας και Ηρακλής. Εκείθεν (δηλ εκ Λάρτας)
χρειάζεται κανείς δυο ημέρας μέχρι του αφίλου (πρόκειται αναμφιβόλως περί
πλόλεως Αχελώου) φρούριον επι τον οποίον ευρίσκονται περίπου τριάκοντα
Ιουδαίοι, έχοντας επικεφαλής το ραββίνον Σαββατάϊ. Εκείθεν (δηλ εξ Αχελώου)
χρειάζεται ημίσειαν ημέραν μέχρις Ανατολικού , το οποίον κείται επί
"βραχίονος θαλάσσης". Εντός μιας ημέρας μεταβαίνει εκείθεν εις Πάτρας".
Ερειπωμένη εκκλησία στο βελανιδοδάσος Παλαιομάνινας |
Η αναφερόμενη από
τον Βενιαμίν εκ Τουδέλης πόλη του Αχελώου ταυτίζεται με την Παλαιομάνινα για
τους ακόλουθους λόγους:
1. Ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης αναφέρει ότι η πόλη του Αχελώου
ήταν φρούριο (οχυρωμένη) και παρά τον Αχελώο, στοιχεία που συγκεντρώνει μόνο
σχεδόν η Παλαιομάνινα.
2. Στην ακρόπολη υπάρχει μια δίδυμη βυζαντινή υδατοδεξαμενή
με εκπληκτική, για την εποχή εκείνη, μόνωση, που σημαίνει, ότι κατοικούνταν
κατά την περίοδο αυτή
3. Τα τείχη της ακρόπολης της Παλαιομάνινας έχουν
επιδιορθωθεί με ασβεστολάσπη, πρακτική που εφαρμοζόταν μόνο κατά τη Βυζαντινή
Εποχή
4. Οι χρονομετρικές αποστάσεις δικαιολογούν τη θέση της
πόλης του Αχελώου στην Παλαιομάνινα
5. Η περιοχή είναι γεμάτη από βυζαντινές εκκλησίες και
ξωκκλήσια, από τα οποία τα περισσότερα είναι σήμερα ερειπωμένα
6. Όπως επισημαίνει ο Μιχαήλ Δένδιας στα "Ηπειρωτικά
Χρονικά" η πόλη του Αχελώου ήταν ακαρνανική και όχι … αιτωλική».
Τουρκοκρατία
"κούλια" ή "κούλα" της Παλαιομάνινας, |
Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο παππούς μου έχει διασώσει τα ακόλουθα:
«Λίγα είναι γνωστά για την εποχή της Τουρκοκρατίας παρότι
υπάρχουν μαρτυρίες για κατοίκηση του χωριού στην περιοχή "Παζαράκι"
νοτιοανατολικά του χωριού. Προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά πιο ανατολικά μέσα
στο βελανιδοδάσος υπάρχουν και σήμερα σε ιδιόκτητη γη ερείπια ενός οικήματος
που ονομάζεται από τους ντόπιους "κούλια" ή "κούλα" της
Παλαιομάνινας, δηλαδή του αρχοντικού
Τούρκου Αγά ή Διοικητή. Δίπλα στην κούλια διακρίνεται μικρός οικισμός μάλλον
από τους εργάτες και υπαλλήλους του αγά. Ο ιδιοκτήτης της κούλιας της
Παλαιομάνινας θεωρείται ότι ήταν ο Ισμαήλ Αγάς, ο οποίος πρέπει να ήταν
σύγχρονος του Γιακούμπ Αγά της Πενταλόφου (τότε Ποδολοβίτσα) και κατείχε
σημαντικό αριθμό στρεμμάτων στη γύρω περιοχή. Η θέα από την κούλια αυτή είναι
πανοραμική, εκπληκτική και εκτείνεται από την πόλη του Αγρινίου έως και το
Αιτωλικό (περιλαμβανομένης και της περιοχής Μίλα Παλαιομάνινας). Επίσης την ίδια περίοδο αναφέρεται ότι «πρέπει να υπήρχε πλησίον της κοίτης του
ποταμού στη θέσιν Μίλα μικρό χωριό "καταστραφέν πιθανώς κατά τους αγώνας
του 1821".
Πηγές : Βικιπαίδεια
iAitoloakarnania
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου