Σάββατο 11 Μαΐου 2019

«Πήρε ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης δεκαπέντε, βγαίνουν οι Βλάχοι στα βουνά, βγαίνουν και τα κοπάδια…»

 Από την αναπαράσταση (με πρόβατα, γίδια, άλογα κλπ) του βλαχοξεκινήματος από την Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων το 2000.
 Αυτές τις ημέρες οι πρόγονοί μας, οι Ριμένοι (Βλάχοι) της Ακαρνανίας, ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για τα ηπειρωτικά βουνά, ετοιμάζονταν για να πάρουν ένα δρόμο μακρινό, τραχύ και δύσκολο επί αιώνες!

Του Δημήτρη Στεργίου
Όπως διηγούνταν πολλοί γέροντες του χωριού μου, την περίοδο μετά το 1829 έως τη μόνιμη εγκατάστασή τους σταδιακά στην Παλαιομάνινα, οι πρόγονοί μας βλαχοποιμένες ζούσαν ως «σκηνίτες», δηλαδή σε κονάκια ή σε καλύβες και συγκεκριμένα στην περιοχή κοντά στην παλιά γεώτρηση, η οποία ονομάζεται «Παλιοκαλύβι» (Παλιοκάλυβα) ή «Παλιοκούνακι» (Παλιοκούνακα)! Επίσης, από τις ίδιες πληροφορίες και διηγήσεις προκύπτει ότι το πρώτο σπίτι που χτίστηκε στην Παλαιομάνινα μετά το 1840 ήταν του Σαμαλέκου (κι όχι του Κουτσομπίνα) στη σημερινή του θέση, ενώ έως το τέλος της δεκαετίας του 1950 υπήρχαν στο χωριό μας σπίτια χτισμένα όχι με πέτρα, αλλά με λάσπη και … καλάμια (λασποτοίχια!). Επίσης, μην ξεχνάμε ότι έως το 1950 τα δάπεδα των περισσότερων σπιτιών στην Παλαιομάνινα ήταν από κοκκινόλασπη! Θυμάμαι πόση χαρά είχαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς να πατάμε και να περπατάμε πηδώντας και τρέχοντας πάνω στο φρέσκο δάπεδο του σπιτιού στην κοκκινόλασπη για να σφίξει», να δέσει και να γίνει σαν … μπετό!
Επίσης, από στοιχεία και πληροφορίες γερόντων του χωριού μου σε σχετικές συζητήσεις κατά το τέλος της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, προκύπτει ότι η μόνιμη εγκατάσταση των βλαχοποιμένων προγόνων μας ήταν σταδιακή. Σίγουρα, άρχισε μετά την ικανοποίηση σχετικού αιτήματός τους από τον τότε κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια για «να τους δοθή μια συγκεκριμένη θέσις, η οποία ονομάζεται Μάνινα και Ποδολοβίτζα, επί Θέματος Ξηρομέρου…», δηλαδή μετά το 1829, και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1880. Υπενθυμίζεται ότι η σχετική επιστολή εστάλη από τη Ναύπακτο στις 27 Σεπτεμβρίου 1829 και υπογραφόταν από τον Αθανάσιο Δημ. Κραψίτη.
Πέντε στοιχεία επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή για σταδιακή εγκατάσταση των προγόνων μας στη Μάνινα και στην Παλαιομάνινα.
Πρώτον, ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839 – 1891) αναφέρει ότι οι βλαχοποιμένες της Ακαρνανίας «προήλθαν από το χωριό Βιτσικόπουλο της περιοχής Παλαιπωγώνι της Βορείου Ηπείρου γύρω στο 1840».
Δεύτερον, στον τοίχο, πάνω από τη νότια πόρτα της παλιάς εκκλησίας του χωριού μας (γκρεμίστηκε για να κτιστεί η σημερινή καινούργια) υπήρχε λίθινη πλάκα με το έτος ανέγερσής της (1866). Κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται αυτό το σημαντικό γραπτό ντοκουμέντο!
Τρίτον, ο Εζέ, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό μας το 1860, το αναφέρει ως «Παλαιό Μάνι», ενώ στην αποτύπωση της «Αυλόπορτας» που έκανε ο ίδιος, παρουσιάζει κι έναν βλαχοποιμένα φουστανελοφόρο! Αυτό σημαίνει ότι ήδη η Παλαιομάνινα κατοικούνταν από τους προγόνους μας βλαχοποιμένες πριν από το 1860.
Τέταρτον, ο Βάϊγκαντ, ο οποίος επισκέφτηκε το χωριό μας το 1894, αναφέρει το χωριό μας ως «Κουτσομπίνα» ή «Μάνινα», που είχε 150 οικογένειες ή 750 άτομα.
Πέμπτον, πολλοί πρόγονοί μας βρέθηκαν να είναι γραμμένοι στο Δημοτολόγιο του Αστακού. Στο Δημοτολόγιο αυτό αναφέρεται ότι γεννήθηκαν στη Μάνινα μετά το 1860.
Η ανά εξάμηνο περίπου πορεία ή μετακίνηση των νομάδων κτηνοτρόφων και, φυσικά, των Ριμένων της Ακαρνανίας προς και από τα ηπειρωτικά βουνά ήταν και πολυήμερη και αβάσταχτα κουραστική.
Ο συμμαθητής μου στο Δημοτικό Σχολείο της Παλαιομάνινας, του χωριού μου, και σήμερα φιλόλογος Νίκος Β. Καρατζένης, παρουσιάζει στο βιβλίο του «Οι νομάδες των κτηνοτρόφων των Τζουμέρκων –οι άνθρωποι των αετοκορφών, της αυγής του ήλιου και των καταιγίδων» (Άρτα 1991) σε 500 σελίδες με τη ζωντανή γραφή και γλώσσα, με τα έντονα βιώματα που έζησε στις μετακινήσεις αυτές και με την καθάρια σκέψη που δημιουργεί αυτή η ποιμενική ζωή, ανάγλυφες εικόνες από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων του βουνού και της στάνης. Ο Νίκος Καρατζένης γεννήθηκε το 1952 στα Πράμαντα Τζουμέρκων του Νομού Ιωαννίνων και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον ποιμενικό ακολουθώντας τα κοπάδια της οικογενείας του και των άλλων νομάδων των Τζουμέρκων από τα βουνά στα χειμαδιά και από τα χειμαδιά στα ηπειρωτικά βουνά. Στο βιβλίο αυτό ο Νίκος Καρατζένης αφιερώνει ολόκληρο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Βλαχοξεκίνημα για τα βουνά» στις σελίδες 299-318 και πολλά άλλα κεφάλαια και σελίδες στο ίδιο βιβλίο για το «ξεκαλοκαίριασμα» και για την επιστροφή στα χειμαδιά. Το κεφάλαιο αυτό αρχίζει ως εξής:
«Πήρε ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης δεκαπέντε,
βγαίνουν οι βλάχοι στα βουνά, βγαίνουν και τα κοπάδια…»
Δεν θα παρασυρθώ από τη γοητεία και την καθαρότητα της γραφής του Νίκου Καρατζένη στην παρουσίαση σκηνών με τις «ετοιμασίες για τη στράτα και το ξεκίνημα», για «το άρμεγμα στη στράτα και το τυροκόμισμα», για τη «συνέχιση της πορείας και τον ύπνο κατάλακα», αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:
«Η ομορφιά της πρώτης βραδιάς «ξεχνιούνταν» εύκολα από τους μικρούς πεζοπόρους, που διαμαρτύρονταν για το πρωινό αγουροξύπνημα, για τα πρησμένα ποδάρια από την πορεία, για το καταπλήγιασμα των ποδιών τους από τα στενά λαστιχένια παπούτσια. Οι τρανύτεροι τους παρηγορούσαν με τα ταξίματα και τις υποσχέσεις για καλούδια στον Καρβασαρά, στην Άρτα, στα Γιάννενα. Αυτή ήταν η βασανιστική και εναγώνια προσπάθεια των νομάδων για το «φτάσιμο», αλλά και για το «φεύγα» προτού ακόμα ξαποστάσουν…».
Από το βιβλίο αυτό του Νίκου Καρατζένη επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες μου που είχα από τους παππούδες, γέρους του χωριού μου ότι η βασανιστική αυτή πορεία διαρκούσε από 20 – 30 ημέρες. Όπως επισημαίνει σε άλλες σελίδες του βιβλίου του ο Νίκος Καρατζένης, η απόσταση που περπατούσαν ήταν 25 με 30 χιλιόμετρα την ημέρα, διότι τα πρόβατα είναι αργοβάδιστα, οι δρόμοι ήταν στενοί και σε πολλά σημεία δυσκολοδιάβατοι. Επίσης, με θέσπισμα του Βουλευτικού στις 18 Φεβρουαρίου 1825 που επικυρώθηκε με το 601/4.2.1830 του Καποδίστρια, οι νομάδες είχαν δικαίωμα να μείνουν ένα εικοσιτετράωρο στον κάθε σταθμό. Όπως αναφέρει ο Νίκος Καρατζένης, οι σταθμοί αυτοί στην πορεία των νομάδων κτηνοτρόφων των Τζουμέρκων μέχρι τη δεκαετία του 1970 από την Ακαρνανία προς τα ηπειρωτικά βουνά και αντίστροφα ήταν 14. Ο πρώτος σταθμός ήταν η Ακαρνανία (περιοχή Αστακού) και ο τελευταίος των Αγνάντων και του Καταρράκτη.
Σημειώνω ότι η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας πραγματοποίησε αναπαράσταση και μιας σκηνής σε έναν από τους σταθμούς αυτούς υπό τον τίτλο « Ο σκάρος», με πρωταγωνιστές με «πρωταγωνιστές» και πολλούς άλλους πολύτιμους συντελεστές που αναφέρονται στο σχετικό βίντεο. Απλώς, αναφέρω τους: (αείμνηστο) Στάθη Κουτσουμπίνα, φίλο μου και πολύτιμο συνεργάτη μου Κώστα Νταβατζή, Κώστα Κουτσουμπίνα, Γιάννη Νάκα, Δημήτρη Πούλιο πολλούς νέους και νέες από το χωριό μας, τις οποίες και τους οποίους με χαρά και ευγνωμοσύνη θέλω να εκφράσω, με την ευκαιρία αυτή, τις θερμές μου ευχαριστίες.
Κι αφού πριν από 40 – 50 χρόνια η πορεία αυτή διαρκούσε τόσες ημέρες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το 1800 θα διαρκούσε περισσότερο και θα ήταν πιο κουραστική και βασανιστική. Το βλαχοξεκίνημα γινόταν συνήθως μετά τις … 15 Μαϊου, όπως λέει και το παραπάνω δίστιχο!
Αυτή τη βασανιστική διαδρομή από τα χειμαδιά στα βουνά παρουσιάζει ανάγλυφα ο Π. Αραβαντινός στο εκπληκτικό του βιβλίο «Δημοτικά Τραγούδια της Ηπείρου»-Συλλογή Δημωδών Ασμάτων, εκδιδομένη υπό των υιών αυτού», το οποίο κυκλοφόρησε το 1880 στην Αθήνα και ανατυπώθηκε από τις Εκδόσεις Δαμιανός – Δωδώνη, Αθήνα 1996 (υπάρχει στη βιβλιοθήκη μου). Το υπ΄ αριθμόν 369 τραγούδι υπό τον τίτλο «Οι βλαχοποιμένες» έχει ως εξής:
Ήρθ΄ ο καιρός να φύγουμε κ΄η ώρα για να πάμε,
να πάμε πέρα σε βουνό, σ΄ ένα μαραναροβούνι,
να βρούμε δέντρο κούφαλο να μπούμε οι δυό μας μέσα.
-Βλάχα μου, κι αν διψάσουμε το τι νερό θα πιούμε;
-Την πλόσκα σου, την πλόσκα μου, νερό να πιούμε αντάμα.
-Βλάχα μου, κι αν πεινάσουμε, το τι ψωμί θα φάμε;
-Την πήττα σου, την πήττα μου, ψωμί να φάμε αντάμα.
-Βλάχα μου, κι αν κρυώσουμε με τι θα σκεπαστούμε;
-Την κάπα σου, την κάπα μου, να σκεπαστούμε αντάμα
Καταπληκτικό ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι!
Σημειώνεται ότι, όπως έχω αποκαλύψει, από το έργο «Οιδίπους τύραννος» (στίχοι 1133 – 1139) του Σοφοκλή προκύπτει ότι ο νομαδικός βίος κυριαρχούσε στην Ελλάδα και κατά την αρχαιότητα. Συγκεκριμένα, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Γιατί καλά ξέρω
ότι σίγουρα θυμάται όταν στον Κιθαιρώνα,
αυτός με δύο κοπάδια, με ένα εγώ,
οι δυό μας σμίγαμε ολάκερα τρία εξάμηνα
απ΄ την άνοιξη έως τον καιρό που βγαίνει ο αρκτούρος (κατά το Σεπτέμβριο).
Κι όταν ο χειμώνας ζύγωνε, εγώ τραβούσα για τα χειμαδιά μου
κι αυτός για του Λαϊου τα μαντριά».
Υπενθυμίζω ότι η Εταιρεία Φίλων των Μνημείων της Παλαιομάνινας, στο πλαίσιο των γνωστών πολιτιστικών εκδηλώσεων, πραγματοποίησε μιαν εντυπωσιακή αναπαράσταση με «πρωταγωνιστές» τους Γιώργο Τόγια (με το κοπάδι από τα γίδια που τα έφερε στο χωριό και που ενθουσίασε χιλιάδες επισκέπτες), Κώστα Κουτουβέλη, Κώστα Κουτσουμπίνα, τον πάντα πρόθυμο και παρόντα σε όλες τις εκδηλώσεις και θεατρικά έργα φίλο μου Γιάννη Νάκα (διακρίνεται στη σκηνή στο κονάκι), τον πάντα παρόντα σε όλες τις εκδηλώσεις αείμνηστο Στάθη Κουτσουμπίνα, τον πάντα πρόθυμο σε όλες τις εκδηλώσεις Νίκο Κοντογιάννη, την πάντα πρόθυμη και ψυχή της αναπαράστασης Σωτηρία Ράπτη, κι άλλες συγχωριανές μου (που λυπάμαι που δεν θυμάμαι το όνομα τους) καθώς (κι αυτό ήταν παρήγορο) πολλά παιδάκια του χωριού μας ντυμένα με τις παραδοσιακές ενδυμασίες.
Ο Κώστας Γ. Κουτσουμπίνας γράφει για το βλαχοξεκίνημα
Αναδημοσιεύω από την εφημερίδα «Παλαιομάνινα» (φύλλο 5, σελίδες 4 και 5) το επίκαιρο άρθρο του συγχωριανού μου, συμμαθητή μου και φίλου Κώστα Γ. Κουτσουμπίνα για το «Βλαχοξεκίνημα», όπου με ένα τρόπο που μόνο αυτός ξέρει, παρουσιάζει ανάγλυφα εικόνες και σκηνές από την περιπετειώδη μετακίνηση των προγόνων μας στα ηπειρωτικά βουνά κάθε χρόνο επί αιώνες, με βάση πληροφορίες που άντλησε από τον πατέρα Γιώργο Κουτσουμπίνα και άλλους γέροντες του χωριού μας, όταν ήταν ακόμη σε μικρή ηλικία:
Πήρε ο Απρίλης δώδεκα
και Μάης δεκαπέντε,
κι οι Βλάχοι βγαίνουν στα βουνά
μαζί με τα κοπάδια.
Ήρθε ο καιρός να φύγουμε,
στον τόπο μας να πάμε.
Αυτό το τραγούδι έλεγαν οι Βλάχοι της Ακαρνανίας, όταν ετοιμάζονταν να πάνε το καλοκαίρι στα ηπειρώτικα βουνά από τα ακαρνανικά χειμαδιά.
Όταν ερχόταν η άνοιξη (τέλος άνοιξης, μια - δυο εβδομάδες πριν ξεκινήσουν για τα βουνά), οι τσοπαναραίοι δοκιμάζονταν από μια ψυχική αναστάτωση. Ετοιμάζονταν για να πάρουν ένα δρόμο μακρινό, τραχύ και δύσκολο. Κρεμούσαν όλα τα βαριά κουδούνια και κύπρια στα γκεσέμια τράγια και κριάρια. Ήταν ο αγώνας μιας σκληρής ζωής, αλλά με χαρούμενη διάθεση, εγκαρτέρηση και πίστη σε αυτό που έκαναν.
Οι άντρες μπάλωναν τα σαμάρια, πετάλωναν τα αλογομούλαρα. Οι γυναίκες ήταν και πάλι αυτές που έτρεχαν πέρα - δώθε στα κονάκια, σάκιαζαν, ξεσάκιαζαν, πρόσεχαν να έχουν εύκαιρα τα σύνεργα για το άρμεγμα, καζάνια, κακκάβια, κιντρούσιες, τσαντήλες, πιτυά και όσα ήταν αναγκαία για το ξεκαλοκαιριό. Όλα αυτά τα φόρτωναν στα αλογομούλαρα.
Ο γερο - τσέλιγκας τακτοποιούσε τους λογαριασμούς με τους ιδιοκτήτες των βοσκότοπων και άλλες υποχρεώσεις. Ήταν ο μόνος υπεύθυνος για όλα. Όχι μόνο για τη χειμερινή περίοδο, αλλά και για την άλλη που θα ερχόταν.
Συγκέντρωση στα «Παλιοκούνακα»
Έτσι, λοιπόν, την παραμονή της ημέρας που θα έφευγαν για τα βουνά, συγκεντρώνονταν κατά στάνες. Συνήθως, οι Βλάχοι πρόγονοί μας παραχείμαζαν στη θέση «Παλιοκούνακα» (έτσι λέγεται και σήμερα) της περιοχής της Παλαιομάνινας και ξεκαλοκαίριαζαν στις οροσειρές της Πίνδου ή στα Άγραφα.
Ανήμερα, λοιπόν, χαράματα, φόρτωναν τα αλογομούλαρα με όλα τα απαραίτητα και ξεκινούσαν με τα πόδια για το μακρινό και δύσκολο ταξίδι. Μπροστά πήγαιναν οι γυναίκες φορτωμένες. Τα μικροπαίδια ήταν ανεβασμένα στα αλογομούλαρα. Πάνω, κάπου ανάμεσα στα ρούχα (κάπες, τσέργκες κ.λπ.), ήταν και τα παιδιά, όλο καμάρι και υπερηφάνεια που έφευγαν κι εκείνα για τα βουνά.
Πίσω ακολουθούσαν τα κοπάδια με τους τσοπαναραίους, τα οποία συνόδευαν μεγάλα βλάχικα τσοπανόσκυλα, που κυκλοφορούσαν άλλα ανάμεσα στα κοπάδια, άλλα μπροστά και άλλα πίσω. Αχολογούσαν, λοιπόν, τα λακώματα και οι πλαγιές από τα κουδούνια, τα κύπρια και τα βελάσματα, τις φλογέρες και τα τουφεκίσματα.
Τότε έλεγαν:
«Σ΄μπλού κάλια ντι Ριμένι», δηλαδή γέμισε ο δρόμος από Ελληνόβλαχους.
Απόφαση για μόνιμη εγκατάσταση
Κάποια χρονιά όμως άλλαξαν τα πράγματα. Όπως ήδη αναφέραμε, την προηγούμενη ημέρα από την αναχώρηση στα βουνά, συνάζονταν όλοι Βλάχοι γύρω από το κονάκι του γέρο - τσέλιγκα και έκαναν αποχαιρετιστήρια γιορτή για το «έχε γεια». Άναβαν φωτιές, έψηναν αρνιά, έστηναν χορό, έριχναν τουφεκιές στον αέρα και την ώρα που ήλιος μάζευε και τις τελευταίες του ακτίνες, ανέβαινε ο γέρο - τσέλιγκας σε μια πέτρα και εκφωνούσε τον αποχαιρετιστήριο λόγο του. Μια όμως χρονιά ήταν σημαδιακή. Ο λόγος του γέρο - τσέλιγκα ήταν αλλιώτικος. Ήταν μαζί λεβεντιά και ποίημα, ήταν ύμνος και μοιρολόϊ.
- Ω, παιδιά μου, ορφανά μου, είπε. Ως πότε παλικάρια θα αφήνουμε γεια στα παλιοκούνακα, στα βοσκοτόπια και στις βελανιδιές;
Σκούπισε με το φαρδύ μανίκι του ένα δάκρυ και έβγαλε φωνή σπαραξικάρδια:
- Μάνινα, καλή μας Μάνινα, έχε γεια, είπε.
Δάκρυσαν όλοι, φίλησαν το γερο - τσέλιγκα και τον παρακάλεσαν να αναβληθεί για την επομένη ημέρα το βλαχοξεκίνημα στα βουνά.
Στη σύσκεψη όμως που επακολούθησε αποφασίσθηκε ομόφωνα η οριστική ματαίωση του βλαχοξεκινήματος. Και από τότε δεν ξανάφυγαν πια από την Ακαρνανία.
Το κείμενο αυτό του Κώστα Κουτσουμπίνα βασίζεται σε πληροφορίες που άντλησε από τον πατέρα Γιώργο Κουτσουμπίνα και άλλους γέροντες του χωριού μας, όταν ήταν ακόμη σε μικρή ηλικία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου