Αφιέρωμα
στον Δημήτρη Κοσσόβα, ο οποίος ύστερα από 50 χρόνια αποφάσισε να αποσυρθεί από
το άθλημα της πάλης αφήνοντας να κλείσει ένας κύκλος γεμάτος από επιτυχίες,
συγκινήσεις και μαθήματα ευγενούς άμιλλας σε όλους μας
Γράφει ο Γιώργος Π. Μπαμπάνης
Αν χρησιμοποιούσα
λέξεις με τις οποίες θα χαρακτήριζα τον Δημήτρη Κοσσόβα αυτές θα ήταν
δύο: Μαχητής και Δάσκαλος. Ένας
άνθρωπος, ο οποίος έζησε αρκετές δυσκολίες στη ζωή του καθώς αναγκάστηκε σε
μικρή ηλικία να ξενιτέψει στα καράβια. Ωστόσο, τύχη καλή και αγαθή, βρέθηκε
στην Αθήνα και στο Παναθηναϊκό, όπου βρήκε κατώφλι στο άθλημα της πάλης και
συγκεκριμένα στο στυλ της ελληνορωμαϊκής ( υπάρχει η ελεύθερη πάλη στην οποία αγωνίστηκε
αρκετές φορές) υπό τις οδηγίες του τότε προπονητή του Παναθηναϊκού και της
εθνικής ομάδας πάλης κ. Δημήτρη Σάββα.
Ο γράφων είχε την καλή τύχη να έχει προπονητή το Δημήτρη
Κοσσόβα, αφού ύστερα από δική του παρότρυνση έπεισε το πατέρα μου να
ασχοληθώ με το άθλημα της πάλης για 14
χρόνια έχοντας κατακτήσει κάποιες διακρίσεις. Χάρις σ΄ αυτόν γνώρισα ίσως τις μεγαλύτερες μορφές αθλητών,
όπως τον Πέτρο Γαλακτόπουλο (Χάλκινο, 1968 Μεξικό/ Αργυρό, 1972 Μόναχο), τον
Γιώργο Χατζηϊωαννίδη (Χάλκινο, 1980 Μόσχα), τον Μπάμπη Χολίδη (Χάλκινο, 1984 Λος Άντζελες/ Χάλκινο
1988 Σεούλ) και το μοναδικό Χρυσό Ολυμπιονίκη (Μόσχα 1980) του αθλήματος τον
Στέλιο Μυγιάκη. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που τον βίωσα κατάλαβα ότι είναι ένας άνθρωπος που για τους
συναθλητές του εκείνης της εποχής ήταν αδερφός και για τους αθλητές του
«πατέρας» ή αλλιώς Δάσκαλος. Δάσκαλος τόσο στη ζωή όσο και στον τρόπο να σού
μάθει την πάλη, δηλαδή σ’ ένα άθλημα που
είναι ατομικό και οι αντίπαλοί σου είναι δύο: ο εαυτός σου και ο φόβος σου. Μας
έμαθε να είμαστε οικογένεια, να φροντίζουμε ο ένας τον άλλο και να θυμόμαστε
αυτό που αναφέρει ο Πλούταρχος στο βιβλίο του «Βίοι Παράλληλοι» («Λυκούργος»,
21) για τους χορικούς λόγους και
αντίλογους στην Σπάρτη. Στις μεγάλες αυτές γιορτές λάμβαναν μέρος τρεις χοροί, ο χορός των
γερόντων, ο χορός των ανδρών και ο χορός των παίδων. Στις γιορτές εκείνες το
λόγο άρχιζε πρώτος ο χορός των γερόντων που έψελνε: "Άμμες ποκ΄ ήμες
άλκιμοι νεανίαι", όπου στη νεοελληνική σημαίνει "Εμείς ήμασταν
κάποτε ρωμαλέοι νέοι". Στον παραπάνω λόγο τότε ο χορός των ανδρών
απαντούσε, επιδεικτικά: "Άμμες δε γ΄ ειμέν, αι δε λης πείραν λάβε"
(=Εμείς είμαστε τώρα, αν θέλετε δοκιμάστε). Στη συνέχεια το λόγο λάμβανε ο
χορός των παίδων που δήλωναν ως υποσχετικό όρκο: "Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα
πολλώ κάρρονες" (=Εμείς όμως θα γίνουμε καλύτεροι). Αυτόν τον
υποσχετικό λόγο υπενθύμιζε σε όλους ο Δημήτρης Κοσσόβας.
Η πάλη, όπως συνεχώς επισημαίνει, έμελλε να είναι για
αυτόν το πεπρωμένο του. Πάνω σ΄ αυτήν θα έχτιζε μια δική του κορυφή που για να
τη φτάσει χρειάστηκε αρκετό πείσμα και σκληρή δουλειά, διότι έπρεπε να
αντιμετωπίσει μεγαθήρια εκείνης της εποχής, αθλητές δηλαδή που είχαν διακρίσεις τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε
ολυμπιακό επίπεδο. Ωστόσο, εκείνος κατάφερε να έχει αρκετές επιτυχίες σε πανελλήνια
πρωταθλήματα, σε πανευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα. Εκείνη όμως
η διάκριση που τού λείπει από αυτή τη λαμπρή πορεία του ήταν η συμμετοχή του σε
μία Ολυμπιάδα. «Δυστυχώς ένας τραυματισμός που είχα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα
σε πανευρωπαϊκούς αγώνες ήταν μοιραίος και έτσι έχασα το εισιτήριο για την
Ολυμπιάδα στο Μόντρεαλ του Καναδά το 1976», μου εκμυστηρεύτηκε.
Κατάφερε όμως να κάνει κάτι που ελάχιστοι προπονητές
προσπαθούν να πετύχουν. Να παντρέψει τα
γράμματα με τον αθλητισμό! Κατάφερε αυτό που εφάρμοζαν οι αρχαίοι Έλληνες,
δηλαδή να μεταλαμπαδεύσει σε εμάς τους
νέους το γνωστόν αρχαιοελληνικό « νοῦς ὑγιής
ἐν σώματι ὑγιεῖ «. .Έτσι σήμερα πολλοί αθλητές του είναι φοιτητές στο Εθνικό
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ως μαθηματικοί, γιατροί, φυσικοί, φιλόλογοι
αλλά και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Και άμα τον ρωτήσετε πώς νιώθει για
αυτό θα σάς απαντήσει: «Εγώ τους αθλητές μου τους ήθελα πρώτα μορφωμένους με
διπλώματα για να σταθούν σωστά στην κοινωνία και η πάλη να είναι το χόμπι
τους».
Αυτός είναι ο Δημήτρης Κοσσόβας. Ένας μετριόφρων,
πειθαρχημένος και φιλήσυχος άνθρωπος που έβαλε και εκείνος το δικό του λιθαράκι
στην πάλη και θα παραμείνει στην ιστορία ως ο
«ο γίγαντας» με την ευγενική ψυχή
και για εμάς, τους συγχωριανούς, τους νέους, παράδειγμα προς «μίμησιν» για το
«ευ αγωνίζεσθαι» και τους παλαιότερους το μεγάλο … «καμάρι» τους.
Το 1966 εντάχθηκε
στην ομάδα πάλης του Παναθηναϊκού
στον οποίο αγωνίστηκε για 19 έτη μέχρι και το 1985. Στη συνέχεια
ανέλαβε τη θέση του προπονητή του τμήματος πάλης του Παναθηναϊκού.
Αγωνιζόμενος στο πρωτάθλημα Ελλάδος αναδείχθηκε 3 φορές
πρωταθλητής, 6 φορές κατέκτησε τη 2η θέση και 3 φορές κατατάχθηκε 3ος.
Σημαντικότερες διεθνής διακρίσεις του αποτελούν η 7η θέση στο Παγκόσμιο
Πρωτάθλημα το 1974 στο Κατοβίτσε,
η 7η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1975
στη Γερμανία και η 8η θέση στο
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1974 στη
Μαδρίτη. Σε Διεθνή Τουρνουά κατέκτησε την 1η θέση το 1971 στη Γιουγκοσλαβία και τη 2η θέση στο Τουρνουά Ακρόπολις την ίδια χρονιά. Αναδείχθηκε επίσης
3ος στα Διεθνή Τουρνουά του Τορίνο
το 1972 και της Αλεξάνδρειας το 1976. Έχει κατακτήσει
τέσσερις φορές την 4η θέση στο Πρωτάθλημα ΣΙΣΜ.
Για την παρουσία του έχει βραβευτεί από το σύλλογο παλαιμάχων
της ομάδας ενώ έχει ψηφιστεί από τους φιλάθλους ανάμεσα στους 8 σημαντικότερους
φορείς και αθλητές του Παναθηναϊκού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου