Ένα μικρό επίκαιρο
αφιέρωμα με τα συναρπαστικά βλάχικα γαμήλια έθιμα με αρχαιοελληνικές ρίζες,
όπως κορυφώθηκαν στην Παλαιομάνινα με την αναβίωσή τους και τη διάσωσή τους από
την Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας
Του Γιώργου Π. Μπαμπάνη
Μήνες πολιτιστικών και λαογραφικών εκδηλώσεων ο Ιούλιος και
ο Αύγουστος και ήδη όλοι σχεδόν οι πολιτιστικοί σύλλογοι της
περιοχής μας έχουν ανακοινώσει τα προγράμματα των σχετικών πρωτοβουλιών τους,
οι οποίες, όπως είναι γνωστόν, είχαν κορυφωθεί στην Παλαιομάνινα στα τέλη της
δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με κορυφαίο θέμα τον
βλάχικο γάμο, που συνοδευόταν από παραδοσιακούς
χορούς και τραγούδια και από συναυλίες κορυφαίων τραγουδιστών και μουσικών.
Είναι αλήθεια ότι ο γάμος είναι το πιο σημαντικό γεγονός στη
ζωή των ανθρώπων και κατέχει σημαντικό κομμάτι στη ζωή κάθε κοινωνίας και,
φυσικά, στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας, των κατοίκων των έξι βλαχοχωριών
της Αιτωλοακαρνανίας, όπου ακόμα και σήμερα διατηρούνται οι περισσότερες παραδόσεις και τα γαμήλια έθιμα εδώ
και αιώνες που έχουν εκπληκτικές αρχαιοελληνικές ρίζες..
Έκρινα, λοιπόν, σκόπιμο να κάνω ένα αφιέρωμα στον βλάχικο
γάμο και πανάρχαια έθιμα, όπως γινόταν στα παλιότερα χρόνια στα έξι βλαχοχώρια
της Αιτωλοακαρνανίας (με μεγαλύτερο
εκείνο της Παλαιομάνινας) με συνοπτικά στοιχεία που βασίζονται στο γνωστό
βιβλίο του παππού μου δημοσιογράφου και συγγραφέα Δημήτρη Στεργίου υπό τον
τίτλο «Τα βλάχικα έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες» (Εκδόσεις
Δ. Παπαδήμα, Αθήνα 2001.
1. Το προξενιό: Τα παλαιότερα χρόνια οι γάμοι των
Ελληνόβλαχων βασίζονταν στο προξενιό. Σπάνια παντρεύονταν οι Βλάχοι από αγάπη.
Τον κύριο λόγο είχε ο πατέρας ή στενός συγγενής της κοπέλας, στον οποίο έκαναν
προτάσεις ή μεσολαβούσαν προξενητάδες, είτε από το μέρος του άντρα είτε από το
μέρος της κοπέλας. Βασική προϋπόθεση για να έχει αίσια έκβαση το προξενιό ήταν
η καταγωγή τους, το σόι - το τζάκι τους, και φυσικά η ανάλογη
οικονομική-περιουσιακή κατάστασή τους. Άλλωστε, αυτό το έλεγαν πάντα με καμάρι
οι Ελληνόβλαχοι της Ακαρνανίας: «Πάρε σκύλα από κοπάδι και γυναίκα από τζάκι».
Όμως αυτό δεν ήταν εύκολο, διότι, όπως έλεγαν οι παππούδες μας, ο πατέρας της
κοπέλας, που ήταν από τζάκι, διάλεγε για γαμπρό εκείνον που είχε και τη
μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, δηλαδή
εκείνον που θα πρόσφερε τα περισσότερα
δώρα στην υποψήφια νύφη. Πρόκειται για
ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή, όταν «ο μνηστήρας πρόσφερε δώρα στον
πεθερό του, δηλαδή σε αυτόν που αγόραζε την κόρη του». Βέβαια, η συνήθεια αυτή
στην κοινωνική ζωή των Ελληνοβλάχων
άλλαξε ή , καλύτερα, καταργήθηκε ύστερα από … 4.000 χρόνια, αφού τώρα
γίνεται το ακριβώς αντίθετο (ο πατέρας της νύφης δίνει την κόρη του και …
«προίκα» στον γαμπρό τους!!!). Ας μην ξεχνάμε ότι δώρα πρόσφεραν στην Πηνελόπη
και οι Μνηστήρες της. Να τι λέει η Πηνελόπη στους στίχους 276 – 279 Ραψωδίας σ΄
της «Οδύσσειας»:
«Όταν γυρεύουν μιαν αρχόντισσα και πλουσιοθυγατεέρα,
να παντρευτούν και συνερίζονται ποιος ταίρι θα την πάει,
δικά τους βόδια πάντα φέρνουνε κι αρνιά καλοθρεμμένα
να φάνε οι συμπέθεροι, κι όμορφα της κόρης δίνουν δώρα»
Η γνώμη των μελλονύμφων ελάχιστα λαμβάνονταν υπόψη. Αυτό
έλεγε και ο Ηρόδοτος: «Πάρτε γι΄ άντρα σας αυτόν που θέλουν οι γονείς σας»! Στην
περίπτωση που αποφασίζονταν και από τις δυο πλευρές «το συμπεθεριό», οι δυο
οικογένειες έδιναν «λόγο». Ο λόγος αυτός ήταν συμβόλαιο.
2. Ο αρραβώνας: Στη συνέχεια, κάποιο βράδυ, ο πατέρας ή ο
θείος της νύφης πήγαιναν στο σπίτι του μέλλοντος γαμπρού με ένα παγούρι γεμάτο
ούζο για να «πιάσουν το χέρι» όπως έλεγαν. Η οικογένεια του γαμπρού έβαζε σ’
ένα άσπρο μαντίλι μαύρες σταφίδες, λουκούμια και ένα νόμισμα για να τα πάνε
στην υποψήφια νύφη. Η κοπέλα, με τη σειρά της, πρόσφερε ένα χειρομάντιλο. Κάθε
Κυριακή γινόταν επίσκεψη στο σπίτι της αρραβωνιασμένης κοπέλας, από την
οικογένεια του γαμπρού, και της πρόσφεραν δώρα (κεράσματα). Η αρραβωνιασμένη,
με τη σειρά της, έκανε δώρα στους συγγενείς του αρραβωνιαστικού της.
Ακολουθούσε η τελετή του «καφέ», (καφέι όπως λέγεται στα
βλάχικα), όπου το σόι του γαμπρού και άλλοι στενοί συγγενείς πήγαιναν
καλεσμένοι στο σπίτι της νύφης. Εκεί πρόσφεραν στη νύφη στολίδια- αρμαλί (από
το ρήμα αρματώνω εδώ με τη σημασία του εξοπλίζω με κοσμήματα) και χρήματα. Η
νύφη έδινε «αμπόλιες» (πετσέτες προσώπου) τις οποίες οι καλεσμένοι έριχναν στον
ώμο τους επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Στο δρόμο εκείνοι που τους έβλεπαν τους
έδιναν ευχές όπως:
-Ντι ίνιμα αταάου (Από την καρδιά σου)
-Άλμπε σ’ τι βέντου (Λευκή να σε δούμε)
Ακολουθούσε το κάλεσμα της μητέρας του γαμπρού που με
γυναίκες συγγενείς πήγαινε κι αυτή στο σπίτι της νύφης όπου μέσα από ένα διπλό
σακούλι(ντισάγκα) πρόσφερε στη νύφη δώρα και το βλάχικο γλυκό «πίτα ντι νιέρι (
πίτα από μέλι), ένα είδος στριφτού μπακλαβά. Η νύφη με τη σειρά της πρόσφερε
ποδιές και χειρομάντιλα και στην πεθερά της ένα κόκκινο λουλουδιασμένο μαντίλι.
Ερχόταν στη συνέχεια και η σειρά του γαμπρού να επισκεφτεί
το σπίτι της νύφης. Καλούσε, λοιπόν, κι εκείνος στενούς συγγενείς και φίλους
και πήγαινε στο σπίτι της πεθεράς του. Οι συγγενείς προσέφεραν στη νύφη χρήματα.
Ο γαμπρός πρόσφερε στην μεν πεθερά μια οκά ζάχαρη και στην αρραβωνιαστικιά του
ένα «αρμαλί» (χρυσή αλυσίδα με χρυσό σταυρό). Η νύφη πρόσφερε σ’ όλους ένα
χειρομάντιλο. Έτσι ολοκληρώνονταν τα έθιμα του αρραβώνα.
Η νύφη, για όσο καιρό ήταν αρραβωνιασμένη, δεν πήγαινε στο
σπίτι των πεθερικών της αλλά ούτε κι απ’ έξω περνούσε. Όταν πήγαινε ο γαμπρός
στο σπίτι της μόλις τον έβλεπε έπρεπε να φύγει από το σπίτι της. Σύμφωνα μ’
αυτά τα έθιμα ποτέ οι δυο αρραβωνιασμένοι δεν βρίσκονταν μόνοι τους πριν το
γάμο έστω να κουβεντιάσουν, τουλάχιστον φανερά. Επιπλέον όταν η νύφη μιλούσε
για τον αρραβωνιαστικό της χρησιμοποιούσε τη λέξη «ίο»=αυτός και εκείνος
χρησιμοποιούσε τη λέξη «ία»=αυτή, που είναι ομηρικές λέξεις. (Ιλιάδα, Δ-437)
Ένα περίπου μήνα πριν από το γάμο οι συμπέθεροι κανόνιζαν
την ακριβή ημερομηνία του γάμου. Από κείνη τη στιγμή άρχιζαν οι προετοιμασίες:
3. Στο δάσος για ξύλα «σουρτσέλια»: Ένα περίπου μήνα πριν
από το γάμο οι συμπέθεροι κανόνιζαν την ακριβή ημερομηνία του γάμου. Από κείνη
τη στιγμή άρχιζαν οι προετοιμασίες. Μια εβδομάδα πριν το γάμο από το σπίτι του
γαμπρού καλούσαν τις νέες κοπέλες για να πάνε Κυριακή το πρωί να μαζέψουν ξερά,
λιανά (λεπτά) ξύλα, τα «κάγκανα» λέξη ομηρική κι αυτή (Ιλιάδα Φ-364). Πήγαιναν,
λοιπόν, στο δάσος, μάζευαν λιανόξυλα και
τα συγκέντρωναν σ’ ένα σημείο, όπου τις περίμενε η μάνα του γαμπρού και τους
πρόσφερε «κουάκου»(ψωμί – κουλούρα ζυμωτό).
4. Τα Φλάμπουρα: Δυο μεγάλα αγόρια, συγγενείς του γαμπρού,
είχαν ετοιμάσει τα «φλάμπουρα», τις σημαίες. Τα κοντάρια τους ήταν από ξύλο
αγραπιδιάς. Το ένα φλάμπουρο ήταν από κόκκινο πανί με τέσσερις πέντε φούντες =
«φλόκου» από μαλλί προβάτου. Το άλλο ήταν από άσπρο πανί με τέσσερις ή πέντε
κόκκινες φούντες. Στα μυτερά άκρα των κονταριών έμπηγαν τρεις στρογγυλές
«μπουσελιέ»= μαλακούς καρπούς βαλανιδιάς ή μήλα. Αυτά ήταν τα σύμβολα του
γάμου. Μετά τη συλλογή των ξύλων και την κατασκευή των φλάμπουρων, ξεκινούσαν
για το χωριό με χορούς και τραγούδια. Τα φλάμπουρα τα κρατούσαν δυο μικρά
αγόρια των οποίων και οι δυο γονείς ζούσαν.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, οι γυναίκες φορτώνονταν με τα ξύλα =
«ζαλί γκα» και γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού. Το ένα αγόρι έπαιρνε το κόκκινο φλάμπουρο
και έμπαινε στο χορό. Εκείνη τη στιγμή ακούγονταν το ακόλουθο τραγούδι:
Ουν μέρου ρόσιου του λεβάντι Ένα
μήλο κόκκινο στο λιβάδι
τριανταφίου ακό ντι πάντι, τριαντάφυλλο
εκεί από τη λάκκα
έσιοθ, τύνη τριανταφίου ρόσιου, έβγα, συ τριαντάφυλλο κόκκινο
τσι άι τζόνι τσι σ’ πόρτε. που
έχεις λεβέντη και σε φοράει.
Ακολουθούσε το αγόρι με το άσπρο φλάμπουρο. Όταν έμπαινε στο
χορό έλεγαν το τραγούδι:
Έσιου, τύνη τριανταφίου άλμπε
Έβγα συ τριαντάφυλλο άσπρο,
τσι τι άρε αούσλιε πι μπαρμπε που σ’ έχουν οι γέροι στα γένια
Έφταναν έτσι όλοι στο σπίτι του γαμπρού, οι γυναίκες με τα
ξύλα στον ώμο και τ’ αγόρια με τα φλάμπουρα. Άφηναν τα ξύλα και στη συνέχεια
έστηναν χορό. Κρεμούσαν τα φλάμπουρα πάνω και αριστερά και δεξιά της πόρτας του
γαμπρού. Εκεί έμεναν για σαράντα μέρες για να δείχνουν ότι το σπίτι έχει γάμο,
έχει χαρά.
Πριν κρεμαστούν τα φλάμπουρα, μια από τις γυναίκες που ήταν
στενή συγγενής του γαμπρού έσερνε πρώτη το χορό με το φλάμπουρο στον ώμο της.
Το τραγούδι που τραγουδούσαν ήταν:
Κάι εστ τύνη τσι τράτζε κορ,
άι κι πλέντζι μόι φιτσιόρ,
εγινόι, σ’ φούτζε νεπόι.
Μίνι έσκου, ουά, μίνι έσκου,
κιάμα πλέντζι τσι σ’ φάκου,
μίνι κόρου νου ασπάργκου,
κι νομ κότσιε τσα σ’ μπάκου,
κότσιε νου φέτσι ράπτρου, ντι ντράκου.
Εγινόι, σ’ φούτζε νεπόι Έλα
και φεύγεις μετά.
Ποια είσαι εσύ που τραβάς το χορό;
Έλα γιατί κλαίει το παιδί σου
Έλα και φεύγεις μετά
Εγώ είμαι βρε, εγώ είμαι.
Κι αν κλαίει, τι να του κάνω
εγώ το χορό δεν τον χαλάω
γιατί δεν έχω ποδιά να φορέσω
Ποδιά δε μου έκανε αυτός ο ράφτης ο διάβολος
Ποια είσαι εσύ που τραβάς το χορό;
Έλα γιατί κλαίει το παιδί σου
Έλα και φεύγεις μετά
Εγώ είμαι βρε, εγώ είμαι.
Κι αν κλαίει, τι να του κάνω
εγώ το χορό δεν τον χαλάω
γιατί δεν έχω ποδιά να φορέσω
Ποδιά δε μου έκανε αυτός ο ράφτης ο διάβολος
Μετά έκοβαν τρία
ξύλα. Ένα για τη νύφη, ένα για το γαμπρό κι ένα για το νονό. Τα έπαιρνε ένα
κορίτσι, τυλιγμένα σε μια «ντισάγκα» και τα έδινε στην πεθερά. Συνέχιζαν όλη
την ημέρα χορεύοντας και τρώγοντας σταφίδα, λουκούμια και στάρι που είχαν
βράσει στο καζάνι.
Σ’ όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις των Βλάχων κυριαρχεί ο
αριθμός «3» καθώς και η σταφίδα, τα
μήλα, το στάρι που στην αρχαιότητα ήταν ιερά σύμβολα της γονιμότητας και του
έρωτα.
Τα λιανόξυλα, που έφερναν οι γυναίκες, μαζί με τα χοντρά
ξύλα που κουβαλούσαν τα παλικάρια του χωριού την Πέμπτη χρησιμοποιούνταν για το
βράσιμο του γαμήλιου φαγητού το Σάββατο και την Κυριακή το βράδυ. Έβραζαν κρέας
με μακαρόνια χοντρά στα καζάνια. Κι αυτό γιατί ο γαμπρός έκανε και κάνει ακόμα
γαμήλιο τραπέζι για όλο το χωριό.
5. Τα προζύμια: Το έθιμο «Άναμμα του Προζυμιού» (απρίντου αώτου) εντασσόταν στις
πολυήμερηες προετοιμασίες για το βλάχικο γάμο. Μετά τις "σουρτσέλες" την
προηγούμενη Κυριακή,
την Τρίτη πριν από το γάμο, το βράδυ συγκεντρώνονταν στο σπίτι του γαμπρού
συγγενείς του καθώς και της νύφης για να «ανάψουν» (απρίντου στα βλάχικα) τα
«προζύμια» (αώτου στα βλάχικα). Όλοι μαζί, γυναικόππαιδια, κυρίως ξεκινούσαν
προς τον ορισμένο, από τους παλαιότερους, δρόμο που ήταν προς την εκκλησία του
χωριού. Δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, των οποίων ζούσαν και οι δύο
γονείς κρατούσαν στα χέρια τους από ένα «γκιούμι», δηλαδή μαστραπά (χάλκινη
κανάτα στην οποία τοποθετούσαν στο καθημερινό τραπέζι με νερό) και στο οποίο
είχαν ρίξει πριν ξεκινήσουν λίγο νερό. Στη διαδρομή σταματούσαν τρεις φορές και
συγκεντρωμένοι όλοι γύρω από τα παιδιά που κρατούσαν τους μαστραπάδες έλεγαν το
ακόλουθο τραγούδι:
"Ούμπλε, σορ, βιάρσε φράτι,
τσα σ΄ντι ντεμ απε α λε κρεπάτι ..
Τριανταφίου ακό του πάντι
ουν ρόσιου του λιβάντι
Για βινίμ, για βινίμ
Ουμπετς ποόσκρα ντι γιν,
βιάρσε γιν, βιάρσε ρικίε
βιάρσε γιν, βιάρσε ρικίε
ζίνε βιάστα κου τιμίε".
(Γέμισε αδερφή, γέμισε αδερφέ
για να δώσουμε νερό στη σκασμένη από δίψα.
Τριαντάφυλλο εκεί στη λάκα,
ένα κόκκινο από λιβάδι.
Ερχόμαστε, ερχόμαστε,
να μεθύσι η πλόσκα (βουτσελάκι.
Γέμισε κρασί,
γέμισε ρακί,
να έρθει η νύφη
με τιμή).
Η λέξη «φράτι» είναι καθαρώς ομηρική. Φανερώνει βαθμό
συγγενείας. «Κρίν΄ άνδρας κατά φύλα κατά φρήτρας, Αγαμέμνων= χώρισε τους άνδρες
σε φυλές και σε συγγενείς, Αγαμέμνων» (Ιλιάς Β, 362- 363).
Με τον ίδιο τρόπο γύριζαν ξανά στο σπίτι του γαμπρού, όπου
δύο παιδιά,
ένα αγόρι και ένα κορίτσι , των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς, κοσκίνιζαν σε μια σκάφη ζυμώματος (κιπιστέρε στα βλάχικα) αλεύρι. Μια ανύπαντρη κοπέλα με το νερό που ήρθε με τους μαστραπάδες και το αλεύρι ζύμωνε προζύμι, το οποίο γύριζε στους καλεσμένους και οι οποίοι κολλούσαν πάνω του νομίσματα. Κατά τη στιγμή που γίνονταν όλα αυτά, δηλαδή έριχναν το νερό από τον ένα μαστραπά στον άλλο, έλεγαν τρεις φορές το ακόλουθο τραγούδι:
ένα αγόρι και ένα κορίτσι , των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς, κοσκίνιζαν σε μια σκάφη ζυμώματος (κιπιστέρε στα βλάχικα) αλεύρι. Μια ανύπαντρη κοπέλα με το νερό που ήρθε με τους μαστραπάδες και το αλεύρι ζύμωνε προζύμι, το οποίο γύριζε στους καλεσμένους και οι οποίοι κολλούσαν πάνω του νομίσματα. Κατά τη στιγμή που γίνονταν όλα αυτά, δηλαδή έριχναν το νερό από τον ένα μαστραπά στον άλλο, έλεγαν τρεις φορές το ακόλουθο τραγούδι:
" Ντένι σίτα, ντένι σιτάρα,
ντένι σίτα, μαργαριτάρα.
Ίντρε, Λενίτσα του κιπιστέρε
τσα σι φατσ ντοϊ κουάτσ κου νιέρε
τσα σπιτριτσέμ α κούσκρα μπιέρε.
(Δόσμου τη σίτα, δόμου τη σιτάρα,
δόσμου τη σίτα τη μαργαριτάρα.
Μπαίνει η Ελενίτσα στη σκάφη
για να κάνει δύο κουλούρες με
μέλι
για να σταλούν στην πεθερά).
Πρόκειται για μια «συνταγή» που
μπορεί να ταιριάζει και σε βλάχικη πίτα! Εντοπίζεται στην Οδύσσεια: «Πρώτα
μελικρήτω, μετέπειτα δε ηδέϊ οίνω, το τρίτον αυθ΄ ύδατι επί δ΄άλφιτα λευκά
πάλυνον= Στην αρχή μείγμα με μέλι και γάλα, μετά με γλυκό κρασί, την Τρίτη φορά
πάλι με νερό. Κι επάνω έστρωναν λευκό αλεύρι» (Οδύσσεια λ, 27 – 28).
Το ζυμάρι το έβαζαν σε ένα άσπρο
μαντίλι, αφού πρώτα "λέρωναν» την πεθερά και όσους ήταν εκεί για να ασπρίσουν (να γεράσουν)
οι νεόνυμφοι. Έπειτα, η μάνα του γαμπρού κρατούσε το ζυμάρι αυτό στο σπίτι της
μέχρι που θα πήγαιναν να πάρουν τη νύφη την ημέρα του γάμου από το σπίτι της.
Τότε, η μάνα της νύφης έπαιρνε τις κουλούρες, τις σταφίδες και το ζυμάρι από τη
"ντισάγκα" και έβαζε μέσα δύο δικές της κουλούρες και άσπρη σταφίδα.
Το ζυμάρι και οι σταφίδες έμεναν στο σπίτι της νύφης. Η μάνα της νύφης έβγαζε
τα κέρματα από το ζυμάρι, το οποίο πετούσε στο ποτάμι μετά τα στέφανα. Το έβαζε
μέσα σε ένα Ντισάγκα» (δίδυμο σακούλι στα βλάχικα) μαζί με διάφορα άλλα
γλυκίσματα της εποχής εκείνης κι ένα μπουκάλι ούζο. Εκτός από αυτά, έπαιρναν
μαζί τους και ένα μαστραπά με κρασί. Η μάνα της νύφης επέστρεφε κατά τον ίδιο
τρόπο τα ίδια, με τη διαφορά μόνο ότι εκείνη μέσα στο μπουκάλι που είχε ούζο έβαζε (γέμιζε) νερό
και στο μαστραπά που είχε κρασί έβαζε (γέμιζε) πάλι νερό! Από το προζύμι
έφτιαχναν ένα σταυρό που το κολλούσαν στα ταβάνι του σπιτιού.
Γύριζαν ξανά στο σπίτι του γαμπρού, όπου τα δυο παιδιά
κοσκίνιζαν το αλεύρι με τη σίτα σε μια σκάφη («καπιστέρια») και μια ανύπαντρη
κοπέλα έφτιαχνε το προζύμι. Το προζύμι το γύριζαν σ’ όλους τους καλεσμένους που
το ασήμωναν, έβαζαν κέρματα στο ζυμάρι. Το ζυμάρι το έβαζαν σ’ ένα άσπρο
μαντίλι αφού πρώτα λέρωναν μ’ αυτό την πεθερά και όσους ήταν εκεί.
Η μάνα του γαμπρού κρατούσε το ζυμάρι στο σπίτι της μέχρι
την Κυριακή, την ημέρα του γάμου, μαζί με δυο άλλες κουλούρες ψωμί και άσπρη
σταφίδα, στη «ντισάγκα» τη σακούλα που έχουμε ξανασυναντήσει.
6. Πέμπτη πρωί: Την Πέμπτη το πρωί οι συγγενείς της νύφης
και του γαμπρού πήγαιναν για ξύλα στο δάσος για να τα χρησιμοποιήσουν να βράσουν
το κρέας με τα μακαρόνια που πρόσφεραν σε όλο το χωριό το Σάββατο το βράδυ,
όταν γινόταν το τραπέζι στο σπίτι της νύφης αλλά και του γαμπρού. Την ίδια
μέρα, στο σπίτι της νύφης μαζεύονταν όλα τα κορίτσια-φίλες της και δίπλωναν τα
προικιά της.
7. Σάββατο βράδυ: Από την Πέμπτη ως το Σάββατο το βράδυ
αρχίζουν οι συγγενείς να φέρνουν στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης σφαχτά («κανίσκια»)
και σχεδόν όλο το χωριό κουλούρες από ζυμωτό ψωμί, το «κουάτσου» ή «κουάκου», όπως το λένε. Στη νύφη ειδικότερα
έφερναν και διάφορα δώρα, κυρίως χάλκινα σκεύη, τηγάνια, ταψιά, τεντζερέδες για
το νέο της σπιτικό. Η συνήθεια των δώρων συνεχίζεται και σήμερα και έχει τη
μορφή ανταποδοτικού χαρακτήρα.
Από το απόγευμα του Σαββάτου άρχιζε του μαγείρεμα του
βλάχικου γαμήλιου φαγητού. Το τραπέζι ήταν για όλο το χωριό και προσφερόταν
χωριστά και από το γαμπρό και από τη νύφη. Δεν έστρωναν τραπέζια αλλά στην αυλή
του σπιτιού έστρωναν μάλλινα «χαλιά» και έτρωγαν σταυροπόδι.
Δεν γινόταν ούτε και σήμερα νοείται γάμος χωρίς όργανα. Οι
οργανοπαίχτες έρχονταν από το ηλιοβασίλεμα του Σαββάτου και έπαιζαν το πρώτο
τραγούδι μέσα στο σπίτι του γαμπρού. Έλεγαν και λένε ότι το πρώτο τραγούδι
είναι του σπιτιού, «α λα κάσια» όπως λένε στη γλώσσα τους. Το τραγούδι αυτό
προκαλούσε συγκίνηση στους γονείς και στους συγγενείς γιατί τους έφερνε στο νου
ανθρώπους που δεν ήταν στη ζωή και απουσίαζαν απ’ αυτό το τόσο σημαντικό
γεγονός της οικογένειας. Στη συνέχεια τα κλαρίνα και τα βιολιά έβγαιναν στην
αυλή και το γλέντι κρατούσε μέχρι τις πρωινές ώρες.
8. Κυριακή πρωί: Η νύφη ντυνόταν την τοπική φορεσιά, τη σιγκούνα. Στολιζόταν
και καθόταν δίπλα στη μάνα της. Οι
γυναίκες απ’ όλο το χωριό έρχονταν για ευχές και κεράσματα προς τη νύφη. Της
έδιναν χρήματα τα οποία έδινε στη μάνα της κι εκείνη τα έβαζε πάνω σ’ ένα
μαξιλάρι που κρατούσε και της έλεγαν:
Σ’ τι κερδισιέσκου ντι ίνιμα - Σε κερνώ από την καρδιά μου
Του άλμπε σ’ τι βέντου - Στ’ άσπρα να σε δω
9. Ξύρισμα του γαμπρού: Πριν ο γαμπρός πάει στην εκκλησία
έπρεπε να ξυριστεί. Το ξύρισμα ήταν μια τελετουργία. Ο κουρέας έρχονταν στο
σπίτι και την ώρα που ξύριζε το γαμπρό συγγενείς του έρχονταν και τον
«κερνούσαν», έριχναν χρήματα (κεράσματα) σε μια απλωμένη πετσέτα προσώπου που
την κρατούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Σ’ όλη τη διάρκεια του ξυρίσματος
συγγενείς και καλεσμένοι τραγουδούσαν βλάχικα τραγούδια. Μετά το ξύρισμα ο
γαμπρός ντυνόταν αυτός την παραδοσιακή
του φορεσιά, με κύριο ρούχο τη μάλλινη φουστανέλα. Στη συνέχεια οι συγγενείς
του γαμπρού ξεκινούσαν να πάρουν τον κουμπάρο ( «νούνο» τον λένε στα βλάχικα)
από το σπίτι του με κλαρίνα και βιολιά. Γύριζαν όλοι στο σπίτι του γαμπρού.
Τώρα θα πήγαιναν μαζί με το γαμπρό να πάρουν τη νύφη από το
σπίτι της. Για να βγει ο γαμπρός από το σπίτι του η μάνα του έστρωνε ένα ύφασμα
από το τζάκι μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Ο γαμπρός ξεκινώντας από το τζάκι και
περπατώντας πάνω στο ύφασμα έφτανε στην πόρτα. Εκεί, στο πρώτο σκαλί υπήρχε ένα
ταψί μ’ ένα μαστραπά γεμάτο με νερό ή κρασί. Ο γαμπρός κλωτσούσε το μαστραπά,
πατούσε πάνω στο ταψί και έβγαινε. Όλα αυτά για να ‘ναι η ζωή του δροσερή. Στην
τσέπη του έβαζε ένα κλειδί. Όλοι μαζί ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης.
Προπορεύονταν τα κλαρίνα και τα βιολιά.
Στο σπίτι της νύφης η αδερφή του γαμπρού φορούσε τα
παπούτσια στη νύφη, αφού πρώτα είχε ρίξει κέρματα μέσα σ’ αυτά. Συμπεθεριό,
συγγενείς και φίλοι του γαμπρού και της νύφης περίμεναν στην αυλή να βγει η
νύφη από το σπίτι της. Την έπαιρνε ο πατέρας της και ο θείος της από το χέρι
και προχωρούσαν προς την έξοδο του σπιτιού. Στο μεταξύ συγγενείς φόρτωναν σε
τρία άλογα τα προικιά της, τα «φουρτσέλια». Πάνω στα μπαούλα έριχναν εντυπωσιακά
παραδοσιακά είδη ρούχων, όπως μπατανίες,
κουβέρτες, φλοκάτες, μαξιλάρια. Τ’ άλογα που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά
της προίκας ήταν συνήθως άσπρα με βούλες( «μπάλια» όπως τα έλεγαν οι Ελληνόβλαχοι). Σημειώνεται ότι Βάλλιος λεγόταν ένα από τα
άλογα του Αχιλλέα!
Όλοι μαζί έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία. Μπροστά πάντα
πήγαιναν οι μουσικοί. Μετά την τελετή του γάμου οι νεόνυμφοι έβγαιναν από την
εκκλησία και οι μουσικοί ξανάρχιζαν τα τραγούδια. Κατευθύνονταν τώρα στο σπίτι
του γαμπρού.
Στα μέσα της διαδρομής γινόταν η τελετή «της παράδοσης και
παραλαβής». Τώρα τα χέρια της νύφης κρατούσε ο πατέρας και ο θείος του γαμπρού
για να οδηγήσουν τη νύφη στο καινούριο της σπίτι.
Στο μεταξύ γαμπρός, κουμπάρος και συγγενείς πήγαιναν στο
καφενείο του χωριού να πιουν καφέ και στη συνέχεια γαμπρός και κουμπάρος
πήγαιναν στο σπίτι της νύφης να ζητήσουν τα κλειδιά από το μπαούλο. Αφού τα
έπαιρναν γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού.
10. Δευτέρα: Τη Δευτέρα στις 11 το πρωί, η νύφη καλούσε το
σόι του γαμπρού, κυρίως γυναίκες για να δείξει τα προικιά της. Μέσα σ’ αυτά
είχε και διάφορα δώρα για το σόι του γαμπρού τα οποία ήταν ανάλογα με το βαθμό
συγγενείας. Στον κουμπάρο έδινε ένα ξεχωριστό δώρο, μια φλοκάτη. Τη Δευτέρα το
βράδυ οι νεόνυμφοι ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του κουμπάρου όπου ο κουμπάρος
τους έκανε τραπέζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου