Πρέπει να διασωθεί,
να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί με τη δημιουργία των αναγκαίων υποδομών αναψυχής
και αποθέωσης ενός απαράμιλλου σε ομορφιά και δέος βιότοπου
Του ΓΙΩΡΓΟΥ Π.
ΜΠΑΜΠΑΝΗ
Η κρυοπηγή «Θύμιος» βρίσκεται
στους πρόποδες του λόφου, που ήταν κάποτε, πριν αποξηρανθεί, η άκρη, η όχθη, της λίμνης «Λεσίνι» και που ασταμάτητα βγάζει από
τα σπλάχνα του πετρώδους εδάφους άφθονο
κρύο νερό το καλοκαίρι και ζεστό κάπως το χειμώνα.
Τα νερά της πηγής αυτής, καθώς αναβλύζουν αέναα και
δημιουργούν ένα εκπληκτικό σε πράσινο, βότανα
και λουλούδια τοπίο θαρρείς πώς
σού «διηγούνται» κάθε φορά και μια ιστορία από την αρχαιότητα έως σήμερα. Θαρρείς
πως θα διηγείται ότι από την
αρχαιότητα γέμιζε και δρόσιζε με τα νερά
της Κυνίας (κατ΄άλλους Μελίτης), «λίμνης
της Αιτωλίας, σχηματιζομένης υπό του
Αχελώου περί τας Οινιάδας», όπως αναφέρει μελέτη του 1852 για το Λεσίνι.
Ονομάστηκε έτσι, διότι το ακρωτήριο της
περιοχής, το οποίο εισχωρούσε σε αυτήν ήταν κυνόμορφο και έμοιαζε με κεφαλή
κυνός, δηλαδή σκύλου.
Θαρρείς πως θα διηγείται ότι σ΄αυτή την επί αιώνες οργιώδη βλάστηση δέντρων, θάμνων και χόρτων
υπήρχε ένα νησάκι με την ονομασία «Λεσίνι»,
όπως άλλωστε ονομαζόταν και η λίμνη, αλλά και ο απέραντος γύρω – γύρω βαλτότοπος.
Θαρρείς πως θα διηγούνταν ότι πριν από πολλά χρόνια με τα
αποξηραντικά έργα που έγιναν στην περιοχή, η μεν λίμνη και ο βάλτος
μετατράπηκαν σε μιαν εύφορη πεδιάδα, το δε νησί, σε ένα μικρό λόφο.
Θαρρείς πως θα διηγούνταν ότι μετά την Δ΄ Σταυροφορία , όταν
η περιοχή κυριεύθηκε από τους Φράγκους,
ονομάστηκε και το Λεσίνι Παλιοκατούνα από τη γαλλική ονομασία Canton.
Θαρρείς πως θα διηγούνταν ότι ακριβώς απέναντι, στην άλλη
άκρη του κάμπου, στο κέντρο του
νησιού, ιδρύθηκε το 1595 το ιστορικό
μοναστήρι, το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί επί Όθωνος, όταν έκλεισαν πολλά
μοναστήρια και από τότε ερημώθηκε
Στις 23 Αυγούστου, εορτή της απόδοσης της Κοίμησης της
Θεοτόκου, γιορτάζει με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα η Μονή της Παναγίας της Λεσινιώτισσας,
που τότε δέσποζε στο κέντρο του νησιού, ενώ σήμερα δεσπόζει του μικρού
λοφίσκου, έξω από το χωριό του Λεσινίου σε έναν απέραντο και ευφορότατο κάμπο.
Το μοναστήρι αυτό είναι ιστορικό και ονομαστό και ιδρύθηκε στα 1595, στο μικρό
αυτό νησάκι, ενώ περιβαλλόταν τότε από λιμνάζοντα νερά, που αποτελούσαν και το
φυσικό οχυρό του. Στην πορεία του χρόνου από της ιδρύσεώς του μεγαλούργησε κι
έγινε ονομαστό, σταμάτησε όμως τη λειτουργία του επί Όθωνος, οπότε έκλεισαν
πολλά μοναστήρια στην πατρίδα μας και από τότε ερημώθηκε, ενώ έκτοτε παραμένει
χωρίς μοναχούς.
Θαρρείς πως θα διηγούνταν
τη μεγάλη η ιστορία του μοναστηριού και τον τρόπο που βρέθηκε η εικόνα
της Παναγίας, που υπάρχει εκεί, τα
θαύματά της και το χτίσιμο της Μονής της και λεπτομέρειες από τους αγώνες του Έθνους στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
και τον αγώνα του 1821.
Θαρρείς πως θα διηγούνταν ότι η εικόνα της Θεοτόκου
παρουσιάστηκε με θαυμαστό τρόπο σε κάποιους από τους κατοίκους του νησιού στα
1593, ξημερώνοντας η 23η του μηνός Αυγούστου του έτους αυτού, που περνούσαν τη
νύχτα τους κάτω από τους κλώνους μιας πανύψηλης αγριελιάς, που υπήρχε στο
σημείο εκείνο, όπου σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι. Οι κάτοικοι αυτοί βρέθηκαν
εκεί ζητώντας καταφύγιο, κυνηγημένοι από τον Τούρκο διοικητή της περιφέρειας
που είχε έδρα του τη Γουριά, επειδή δεν μπόρεσαν να του πληρώσουν το
καθιερωμένο χαράτσι της χρονιάς.
Θαρρείς πως διηγούνταν
ότι αυτοί, ενώ ξάπλωσαν να κοιμηθούν αντίκρισαν από μακριά ένα φωτεινό
σύννεφο, που όλο και ζύγωνε το μικρό νησάκι και που στο μέσο του υπήρχε η
οπτασία της Θεοτόκου, που κρατούσε στα χέρια της το Θείο Βρέφος. Η οπτασία αυτή
σταμάτησε πάνω στην κορυφή της αγριελιάς και οι χωριανοί συνεπαρμένοι από αυτό
που αντίκριζαν έπεσαν στα γόνατα και προσεύχονταν όλη τη νύχτα, ενώ το πρωί
ανεβαίνοντας στο δέντρο βρήκαν την εικόνα της Παναγίας.
Θαρρείς πως θα «διηγούνταν» ότι αμέσως ειδοποίησαν και τους
άλλους συγχωριανούς τους, που πήραν την εικόνα και την εναπόθεσαν στο ναό των
Εισοδίων της Θεοτόκου του χωριού. Η εικόνα όμως επέστρεψε στην αγριελιά με
τρόπο θαυμαστό πάλι κι αυτό επαναλήφτηκε τρεις φορές. Και τότε κατάλαβαν πως ο
τόπος που είχε επιλέξει η Θεοτόκος για κατοικία της ήταν το νησάκι και εκεί
έχτισαν στην αρχή ένα λιθόκτιστο εικονοστάσι και στα 1595, στη θέση της
αγριελιάς, έχτισαν την πρώτη εκκλησούλα, της οποίας ο ανατολικός και νότιος
τοίχος της σώζονται ως σήμερα, ενώ οι άλλοι ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν
αργότερα.
Θαρρείς πως θα «διηγούνταν» ότι στα προεπαναστατικά και στα
χρόνια της Επανάστασης η Μονή έγινε το καταφύγιο πολλών προσφύγων κυνηγημένων
από τους Τούρκους, καθώς και κλεφτών και αρματολών (σώζονται μάλιστα και
κανόνια στην ανατολική κορφή του, ένα από τα οποία στήθηκε και δεσπόζει στην
είσοδο σήμερα του μοναστηριού).
Θαρρείς πως θα «διηγούνταν» ότι εκεί έβρισκαν καταφύγιο
πολλοί κατατρεγμένοι και κυνηγημένοι αγωνιστές από τους Οθωμανούς , ότι εκεί
βρήκαν ασφάλεια από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη, κάτοικοι των γύρω περιοχών
κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, το 1822, αφού ο απέραντος βαλτότοπος
του Λεσινίου ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο, όπου μπορούσες να φτάσεις με
πλεούμενο, ότι εκεί προέβαλαν αντίσταση και οι στρατηγοί Γεώργιος Τσόγκας και
Δημήτριος Μακρής με τα παλικάρια τους, όταν κατά το 1825 κατέβηκαν στη Δυτική
Ελλάδα για να καταπνίξουν την Επανάσταση, ότι από εκεί μέσω θαλάσσης διεκπεραιώθηκαν
στο Μεσολόγγι, ότι μετά την ηρωική Έξοδο των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου,
στα 1826, το Λεσίνι υπήρξε τόπος καταφυγής πολλών αγωνιστών που επέζησαν και εκεί έστησε το προπύργιό του και ο Δήμος
Τσέλιος, ο οποίος το 1827 το κατέλαβε κι έτσι το Λεσίνι παρέμεινε ελεύθερο.
Πέρα από τις ιστορίες αυτές, η κρυοπηγή «Θύμιος» δεν έχει
μόνο ποτίσει τα δέντρα, τους θάμνους και τα λουλούδια, αλλά έχει και ξεδιψάσει
από το παρελθόν μέχρι και σήμερα αρκετό αριθμό ανθρώπων και ζώνων. Όλοι οι κάτοικοι του χωρίου και κυρίως οι
παλιοί και των γύρω χωριών έχουν αναμνήσεις από τη συγκεκριμένη πηγή. Το
καλοκαίρι του 2015 είχε πραγματοποιήσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού μας ολοήμερη
εκδρομή στην κρυοπηγή, όπου ζωντάνεψε τις αναμνήσεις των παλιών.
Τέτοιες πολλές και συναρπαστικές αναμνήσεις έχει από την
κρυοπηγή «Θύμιος» ο παππούς μου Δημήτρης
Στεργίου, ο οποίος, κάθε φορά που τον επισκέπτομαι στο σπίτι του με ρωτάει με λαχτάρα για την πηγή, που την βλέπεις ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Από την
συγκεκριμένη πηγή έχει πολλές αναμνήσεις.
Παραθέτω μερικά σημεία από μια πρόσφατη συζήτηση μαζί του για το θέμα
αυτό:
-Γιώργο, πήγες στον «Θύμιο», «ζη» ο «Θύμιος», υπάρχει ο
«Θύμιος», με ρώτησε.
-Υπάρχει, παππού, υπάρχει, αναβλύζει κρύο νερό, ποτίζει
δέντρα και κλαριά και λουλούδια, απάντησα.
-Μού ξυπνάς πολλές αναμνήσεις αναφέροντας τον «Θύμιο»,
είπε. Από παιδί 10, 11 και 12 ετών, στις
αρχές της δεκαετίας του 1950, έμενα μαζί με τον αείμνηστο πατέρα μου, τον Λεωνίδα
Στεργίου, στο κτήμα του Αριστείδη Κωσταρέλου, θείου, αδελφού της αείμνηστης
μητέρας μου Ελευθερίας, στο Λεσίνι, στο
οποίο καλλιεργούσε όλα τα καλοκαιρινά κηπευτικά. Από τον «Θύμιο» παίρναμε νερό για να πίνουμε και να μαγειρεύουμε,
διότι ήταν πολύ καθαρό. «Ο πατέρας μου έδενε στο σαμάρι του γαϊδουριού, δεξιά
κι αριστερά, δύο μεγάλες πήλινες στάμνες, με έβαζε πάνω στο σαμάρι και με
έστελνε στην πηγή να τις γεμίσω». Επειδή δεν μπορούσα να κατεβαίνω εύκολα από
το γαϊδούρι, διάλεγα ένα ψηλό σχετικά βράχο, σταματούσα το γαϊδούρι και
ξεπέζευα».
-Πες μου κι άλλα, παππού, είπα.
-Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι τις δύο μεγάλες πήλινες
στάμνες τις γέμιζα ρίχνοντας το νερό της πηγής στο στόμιό τους με μια μεγάλη
κανάτα μέσα από ένα μεγάλο χωνί. Θυμάμαι ότι όσες φορές πήγαινα για νερό στην
πηγή, έκανα κι ένα «μπάνιο» στη ρηχή λιμνούλα που σχημάτιζαν λίγο πιο πέρα τα καθάρια
νερά της πηγής, τουρτουρίζοντας από το κρύο. Θυμάμαι τον Κώστα Χολέβα, ο οποίος
πήγαινε στην περιοχή Θύμιος με το κοπάδι του και παίζαμε μαζί κι έτσι περνούσαν
οι ώρες, λέγοντας ιστορίες, καθώς επίσης ο Κώστας Χολέβας άρμεγε ένα πρόβατο
από το κοπάδι του και μού έδινε πάντα το εκπληκτικό γνήσιο γάλα.
-Ναι, παππού, την ίδια ιστορία μου έχει πει και ο κ.
Χολέβας, ο οποίος με συγκίνηση αναφέρεται πάντα σε συζητήσεις μαζί του σε σένα
και στην κρυοπηγή.
-Να΄ναι, καλά! Θυμάμαι ακόμα τον Γιώργο Μάσσο, μετέπειτα σύζυγο της πρώτης ξαδέρφης μου Αγγελικής Ράπτη, ο
οποίος βοσκούσε στην περιοχή και ιδιαίτερα στον πυκνόδεντρο «Τριάπου» ένα
κοπάδι από αμέτρητα γίδια και ο οποίος συχνά – πυκνά μας επισκεπτόταν, όπως και
ο Κώστας Χολέβας, στο τσαρδάκι για
κανένα ουζάκι με ντομάτα και αγγούρι με μπόλικο χοντρό αλάτι και ξύδι…
-Άλλες ιστορίες παππού;
-Τα βράδια, μετά την κουραστική δουλειά στα χωράφια
(σκαλίσματα, βοτάνισμα των κηπευτικών, του καλαμποκιού και του βαμβακιού)
μαζεύονταν στην αχυροκαλύβα – τσαρδάκι του πατέρα μου όλοι όσοι είχαν κτήματα
εκεί γύρω από την Παλαιομάνινα (οι Κωσταρελαίοι) και από το Στρογγυλοβούνι
(Κιτότσιας, Κοσόβας και άλλοι, που δεν θυμάμαι πια το όνομά τους), διότι ο
πατέρας μου διατηρούσε ένα υποτυπώδες «καφενείο» και πρόσφερε δωρεάν καφέ,
ούζο, λουκούμια. Οι γείτονες, ως ανταπόδοση, έφερναν ψωμί, κρασί που ήταν κρύο
(βούταγαν τα μπουκάλια στα κρύα νερά του «Θύμιου»), κοκορέτσι ή σπληνάντερο από
το χωριό, πίτες, τυριά και ελιές. Συχνά, ερχόταν τα βράδια και ο φύλακας του
Λεσινιού στην περιοχή (παλιός χωροφύλακας), ο οποίος, ως δεινός κυνηγός, έφερνε
για ψήσιμο πέρδικες και αγριοκοκόρια για ψήσιμο και λαγούς για στιφάδο. Μια
ημέρα, μετά το σούρουπο, είχαν ανάψει φωτιά με τα μπόλικα ξερόκλαδα, πέρασαν
στις ξύλινες σούβλες τις πασπαλισμένες από αλάτι και ρίγανη πέρδικες και
αγριοκοκόρια και ετοιμάζονταν για το μεγάλο τσιμπούσι. Ο πατέρας μου, όπως
σχεδόν κάθε βράδυ, είχε μαζέψει από τον κήπο τρυφερά κολοκυθάκια και
κολοκυθοκορφάδες και τα έβρασε για σαλατικό. Επίσης, παράλληλα τηγάνιζε
μελιτζάνες και πιπεριές. Στρώσανε χάμω, στο μαύρο λεσινιώτικο χώμα, ένα μεγάλο
παρδαλό τραπεζομάντηλο και άρχισαν το φαγοπότι. Στην παρέα ήταν από το
Στρογγυλοβούνι και ο Κώτσιο- Τάκιας, που είχε κι εκείνος εκεί ένα εύφορο κτήμα.
Αφού έφαγαν τα κοψίδια, τα κολοκυθάκια και τις πιπεριές και ήπιαν το κρύο
κρασί, κάποια στιγμή σηκώθηκε απότομα ο Κώτσιο – Τάκιας, κάπως ανήσυχος, για να
φύγει, προφασιζόμενος ότι είναι πολύ κουρασμένος και ότι θα ήθελε να κοιμηθεί… Την
άλλη μέρα, το πρωί, ήρθε ο Κωτσιο – Τάκιας στο τσαρδάκι του πατέρα μου για να
πιουν μαζί τον καφέ τους. Ο πατέρας μου θυμήθηκε τη βραδινή σκηνή με τον Κωτσιο
– Τάκια να φεύγει ξαφνικά και τον ρώτησε: «Γιατί έφυγες έτσι ξαφνικά χθες το
βράδυ από την παρέα, Κώτσιο;». Και απαντά: -«Τι να σού πω, Λεωνίδα. Υπέφερα!». -«Από
τί;», ρώτησε απορημένα ο πατέρας μου. «Θα σού το πω, αλλά να μην το πεις σε
κανένα… Χθες το βράδυ, όπως παρατήρησες, έφαγα, διότι μού άρεσαν πολύ, πολλές
πιπεριές, αλλά ήταν πολύ … καυτερές! Στην αρχή δεν το καταλάβαινα, αλλά όσο
έτρωγα και όσο περνούσε η ώρα, ένιωθα μια φλόγωση σε όλο το κορμί μου, η οποία
μάλιστα νόμιζα ότι έβγαινε από τον … πισινό μου. Γι΄ αυτό δεν άντεχα άλλο κι
έφυγα, όχι για να κοιμηθώ, όπως σάς είπα, αλλά για να βουτήξω όλο τον πισινό
μου στα κρύα νερά του «Θύμιου» για να φύγει η …φλόγα!. Αυτό κράτησε έως τώρα! Από
εκεί …έρχομαι!!!». «Τώρα, πώς είσαι;», ρώτησε ο πατέρας μου.«Τώρα καλά είμαι,
θα πιω τον καφέ μου και θα πάω να κοιμηθώ, διότι είμαι ολότελα άυπνος! Αυτά μού
έκανες με τις καυτερές πιπεριές σου…». «Έχω κι άλλες», είπε ο πατέρας μου. «Να
μού λείπουν» απάντησε ο Κώτσιος. «Να΄ναι καλά ο «Θύμιος» που με ανακούφισε»,
είπε γελώντας!
-Θέλω να μού πεις κι άλλες ιστορίες, παππού, είπα με χαρά
και ικανοποίηση.
- Ο μεγάλος , πλατύς και βαθύς αύλακας που χώριζε τα δικά
μας (κωσταρελαίικα και στρογγυλοβουνιώτικα) αγροτεμάχια από τον απέραντο κάμπο
του Λεσινίου ήταν γεμάτος από μεγάλα νόστιμα παχιά χέλια. Εκεί στην όχθη, όπου
τελείωνε το δικό μας αγροτεμάχιο, έβλεπα τον πατέρα μου με καλάμι και αγκίστρι
να ψαρεύει χέλια, όταν δεν είχε να κάνει δουλειές στα κηπευτικά. Θυμάμαι ότι,
όταν ψήναμε τα χέλια στη φωτιά, περασμένα σε ένα ξύλινο σιυβλί, έσβηναν τα
κάρβουνα από το λίπος! Ζήλεψα την εικόνα αυτή του πατέρα και, όπως κάθε μικρός,
θέλησα να τη ζήσω και ο ίδιος. Όταν ,ια ημέρα με έστειλε ο πατέρας μου στον
«Θύμιο» να γεμίσω τα «μπότια» (πήλινες στάμνες), πήραν κρυφά το αγκίστρι με την
πετονιά και όταν έφτασα στην κρυοπηγή την έδεσα σε μια μακριά βέργα και την
έριξα με ένα κομμάτι ακρίδας στον αύλακα, όπου πήγαινε το νερό της. Αμέσως, μαζεύτηκαν πολλά τεράστια χέλια
από τα οποία «τσίμπησε» το ένα και το ανέσυρα στην ξηρά. Το χτύπησα εκεί στις
πέτρες ελαφρά, αλλά μπροστά μου ορθώθηκε ένα πελώριο δίλημμα: Τι να το κάνω
τώρα το χέλι; Να το πετάξω ή να το πάω στον πατέρα μου «εισπράττοντας» ένα
παραδειγματικό χαστούκι; Διάλεξα το δεύτερο. Γέμισα τις στάμνες με νερό, ανέβηκα
στο σαμάρι του γαιδάρου με το χέλι και παρουσιάστηκα στον πατέρα μου
ολίγον φοβισμένος από το «κατόρθωμά»
μου. Σημειώνω ότι ο πατέρας μου ποτέ δεν με χαστούκισε. Περιοριζόταν σε σοφές
συμβουλές. Είδε το χέλι, αλλά δεν μού είπε τίποτε. Έκανε πως δεν καταλάβαινε.
Εγώ αναθάρρησα και τον προκάλεσα: Μπαμπά, είδες το χέλι που έπιασα, τον ρώτησα.
«Το είδα», μού απάντησε, αλλά να μην το ξανακάνεις, διότι ο αύλακας είναι βαθύς
με σαθρές από την υγρασία όχθες». Τη γλίτωσα, είπα! Το βράδυ, ο πατέρας μου
έψησε το περιβόητο χέλι, έστρωσε το «τραπέζι» και το φάγαμε, πίνοντας εκείνος
ούζο και σκουπίζοντας το μικρό μουστάκι από ικανοποίηση!
-Κι άλλες, κι άλλες, παππού.
-Σε ένα άλλο δρομολόγιο στον «Θύμιο» για νερό, ο πατέρας μου
μού είπε ότι εκεί κοντά στην πηγή, στο αγροτεμάχιο της θείας Ειρήνης (αδερφής
της μητέρας μου), έχει στήσει δόκανο (τότε επιτρεπόταν) για να πιάσει, όπως
συχνά έκανε, λαγό και να κοιτάξω αν έχει «πέσει» κανένα άλλο ζώο, διότι ο
ταχύτατος λαγός φωνάζει τη νύχτα μόλις πιαστεί σε παγίδα. « Δημητράκη, ρίξε μια
ματιά στο δόκανο, διότι αποκλείεται να έχει «πέσει» λαγός», μού είπε. Ρίξε μια
ματιά για να πάω να το «αφοπλίσω» πριν «πέσει» κανένας άνθρωπός μας», πρόσθεσε.
Πράγματι, πήγα στον «Θύμιο», έδεσα τον γάιδαρο στον κορμό ενός δέντρου και σιγά
– σιγά κατευθύνθηκα προς το δόκανο, σε μια θέση που είχαν ξαναδεί να το στήνει
ο πατέρας μου. Καθώς προχωρούσα σιγά – σιγά, είδα από μικρή σχεδόν απόσταση
μιαν αλεπού να προσπαθεί να βγάλει τα πόδια της από το δόκανο, αλλά μόλις
άκουσε τα βήματά μου ή ότι έρχεται κάποιος … σωριάστηκε στο χώμα κι έκανε την …
ψόφια! Με κλειστά μάτια και χωρίς ανάσα. Μού είχε διηγηθεί ο πατέρας μου τις
πονηριές της κυρά-Μάρως. Προσποιήθηκα ότι θα έφευγα και σιγά – σιγά απομακρυνόμουνα
από το δόκανο και κρύφτηκα πίσω από ένα πυκνόφυλλο θάμνο. Τότε, είδα την αλεπού
να σηκώνει ελαφρά το κεφάλι, να κοιτάζει γύρω και να πετάγεται όρθια για να
φύγει. Μόλις έβαλα τις φωνές, … σωριάστηκε ξανά κάτω κάνοντας την ψόφια! Τα
είπα όλα αυτά στον πατέρα μου, γέλασε και στη συνέχεια πήγε και πήρε την αλεπού
μαζί με το δόκανο…
-Πώς τα θυμάσαι όλα αυτά με θαυμαστές λεπτομέρειες, παππού,
τον ρώτησα.
-Όταν έχει ζήσει έντονα κάτι από μικρό παιδί, θεριεύει πολύ
στη μνήμη όταν μεγαλώσει, μού απάντησε. Να σού πω και μια ακόμα ιστορία,
συνέχισε. Ένα απόγεμα, ήρθε, όπως σχεδόν κάθε απόγεμα ή το βραδάκι, ο φύλακας
του Λεσινίου (πρώην χωροφύλακας, όπως προανέφερα), δεινός κυνηγός και μας
έφερε, όπως πάντα σχεδόν δύο παχιές πέρδικες και δύο αγριοκοκόρια για να τα
ψήσουμε στην υπαίθρια φωτιά το βράδυ. Μόλις είδα τα όμορφα αυτά πουλιά, είπα
στον φύλακα, τον κυρ- Ανδρέα, ότι παρόμοια υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά, στην
περιοχή του «Θύμιου». Ήταν Σάββατο. «Ε, τότε, θα πάω αύριο που είναι Κυριακή
και δεν υπάρχει ψυχή στα χωράφια (αργία γαρ!) να τουφεκίσω μερικές ή μερικά
εκεί στην πλαγιά του λόφου και στην όχθη
του αύλακα», μού είπε. Κι αμέσως τού είπα να πάμε μαζί για να δω από κοντά
εικόνες κυνηγιού. Με την άδεια του πατέρα μου, την άλλη ημέρα, την Κυριακή,
πήγαμε στην περιοχή του «Θύμιου» και πάνω από μια συκιά όπου είχα ανεβεί
παρακολουθούσα τις κυνηγετικές δεξιότητες του κυρ-Ανδρέα, ο οποίος γρήγορα – γρήγορα «κατέβασε» τρεις
πέρδικες και τέσσερα αγριοκοκόρια! Στη συνέχεια, πήγαμε στην κρυοπηγή, όπου
έγινε και το μάδημα και το πλύσιμο των πουλιών για να είναι έτοιμα για τη
βραδυνή πανδαισία. Το ξέρω ότι, λέγοντας όλα αυτά, θα με μισήσουν οι … οικολόγοι, αλλά, τί να κάνουμε, άλλες
εποχές…
-Θα μού πεις κι άλλη ιστορία,παππού;
-Στις 23 Αυγούστου, είναι εορτή της απόδοσης της Κοίμησης
της Θεοτόκου, της Παναγίας της Λεσινιώτισσας. Από την παραμονή, ο πατέρας μου ,
έκανε προετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή με πλούσιο τραπέζι από κυνήγι, με
σαλάτες από τα νόστιμα αγνά κηπευτικά (κολοκυθάκια, βλήτα, ντομάτες κλπ), κρασί
και ούζο παγωμένο (βάζαμε τα μπουκάλια από το βράδυ στο στόμιο της πηγής) και
φρούτα (καρπούζια, πεπόνια) ανήμερα με τη συμμετοχή όμορων καλλιεργητών,
βοσκών, εργατών, κυνηγών και άλλων. Το ίδιο γινόταν και κατά τη μεγάλη εορτή
της Παναγίας στις 15 Αυγούστου. Σημειώνω ότι ο πατέρας μου κάθε πρωί, μετά το
ξύπνημα και το πλύσιμο, στρεφόταν προς το μέρος της Μονής και έκανε πάντα τον
σταυρό του. Το ίδιο παρότρυνε να κάνω κι εγώ!
-Τέλειωσες, παππού, τον ρώτησα.
-Εσύ, όπως με προκαλείς, θα με κάνεις να … γράψω ένα ακόμα
πολυσέλιδο βιβλίο, αυτή τη φορά για τον «Θύμιο», με παιδικές αναμνήσεις
για τον «Θύμιο», μού απάντησε. Τελειώνω με τούτο: Σε επόμενη συζήτηση θα
ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο για το θέμα αυτό και ότι νοερώς βρίσκομαι συνεχώς
εκεί και θα με «βλέπεις» εκεί. Και κάτι
ακόμα: H κρυοπηγή στον «Θύμιο» αποτελεί σύμβολο ομορφιάς και πολιτισμού. Για το λόγο αυτό πρέπει να προωθηθούν στη
θέση αυτή έργα όχι μόνο διατήρησης, αλλά και αξιοποίησης της πηγής αυτής, με τη
δημιουργία μιας πέτρινης βρύσης στην πηγή και κατάλληλου χώρου για επισκέψεις και αναψυχή. Είναι κρίμα
να «βλέπει» η πηγή αυτή την ανθρώπινη αδιαφορία…
Ευχαρίστησα τον παππού μου για όλα αυτά και τον διαβεβαίωσα
ότι θα κάνουμε, μαζί με τον πατέρα μου, ό,τι μπορούμε για τον αγαπημένο του,
τον αγαπημένο μας, «Θύμιο»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου