Ολημερίς οι άντρες τίναζαν τις βελανιδιές με μεγάλη ξύλινη βέργα (ικόστα) και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας μάζευαν το χλωρό βελανίδι, που έπεφτε σα χαλάζι και το έβαζαν σε σακιά.
Γράφει η: Πηγή Δ. Χαντζή*
Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κάτω από τη βελανιδιά.
Ήταν κάποτε παλιά, πριν το 1964, εποχή κατά την οποία το βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου πέρα από την περιβαλλοντολογική πλευρά, είχε και την οικονομική, αφού ο καρπός της βελανιδιάς, το βελανίδι ήταν πηγή πρόσθετου εισοδήματος για τους χωρικούς.......
Ήμουν μικρό παιδί και πήγαινα στο δημοτικό σχολείο του Στρογγυλοβουνίου Ξηρομέρου, που αριθμούσε τότε 115 μαθητές μαζί με τα παιδιά της Μάνινας-Πηγάδια. Όταν δεν είχαμε σχολείο, από πολύ μικρή ηλικία βοηθούσαμε τους γονείς μας στις καλλιέργειες αλλά και στη συλλογή του Βελανιδιού. Ο καπνός στα Πηγάδια, το βαμβάκι και το καλαμπόκι στο Βάλτο και το βελανίδι στο Ψηλοβράχι, τη Μηλιά, τη δεξαμενή, τα Παλιοκόπρια κ.α. μου έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό μου για πολλούς λόγους αλλά κυρίως το μάζεμα του βελανιδιού, διότι το εμπορεύονταν ο πατέρας μου, ο Δημήτριος Ν. Χαντζής και ο θείος μου Φώτιος Ν. Χαντζής, ο Νικόλαος Ράπτης και ο Γεώργιος Κ.Κοσσόβας, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Οι καλοκαιρινοί μήνες ήταν πολύ κουραστικοί, διότι ήταν η εποχή του καπνού και ξυπνούσαμε νύχτα 3 π.μ. να ξεκινήσουμε για το χωράφι, να μαζέψουμε τα φύλλα καπνού με τη δροσιά και μετά να τον φορτώσουμε στα ζώα και να πάμε στο χωριό να τον αρμαθιάσουμε.
Η περίοδος του βελανιδιού άρχιζε μετά τον Δεκαπενταύγουστο, αφού τελείωνε ο καπνός. Όλη η περιφέρεια είχε μοιραστεί σε τεμάχια και έπαιρνε κάθε οικογένεια το δικό της. Ανάλογα με τον αριθμό των μελών της οικογένειας καταχωρίζονταν και ο αριθμός των βελανιδιών που δικαιούνταν.
Ολημερίς οι άντρες τίναζαν τις βελανιδιές με μεγάλη ξύλινη βέργα (ικόστα) και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας μάζευαν το χλωρό βελανίδι, που έπεφτε σα χαλάζι και το έβαζαν σε σακιά. Το απόγευμα το φόρτωναν στα ζώα και το έφερναν στο χωριό, όπου το άπλωναν στους κήπους, για να ξεραθεί. Λίγο πριν ξεραθεί τελείως καθόμασταν πάνω σε κουρελούδες στο χώμα και με την τσιγκρισούλα βγάζαμε το βελάνι από το βελανίδι να το δώσουμε ως τροφή στα γουρούνια και το υπόλοιπο βελανίδι το βάζαμε, ξερό πια, σε σακιά και το πηγαίναμε στο μαγαζί να το πουλήσουμε.
Εδώ, αυτό το σημείο της διαδικασίας θα μου μείνει αξέχαστο. Έβλεπα τον πατέρα μου και το θείο μου να ζυγίζουν τα σακιά με το βελανίδι σε μια πλάστιγγα, να σημειώνουν σε μπλοκάκι τα κιλά, να λογαριάζουν την τιμή του, να παίρνουν το βελανίδι και να δίνουν στους πελάτες τρόφιμα ή χρήματα.
Συγκεκριμένα θυμάμαι πολύ καλά γυναίκες από την Παλαιομάνινα να έρχονται με φορτωμένα ζώα με ξερό βελανίδι (αυτό επιτρεπόταν παντού να μαζεύεται), να το ζυγίζουν στην πλάστιγγα, να το παρασίνουν και μετά να φεύγουν φορτωμένες με μακαρόνια, ρύζι, αλεύρι, σαπούνι, λάδι κ.α. κι έτσι εξασφάλιζαν τα εφόδια για το χειμώνα.
Παίρνοντας το βελανίδι ο πατέρας μου και ο θείος μου, το άδειαζαν στις αποθήκες, όπου το κρατούσαν μέχρι να’ ρθει το φορτηγό να το φορτώσει. Ακόμα και το καφενείο μας κατά καιρούς ήταν γεμάτο ξερό βελανίδι.
Επίσης θυμάμαι καθαρά να έρχεται στο χωριό από τον Αστακό ένας ονόματι Καρασεβδάς με μεγάλο φορτηγό και έπαιρνε τα σακιά με το βελανίδι, το πήγαινε στον όρμο του Αγ. Παντελεήμονα στον Αστακό κι εκεί το φόρτωναν σε καράβι με προορισμό τη Μυτιλήνη, στο εργοστάσιο του Σουρλάγκα, όπου επεξεργάζονταν το βελανίδι για την παραγωγή βαφών. Πρόσφατα, όταν πήγα για διακοπές στη Μυτιλήνη, πέρασα από τον κόλπο της Καλλονής, όπου ήταν το εργοστάσιο του Σουρλάγκα και ξύπνησαν μέσα μου παιδικές μνήμες και νοσταλγία του ξεχασμένου παρελθόντος και των αγαπημένων μου προσώπων, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή αλλά που τόσο μου λείπουν.
Απ’ όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι το βελανίδι αποτελούσε πρόσθετο εισόδημα για τα νοικοκυριά του χωριού μας, αφού βοηθούσε όχι μόνο στην αγορά καταναλωτικών αγαθών, στην εξόφληση χρεών αλλά και στην εξασφάλιση χρημάτων.
Από τη ζωή της υπαίθρου και το χωριό έφυγα και πήγα στο Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι, για να μάθω γράμματα, όπως έλεγαν οι γονείς μου, για να ζήσω μια καλύτερη ζωή. Ο καιρός πέρασε και έγινα καθηγήτρια φιλόλογος, που ήταν το όνειρο της ζωής μου και συνεργάστηκα με πολλούς μαθητές όλα αυτά τα χρόνια και η ζωή μου πήρε άλλη κατεύθυνση. Μα κι άλλη ζωή να ζούσα, πάλι φιλόλογος θα ήθελα να γίνω, αυτό ήταν το μεράκι μου : να συνεργάζομαι με έφηβους 15-18 χρόνων. Παρ’ όλα αυτά πολλές φορές νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια, τις αγροτικές δουλειές, τη νυχτερινή πεζοπορία για τον καπνό με συνοδεία την καλοκαιρινή πανσέληνο, την ενατένιση του έναστρου ουρανού και την εξήγηση που μου έδινε ο πατέρας μου για ορισμένα αστέρια, το καταπληκτικό γλυκοχάραμα και την ανατολή του ήλιου, το δροσερό αέρα και τον ίσκιο της βελανιδιάς και την ομορφιά του βελανιδοδάσους συνολικά.
Σκεπτόμενη λοιπόν όλα αυτά μου ήρθε στο νου μου ο Αλ. Παπαδιαμάντης που έζησε το 19ο στην Αθήνα κι εργαζόταν ως δικηγόρος αλλά νοσταλγούσε πολύ τη ζωή της υπαίθρου και συγκεκριμένα της Σκιάθου, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Η νοσταλγία αυτή αντικατοπτρίζεται πολύ καλά στις φράσεις με τις οποίες αρχίζει και τελειώνει το διήγημα «Το όνειρο στο κύμα» που είναι οι εξής : Αρχή διηγήματος: «Η μήν πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοχτώ ετών και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω ήμην ευτυχής»..και τελειώνει : «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη.»
(* Πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου των Στρογγυλοβουνιωτών «το Ψηλοβράχι»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου