Θα συμπεριληφθεί στην
άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας της UNESCO!
Από την αναπαράσταση (με πρόβατα, γίδια, άλογα κλπ) του βλαχοξεκινήματος από την Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων |
Πόση χαρά και ικανοποίηση θα ένιωθαν οι παππούδες μας αν
διάβαζαν αυτό που διάβασα εγώ για την εποχική μετακίνηση των κοπαδιών ή για το
βλαχοξεκίνημα όπως το λέμε εμείς οι
Ελληνόβλαχοι στα χωριά μας στην Ακαρνανία. Διάβασα, λοιπόν, ότι η «Transumanza»
( εποχική μετακίνηση κοπαδιών), σύμφωνα με δημοσίευμα της ιταλικής
εφημερίδας La Citta, είναι υποψήφια για
να συμπεριληφθεί στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας της UNESCO.
Το αίτημα υποβλήθηκε επίσημα στο Παρίσι από την Ιταλία, επικεφαλής χώρα μαζί με
την Ελλάδα και την Αυστρία, όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Αγροτικών
Πολιτικών. Με την υπογραφή του φακέλου υπερεθνικής υποψηφιότητας, άρχισε η διεθνής
διαδικασία αξιολόγησης, η οποία θα οδηγήσει στην απόφαση της διοίκησης της
UNESCO, τον Νοέμβριο του 2019. Σημειώνεται ότι η "transumanza"
αντιπροσωπεύει την εποχική μετανάστευση κοπαδιών, αγελών και βοσκών, αλόγων και
σκύλων, που κινούνται σε διαφορετικές κλιματολογικές ζώνες, κατά μήκος των
ημιφυσικών οδών, δηλαδή είναι αυτό που έκαναν οι παππούδες μας επί αιώνες, όταν
ανέβαιναν την άνοιξη από τα ακαρνανικά χειμαδιά στα ηπειρωτικά βουνά και όταν
κατέβαιναν το φθινόπωρο από τα ηπειρωτικά βουνά στα ακαρνανικά χειμαδιά.
Υπενθυμίζεται ότι η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της
Παλαιομάνινας, στο πλαίσιο των γνωστών εντυπωσιακών καλοκαιρινών πολιτιστικών
εκδηλώσεων με κορυφαίο θέμα τον «Βλάχικο Γάμο της Παλαιομάνινας» είχε πραγματοποιήσει αναπαράσταση της μεγαλειώδους
αυτής σκηνής του νομαδικού βίου των προγόνων μας με κείμενο του Κώστα Γ. Κουτσουμπίνα και «σκηνοθεσία» του παππού
μου Δημήτρη Στεργίου. Μάλιστα για το θέμα αυτό η εφημερίδα «Παλαιομάνινα»
δημοσίευσε στο πέμπτο φύλλο της στη
στήλη «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ» άρθρο του
Κώστα Κουτσουμπίνα, που στηριζόταν στο αρχικό κείμενο στο οποίο στηρίχτηκε και η αναπαράσταση
Όταν ερχόταν η άνοιξη (τέλος άνοιξης, μια - δυο εβδομάδες
πριν ξεκινήσουν για τα βουνά), οι τσοπαναραίοι δοκιμάζονταν από μια ψυχική
αναστάτωση. Ετοιμάζονταν για να πάρουν ένα δρόμο μακρινό, τραχύ και δύσκολο.
Κρεμούσαν όλα τα βαριά κουδούνια και κύπρια στα γκεσέμια τράγια και κριάρια,
Αλλά, ας διαβάσουμε, καλύτερα, το
γλαφυρό αυτό άρθρο του Κώστα Κουτσουμπίνα:
Πήρε ο Απρίλης δώδεκα
και Μάης δεκαπέντε,
κι οι Βλάχοι βγαίνουν
στα βουνά
μαζί με τα κοπάδια.
Ήρθε ο καιρός να φύγουμε,
στον τόπο μας να πάμε.
Αυτό το τραγούδι έλεγαν οι Ελληνόβλαχοι της Ακαρνανίας, όταν ετοιμάζονταν να πάνε το
καλοκαίρι στα ηπειρώτικα βουνά από τα ακαρνανικά χειμαδιά.
Όταν ερχόταν η άνοιξη (τέλος άνοιξης, μια - δυο εβδομάδες
πριν ξεκινήσουν για τα βουνά), οι τσοπαναραίοι δοκιμάζονταν από μια ψυχική
αναστάτωση. Ετοιμάζονταν για να πάρουν ένα δρόμο μακρινό, τραχύ και δύσκολο.
Κρεμούσαν όλα τα βαριά κουδούνια και κύπρια στα γκεσέμια τράγια και κριάρια.
Ήταν ο αγώνας μιας σκληρής ζωής, αλλά με χαρούμενη διάθεση, εγκαρτέρηση και
πίστη σε αυτό που έκαναν.
Οι άντρες μπάλωναν τα σαμάρια, πετάλωναν τα αλογομούλαρα. Οι
γυναίκες ήταν και πάλι αυτές που έτρεχαν πέρα - δώθε στα κουνάκια, σάκιαζαν,
ξεσάκιαζαν, πρόσεχαν να έχουν εύκαιρα τα σύνεργα για το άρμεγμα, καζάνια,
κακκάβια, κιντρούσιες, τσαντήλες, πιτυά και όσα ήταν αναγκαία για το
ξεκαλοκαιριό. Όλα αυτά τα φόρτωναν στα αλογομούλαρα.
Ο γερο - τσέλιγγας τακτοποιούσε τους λογαριασμούς με τους
ιδιοκτήτες των βοσκότοπων και άλλες υποχρεώσεις. Ήταν ο μόνος υπεύθυνος για
όλα. Όχι μόνο για τη χειμερινή περίοδο, αλλά και για την άλλη που θα ερχόταν.
Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, η διαπίστωση ότι η διοικητική οργάνωση των Βλάχων ήταν
μυκηναϊκή και ομηρική. «Εις κοίρανος έστω», δηλαδή «να είναι ένας ο αρχηγός»,
λέει ο Όμηρος.
Συγκέντρωση στα
«Παλιοκούνακα»
Έτσι, λοιπόν, την παραμονή της ημέρας που θα έφευγαν για τα
βουνά, συγκεντρώνονταν κατά στάνες. Συνήθως, οι Βλάχοι πρόγονοί μας
παραχείμαζαν στη θέση «Παλιοκούνακα» (έτσι λέγεται και σήμερα) της περιοχής της
Παλαιομάνινας και ξεκαλοκαίριαζαν στις οροσειρές της Πίνδου ή στα Άγραφα.
Ανήμερα, λοιπόν, χαράματα, φόρτωναν τα αλογομούλαρα με όλα
τα απαραίτητα και ξεκινούσαν με τα πόδια για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι.
Μπροστά πήγαιναν οι γυναίκες φορτωμένες. Τα μικροπαίδια ήταν ανεβασμένα στα
αλογομούλαρα. Πάνω, κάπου ανάμεσα στα ρούχα (κάπες, τσέργκες κ.λπ.), ήταν όλο
καμάρι και υπερηφάνεια που έφευγαν κι εκείνα για τα βουνά.
Πίσω ακολουθούσαν τα κοπάδια με τους τσοπαναραίους, τα οποία
συνόδευαν μεγάλα βλάχικα τσοπανόσκυλα, που κυκλοφορούσαν άλλα ανάμεσα στα
κοπάδια, άλλα μπροστά και άλλα πίσω. Αχολογούσαν, λοιπόν, τα λακώματα και οι
πλαγιές από τα κουδούνια, τα κύπρια και τα βελάσματα, τις φλογέρες και τα
τουφεκίσματα.
Τότε έλεγαν:
«Σ΄μπλού κάλια ντι αρομαίν», δηλαδή γέμισε ο δρόμος από
αρομαίν (Ελληνόβλαχους).
Απόφαση για μόνιμη
εγκατάσταση
Κάποια χρονιά όμως άλλαξαν τα πράγματα. Όπως ήδη αναφέραμε,
την προηγούμενη ημέρα από την αναχώρηση στα βουνά, συνάζονταν όλοι Βλάχοι γύρω
από το κονάκι του γέρο - τσέλιγκα και έκαναν αποχαιρετιστήρια γιορτή για το
«έχε γειά». Άναβαν φωτιές, έψηναν αρνιά, έστηναν χορό, έριχναν τουφεκιές στον
αέρα και την ώρα που ήλιος μάζευε και τις τελευταίες του ακτίνες, ανέβαινε ο
γέρο - τσέλιγκας σε μια πέτρα και εκφωνούσε τον αποχαιρετιστήριο λόγο του. Μια
όμως χρονιά ήταν σημαδιακή. Ο λόγος του γέρο - τσέλιγκα ήταν αλλιώτικος. Ήταν
μαζί λεβεντιά και ποίημα, ήταν ύμνος και μοιρολόϊ.
- Ω, παιδιά μου, ορφανά μου, είπε. Ως πότε παλικάρια θα
αφήνουμε γεια στα παλιοκούνακα, στα βοσκοτόπια και στις βελανιδιές;
Σκούπισε με το φαρδύ μανίκι του ένα δάκρυ και έβγαλε φωνή
σπαραξικάρδια;
- Μάνινα, καλή μας Μάνινα, έχε γεια, είπε.
Δάκρυσαν όλοι, φίλησαν το γερο - τσέλιγκα και τον
παρακάλεσαν να αναβληθεί για την επομένη ημέρα το βλαχοξεκίνημα στα βουνά.
Στη σύσκεψη όμως που επακολούθησε αποφασίσθηκε ομόφωνα η
οριστική ματαίωσή του βλαχοξεκινήματος. Και από τότε δεν ξανάφυγαν πια από την
Ακαρνανία.
Σημειώνεται ότι το κείμενο αυτό του Κώστα Κουτσουμπίνα
βασίζεται σε πληροφορίες που άντλησε από τον πατέρα Γιώργο Κουτσουμπίνα και
άλλους γέροντες του χωριού μας, όταν ήταν ακόμη σε μικρή ηλικία. Το κείμενο
εμπλουτίσθηκε από τον Δημήτρη Στεργίου με σχετικά ποιήματα του Κρυστάλλη και
του Αιτωλοακαρνάνα λογοτέχνη Βασίλη Λαμνάτου, τα οποία και αναδημοσιεύουμε:
Ποιήματα από βιβλία Β.
Λαμνάτου
Στο βιβλίο του «Η βλαχοζωή στα βουνά» ο Αιτωλοακαρνάνας
πολυγραφότατος συγγραφέας και λογοτέχνης αείμνηστος Βασίλης Λαμνάτος, παραθέτει
το ακόλουθο ποιμενικό ποίημα από την «Ανθολογία της ποιήσεως» του Μιχ. Περάνθη,
όπου παρουσιάζεται με έντονα χρώματα η εικόνα του ταξιδιού των Βλάχων από τα
χειμαδιά προς τα βουνά:
Τώρα είναι Απρίλης και χαρά, τώρα είναι το καλοκαίρι.
Το λεν τ΄αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
το λεν οι κούκοι στα ψηλά, ψηλά στα καταράχια.
Παν τα κοπάδια στα βουνά, να ξεκαλοκαριάσουν,
παν και κοντά οι τζοπάνηδες βαρώντας τη φλογέρα,
να τα τυροκομίσουνε και τη νομή να βγάλουν,
και να γιορτάσουν τ΄ Αη - Γιωργιού, να ρίξουν στο σημάδι,
να πιουν νερό απ΄τα βουνά, να πάρουν τον αέρα.
Ο Βασίλης Λαμνάτος στο βιβλίο του «Ο λογγοπερπατάρης»
περιγράφει με το αστείρευτο ποιητικό του λόγο ως εξής τα ψηλανεβάσματα των
Βλάχων:
Ανθίζουν πάνω τα βουνά, μας καρτεράνε, Θάνο.
Ταχιά, θαμπούλια φεύγουμε για τις ψηλές κορφούλες
και ποιός μας πιάν΄, αφέντη μου, ανθότυρο σαν φάμε.
Κι αρχίζουν τα χαράματα και την κοπή τ΄ο Θάνος,
απ΄ τις αμπάρες τις
ψηλές κι απ΄ το ζεστό μαντρί της,
τη βγάζει με σφυρίγματα, με σαλαγμούς και γέλια!
Μπρος πάει η Βλάχα κράζοντας τ΄ ολόχαρο κοπάδι
με το ζαλίκι το βαρύ στην πλάτη φορτωμένο,
με τα σκουτιά, με το παιδί στη σαρμανίτσα μέσα
και με το ζάλο τον κοφτό στα φουντωτά τσαρούχια.
Πιο πίσω πάει σφυρίζοντας και ψιλοτραγουδώντας
της στάνης ο πολύπραγος, ο λογγοπερπατάρης,
με την αγκλίτσα την
ψηλή στο χέρι του κρατώντας
κι όλο προσέχει την κοπή, τ΄ αρνάκια του κοιτάζει,
να μην ξεκόψουν και χαθούν απ΄ το τρανό μπουλούκι.
Η στέρφα πάει καμαρωτή, βελάζοντας η λιάρα
κι η βάκρινα με το χοντρό κουδούνι στο λαιμό της,
δίπλα στο μούργο περπατάει καμαρωτή και δαύτη.
Στην άκακη τη διάβα τους του λόγγου τα πουλάκια
τρομάζουν και ξαφνιάζονται κι αφήνουν το τραγούδι
και τρέχουν μεσ΄ στις λαγκαδιές και στα πηχτά τα λόγγα,
να κρύψουν τα κεφάλια τους λες και τα κυνηγάνε.
Κάποτε βάζει τις φωνές ο μπιστικός στην κρούτα
π΄ αφήνει το κοπάδι της και βόσκει στα πλευρά του
και κάποτε το γαύγισμα βραχνά τ΄ αρχίζ΄ο μούργος
κι απ΄ την παράξενη φωνή λακίζουνε τ΄ αγρίμια.
Σαν κουρασθούν, σε δροσερά λαγκάδια ξαποσταίνουν,
κοντά σε κρυσταλλόβρυσες και πίνουν καντιονέρια
και τρώνε μ΄ όρεξη
πολλή ψωμί και πρόβιο γάλα.
Σαν φύγ΄ ο κόπος ο πολύς και κλέψουν λίγον ύπνο,
μαζεύ΄ η Βλάχα τα σκουτιά, τα δεματιάζει ωραία,
βάζει στη νιάκα το παιδί, ζαλώνεται και παίρνει
απ΄όλους πρώτη το στρατί για το βουνήσιο στέκι.
Την εικόνα του γυρισμού από τα βουνά στα χειμαδιά μας δίνει
πάλι ο Βασίλης Λαμνάτος στο ακόλουθο ποίημά του, που περιέχεται στο βιβλίο του
«Απόμακρες φωνές»:
Κάθε φορά που σίμωναν οι παγωνιές, τα κρύα
κι άρχιζαν πάνω στις κορφές να σιγοπέφτουν χιόνια,
τότες θυμάμαι πέρναγαν μεσ΄ στου χωριού τις στράτες
απ΄ των Κραβάρων τα βουνά για τα χαμλά τα τόπια,
κοπάδια πρόβατα πολλά, βάκρινα, λάγια, μπέλα.
Άλλα στους κόρφους τ΄ Αντλικού κι άλλα στο Μεσολόγγι
κι άλλα κοντά σ΄ απανεμιές τελεύαν το ταξίδι,
κει που δεν άφηνε ποτέ της θάλασσας το χνώτο
να πέσει χιόνι, κρύσταλλο, να΄ ρθεί ο βαρύς χειμώνας.
Κ΄ η Βλάχα γοργοπόδαρη κι αλαφροπερπατούσα,
με ξομπλιασμένο το κορμί, μ΄ ασημικά στα στήθια
διάβαινε μπρος, κατάμπροστα μ΄ ένα διπλό καμάρι
πού΄ δινε χάρη κι ομορφιά στην κάθε πατησιά της.
Κι ο Βλάχος πίσω στη νουρά στου κοπαδιού το τέλος
με το βουνίσιο το κοφτό περπάτημα στα πόδια
ακολουθούσε χαρωπός τ΄ αραδιαστό μπουλούκι.
Κι εγώ στου δρόμου τις γωνιές, στους όχτους, στα πεζούλια,
καθόμουν και δεν χόρταινα να βλέπω.
Ανάγλυφη εικόνα της
πορείας προς τα βουνά από τον Βλάχο ποιητή Κώστα Κρυστάλλη
Μια ανάγλυφη εικόνα από πρώτο χέρι του επίπονου ταξιδιού των
Βλάχων στα βουνά και της σκληρής ζωής τους μας δίνει ο μεγάλος Βλάχος ποιητής (
από το Συρράκο) Κώστας Κρυστάλλης στο ακόλουθο ποίημά του:
Τι να΄ ναι η λαμπερή φωτιά μες ΄στο βουνό το πέρα
που πότε, πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται;
Αυτήν την ώρα οι μπιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.
Βόσκουν αυτά με τη δροσιά και με το κρύο της νύχτας,
σε γούπατον, σε λαγκαδιά και σ΄ όχτους απλωμένα.
Γλυκός, γλυκός αντίλαλος χύνεται απ΄ τα κουδούνια.
Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει,
κάποτε σκύλου βάβυσμα, βαθιά βαθιά γροικιέται
μέσ΄ στη μαυρίλα την πυκνή. Κι από τες στάνες γύρα
οι μπιστικοί συνάζονται, κόβουν κλαριά από κέδρους,
σταίνουν τετράψηλην φωτιά, στρώνονται αράδα αράδα.
Και μεσ΄ στην πύρα της φωτιάς, στη μυρωδιά του κέδρου,
καθένας λέει τα λόγια του. Κι άλλος για αγάπες λέγει.
Και μολογάει πως αγαπάει από καιρόν μια κόρην,
οπού του κάνει το βαρύ, κι αυτός απ΄ τον καημό του
να την μιλήσει δεν τολμά, να την τηράει λυγώνει.
Άλλος μιλάει για το φιλί και λέει πόσο γλυκό είναι.
Και μολογάει πως τ΄ άρπαξε το πρώτο από μια χήρα
που’ σκυψε για να πιεί νερό μεσ΄ στης Ωριάς τη Βρύση.
Και τώρα την καλόμαθε και με καλό τον παίρνει.
Άλλος για κούρσες μολογάει, για κλέφτες, για πρωτάτα,
για αρματωσιές, για σκοτωμούς και κάπου κάπου απλώνει
κι αναγυρίζει τη φωτιά και παίρνει ένα τραγούδι,
τραγούδι του παλιού καιρού, του Πάλλα το τραγούδι.
Άλλος για κυνήγι λέει στης νύχτας το καρτέρι,
σίντα ξεβγαίνει το
καπρί, τ΄ αρκούδι, το πλατόνι (ελάφι).
Άλλος πυξάρι πελεκάει και ζωγραφίζει αγκλίτσαν,
άλλος γαλαρακούδουνα περνάει στα κόθρια μέσα,
άλλος αδράχτι σφοντυλάει και κλώθει τ΄ αρνοπόκι,
άλλος καυκόπουλο κεντάει, άλλος καρδάραν δένει,
άλλος για τράστον, για αραγό μαδάει προβιάν καινούργια,
άλλος ξανοίγει τη φωτιά, τραβάει ολίγα θράκια
και ψένει από ημερόδεντρο βαλάνια και μοιράζει.
Άλλος θυμάται τους χορούς, άλλος αγάλια αγάλια
με τη βραχνή τζαμάρα του το «λάγιο αρνί» μαθαίνει.
Άλλος τον όμορφο βοσκό και τη βασιλοπούλα
θυμάται του παραμυθιού που τό΄λεγε η βαβά του.
Κι αρχίζει και μολογάει και οι γύρα τον ακούνε.
Κι ένας από όλους πλιό τρανός και απ΄ όλους λογισμένος,
που γέρνει απάνω στο ραβδί στερνός απ΄ όλους λέγει
για την τσοπάνικη ζωή, κι όλο τους ορμηνεύει
για τη βοσκή, για τ΄ άρμεγμα, για της ερμιάς τ΄ αγρίμι
για το μαντρί, για σάλαγον, για σάλισμα, για σκάρον,
για γέννα και για βύζαμα και για τον έρμο κούρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου