ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΒΟΥΝΙ

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Αρχαϊκή η γυναικεία ενδυμασία των Ριμένων της Ακαρνανίας

Πώς την περιγράφουν οι Γκούσταβ Βάϊγκαντ και Φραγκίσκος Πουκεβίλ που επισκέφθηκαν και την Ακαρνανία

 Γράφει ο Γιώργος Π. Μπαμπάνης

Οι ιδιαίτερα προσεκτικοί ξένοι περιηγητές Φραγκίσκος Πουκεβίλ, που επισκέφτηκε την Αιτωλία και την Ακαρνανία την περίοδο 1805-1815,  και Γκούσταβ Βάϊγκαντ, που επισκέφτηκε τα βλαχοχώρια της Ακαρνανίας  το 1890, δίνουν συγκεκριμένες περιγραφές για τη γυναικεία κυρίως ενδυμασία των Ριμένων της περιοχής μας, χαρακτηρίζοντάς την ως «αρχαϊκή».
Οι περιγραφές αυτές επιβεβαιώνουν τις ομοιότητες μεταξύ της αρχαίας ελληνικής γυναικείας ενδυμασίας και της ελληνοβλάχικης ενδυμασίας των έξι  βλαχοχωριών της Ακαρνανίας, τις οποίες παρουσιάζει ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου στο βιβλίο του «Τα βλάχικα έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες» (Εκδόσεις Δημήτρη Παπαδήμα, Αθήνα 2001), όπου δημοσιεύονται μαζί στην ίδια σελίδα (για σύγκριση) αρχαίες γυναικείες ενδυμασίες από αγγεία του στ΄ αιώνα π.Χ. και ελληνοβλάχικες  γυναικείες ενδυμασίες της περιοχής μας.

Συγκεκριμένα, ο Βάϊγκαντ αναφέρει τα εξής για την ενδυμασία της Ριμένας  της Παλαιομάνινας και, φυσικά, των άλλων πέντε βλαχοχωριών:

«Η ενδυμασία των γυναικών είναι αρχαϊκή και μοιάζει με αυτήν των Φαρσεριωτών. Φοράνε και αυτές ένα φέσι («τσουπάρε») με την «τσιτσεροάνα», ένα άσπρο μαντίλι που τυλίγεται γύρω από αυτό, και το γαλάζιο σεγκούνι με άσπρες ρίγες. Η διαφορά είναι η λεγόμενη τσίπα, ένα πανί που είναι πιο φαρδύ από τους ώμους και που καλύπτει το πιο πάνω μέρος του μπράτσου. Γι΄ αυτό οι Αρωμούνοι που ντύνονται έτσι στη Βόρεια Πίνδο λέγονται «Τσίπανοι». Όμως εδώ δεν άκουσα να χρησιμοποιούν αυτό τα όνομα μεταξύ τους. Αυτοί οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται στη διάλεκτό τους Αρμάνοι (Αρμάν), ενώ οι Έλληνες γύρω τους λένε Καραγκούνηδες…»

Η προγιαγιά μου Ελευθερία Στεργίου

(Από του βιβλίο του Gustav Weigand «Οι Αρωμούνοι» (Βλάχοι) (Τόμος Α΄, σελίδες 226 – 227). Πρωτοκυκλοφόρησε στη Λειψία το 1895 και στα ελληνικά το 1984. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. Έκδοση του Φιλολογικού, Ιστορικού και Λογοτεχνικού Συλλόγου Τρικάλων.

Επίσης, στον ίδιο τόμο του βιβλίου του (σελίδες 291 – 295) ο Βάϊγκαντ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την ενδυμασία των Ελληνοβλάχων Βλάχων, που έχει ως εξής:
«Δεν υπάρχει πια μια γενική ομοιόμορφη εθνική ενδυμασία. Το ντύσιμο διαφέρει ανάλογα με την περιοχή και τη φυλή, αλλά πάλι μπορούμε να μιλάμε για μια αρωμουνική ενδυμασία, όταν μιλάμε για τον κτηνοτροφικό πληθυσμό. Παρατηρείται ένα αρκετά ομοιόμορφο ντύσιμο, που μας δείχνει ότι υπήρχε μια ενιαία ενδυμασία, η οποία διέφερε από αυτή των άλλων εθνών. Αυτοί που μένουν περισσότερο καιρό μακριά από την πατρίδα ως έμποροι, δέχονται, λόγω της εργασίας τους, και την ξένη ενδυμασία, την οποία κρατάνε ακόμα και όταν γυρίζουν πάλι στην πατρίδα τους. Οι ανώτεροι έμποροι βάζουν φράγκικα ρούχα.

Όλα τα ρούχα που φοράει ο Αρωμούνος βοσκός στο κορμί του, εκτός από το κάλυμμα του κεφαλιού τους, κατασκευάζονται στο σπίτι. Οι γυναίκες και ακόμα και τα μικρά κορίτσια, όταν δεν έχουν τίποτ΄ άλλο να κάνουν, δουλεύουν με τη ρόκα και γνέθουν την κλωστή. Το πουκάμισο (kameasa) σπάνια είναι μόνο από καθαρό λινό, συνήθως ανακατεύεται με βαμβάκι. Στους άντρες φτάνει μέχρι τα γόνατα, στις γυναίκες ακόμα πιο χαμηλά. Πάνω τελειώνει με έναν γιακά, που μερικές φορές στολίζεται από ένα κέντημα (kukot). Οι άντρες που περνούν πολύ καιρό στο εξωτερικό, συνήθως φοράνε ένα μάλλινο πουκάμισο (fanela, φαρσεριώτικα faneaua) κάτω από αυτό.


Ο παππούς μου Δημήτρης Στεργίου

Πάνω από το πουκάμισο φοράνε μια εσωτερική φανέλα (τσιαμαντάνι) από μαλλί ή βαμβάκι ή ένα γιλέκο με συνδεμένα κομμάτια στο στήθος, που πολλές φορές είναι στολισμένα με κεντήματα. Πάνω από αυτό βάζουν τη σεγκούνα (τσιπούνι ή σιγκούνι), ένα ανοιχτό πανωφόρι χωρίς μανίκια, που φτάνει ως τα γόνατα και που στους Φαρσεριώτες είναι πάντα άσπρο. Σε ορισμένες περιοχές η σεγκούνα είναι και μαύρη και στολισμένη με κόκκινη, γαλάζια ή μαύρη λωρίδα. Αυτό το ρούχο δεν το φοράνε μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες, όμως σε αυτές έχει σχεδόν πάντα σκούρο χρώμα. Όταν είναι σε μορφή ζακέτας και έχει και μανίκια, το λένε kundus ή
skurtu. Αυτά τα ενδύματα συγκρατιούνται από ένα μεγάλο ζωνάρι (bran) από κόκκινο, άσπρο ή γαλάζιο ύφασμα, καμιά φορά και από μετάξι. Πάνω από αυτό βρίσκεται συνήθως μια δερμάτινη ζώνη με θήκες (σελάχι), όπου φυλάνε το μαχαίρι, το πιστόλι και κάτι τέτοια. Ανοιχτά μανίκια, που κρέμονται στη σεγκούνα από τον ώμο, λέγονται ντουλουμίτς, ενώ η μαύρη σεγκούνα με ζωνάρι και μανίκια λέγεται ντουλαμάς.


Οι γυναίκες γενικά φοράνε φούστες (φουστάνια) κάτω από τη σεγκούνα, συνήθως από μαύρο ύφασμα, μόνο στους Φαρσεριώτες είναι βαθύ γαλάζιο με άσπρες πλάγιες γραμμές. Πάνω από τη φούστα έχουν μια πολύχρωμη μάλλινη ποδιά (poala ή pudiao), που δεν στερεώνεται όμως από το ζωνάρι στη μέση, αλλά ένα χέρι πιο κάτω από ένα ειδικό ζωνάρι (tsika) με μια φαρδιά, καλλιτεχνικά επεξεργασμένη, ασημένια αγκράφα (tsuprek).
Πάνω από όλα ο άντρας φοράει ένα βαρύ μάλλινο πανωφόρι (σάρικα), στενό στη μέση, στο κάτω μέρος μακρύ και τσαλακωμένο. Το ένδυμα αυτό μπροστά είναι ανοιχτό, δεν είναι όμως τόσο μακρύ, όπως η σεγκούνα. Έχει μαύρο χρώμα, μόνο στους Φαρσεριώτες είναι άσπρο, με μακριούς μάλλινους φλόκους στην εσωτερική πλευρά. Τα μανίκια ή είναι ανοιχτά κομμένα και κρέμονται χαλαρά προς τα πίσω (ταλαγάνια) ή τελειώνουν σε ένα είδος γιακά (καπότα, μαλλιότο). Αυτό το πανωφόρι είναι αρκετά βαρύ, κυμαίνεται από 4 με 6 κιλά. Το ίδιο βάρος έχει και το πανωφόρι των βοσκών, που φτιάχνεται από μαλλιά γίδας (tambare) και χρησιμοποιείται ειδικά, όταν πρέπει να διανυχτερεύουν έξω.

Οι γυναίκες φοράνε, όπως και οι άντρες, μια σάρικα, μόνο που είναι πιο ελαφριά και περισσότερο στολισμένη. Όμως οι Φαρσεριώτισσες συνήθως έχουν μια κοντή, βαθιά γαλάζια ζακέτα (koatse) με πολλές διακοσμήσεις. Οι παντρεμένες γυναίκες και τα μικρά κορίτσια αυτής της φυλής φοράνε όλα τα ενδύματα εντελώς ανοιχτά πάνω από το στήθος- κάτι που δεν συνηθίζεται στους υπόλοιπους Αρωμούνους. Ένα ρούχο που το φοράνε αποκλειστικά οι Φαρσεριώτισσες είναι η τσιτσεροάνιε ή τσιτσεροάνα, ένα άσπρο μαντίλι, που το βάζουν γύρω από το κάλυμμα του κεφαλιού (tsupare). Οι άντρες συνηθίζουν να φοράνε ένα κόκκινο ή άσπρο φέσι (ή κατσιούλα, katsua), οι γυναίκες ένα κόκκινο φέσι και γύρω του ένα μαντίλι ή κοτσίδα (Ζαγόρι) ή, συνήθως, μόνο μια σκούρα μαντίλα. Στα πόδια φοράνε κάλτσες (τσουράπια, προπόδια) και μαύρα δερμάτινα παπούτσια (paputse) ή κόκκινα τσαρούχια. Οι φτωχοί κάνουν μόνοι τους ένα είδος σανδάλια από δέρμα αγελάδας…».

Ο Πουκεβίλ

Η περιγραφή της γυναικείας ενδυμασίας που κάνει ο Πουκεβίλ στο βιβλίο «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος» (σελίδα 348) αφορά κυρίως τις Ριμένες της Πίνδου, αλλά, όπως είναι γνωστό, από εκεί κατέβαιναν στα χειμαδιά και, τελικά, παρέμειναν στην περιοχή και οι Βλάχοι (αρωμούνοι) της Ακαρνανίας. Γράφει, λοιπόν, ο Πουκεβίλ:

«Οι γυναίκες είναι προικισμένες με το φυσικό χρώμα, που το πρότυπο του μας δίνει ο Ρούμπενς στην τεχνοτροπία του, και έχουν για ομορφιά μακριά ξανθιά μαλλιά, άλυκο στόμα και τη δροσιά της υγείας. Το πυκνό μάλλινο ύφασμα που τις καλύπτει, οι ποικιλόχρωμες μακριές και χοντρές κάλτσες, που φτάνουν μέχρι πάνω από το γόνατο και μια ποδιά από κόκκινο μάλλινο ύφασμα, που μόλις φτάνει να καλύψεις τα μέλη του σώματός τους, που δεν πρέπει να φαίνονται, αποτελεί την καθημερινή συνηθισμένη ενδυμασία τους…»
Επίσης, στη σελίδα 346 του ίδιου βιβλίου ο Πουκεβίλ συμφωνεί με το χαρακτηρισμό από το Βάϊγκαντ της γυναικείας ενδυμασίας των Βλάχων της Ακαρνανίας ως αρχαϊκής, σημειώνοντας: «Γέροι και νέοι, άντρες και γυναίκες, κοπέλες ντυμένες όπως ντύνονται οι παρθένες της «Σπάρτης…» (σημείωση του ιδίου: «οι Σπαρτιάτισσες ντύνονταν με μακρούς μάλλινους χιτώνες…»).

Η προ-προγιαγιά μου Παρασκευή Στόπη- Νταγιάντα

Περιγραφή βασικής ελληνοβλάχικης ενδυμασίας στην Ακαρνανία
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ

-          Σιαμέια (μαντίλι)
-          Τσιουπάρε (κάλυμμα της κεφαλής – για επίσημη ενδυμασία)
-          Φανέια ή φανέλα (φανέλα ή κορφοφανέλα)
-          Κιμιάσα (πουκουμίσα )
-          Σεγκούνα (σιγκούνι )
-          Κότσια (γιλέκο)
-          Ποδιάου (ποδιά- ελληνική λέξη)
-          Μπέρο ή ζώνα (ζώνη της ποδιάς)
-          Άλτιτσι (τα δύο μπροστινά τριγωνικά κομμάτια της ζώνης της ποδιάς)
-          Κλεισούτσα (κόπιτσες για να κλείσει μπροστά η ποδιά – ελληνική λέξη)
-          Τσουπρέκα (αγκράφα – μπροστά στη ζώνη της ποδιάς)
-          Περπόντια ή περπότς (κάλτσες – αρχαία ελληνική λέξη)
-          Πιπούτσια (παπούτσια)

Συμπληρωματικά κομμάτια για ειδικές συνθήκες (κρύο, πένθος κ.λπ):
-          Τσίπα (εσάρπα, ριχτή στον ώμο)
-          Σαρικούσια ή σιρικούσια (κοντός μάλλινος μανδύας, η σάρικα – λατινική λέξη sarica)

ΑΝΔΡΙΚΗ

-          Κιτσιούλα ή κατσιούλα (φέσι)
-          Κιντόου ή κοντόο ή κεντόσου (πουκάμισο)
-          Τσόριτσι (βρακοζώνα με μαύρες φουντωτές κορδέλες δεμένες κάτω από το γόνατο)
-          Σιγκούνια (σιγκούνι)
-          Ντουλμίτσιου (γιλέκο). Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται μονοκόμματο με τη φουστανέλα (ντουλαμάς)
-          Σιλέφια (σελάχι)
-          Τσιρούχιε (τσαρούχια)

Συμπληρωματικά κομμάτια για ειδικές συνθήκες:

-          Μαλλιότα (κοντός μάλλινος μανδύας – ελληνική λέξη). Λέγεται αλλού και Ταλαγάνι, που είναι σλάβικη λέξη!
-          Κουρίτσα (μακρύς μάλλινος μανδύας)

-          Ταμπάρε ή τιμπάρια (μακρύς μάλλινος μανδύας – κάπα από γιδίσιο μαλλί – κιπρίνα)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου