Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Λοιπόν, και η Μάνη και η Μάνινα Ξηρομέρου είναι … «αλβανικά τοπωνύμια»…



… Και τρίβουν τα χέρια τους από τη «δικαίωση» ο Αλβανός Έντι Ράμα και η Αλβανίδα καθηγήτρια Έλενα διαβάζοντας ακόμα Έλληνα που να υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι της Ακαρνανίας είναι … «Αλβανόβλαχοι ληστές, λωποδύτες, μισέλληνες, φιλότουρκοι, αντικληρικοί, αλειτούργητοι» και οι βλάχικες λέξεις «μπόου» και «μπούμπαλου» είναι … αλβανικές, ενώ είναι αρχαιοελληνικές!!!

Του Δημήτρη Στεργίου


Με καθυστέρηση λίγων μηνών διάβασα στο αξιόλογο ενημερωτικό μπλογκ xiromeronews  ένα άρθρο του εκπαιδευτικού  πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, M.ED. Fh.d και ιστορικού, όπως αυτοαποκαλείται, από το βλαχοχώρι (ή «καραγκουνοχώρι» κατ΄ εκείνον) Όχθια Ακαρνανίας κ.  Αντώνη Βασιλείου υπό τον τίτλο «Η πόλη του Αχελώου και η ομώνυμη μάχη». Ομολογώ ότι άρχισα να διαβάζω το άρθρο αυτό με μεγάλο ενδιαφέρον και λαχτάρα για δύο λόγους: Πρώτον, με το θέμα αυτό της άγνωστης πόλης του Αχελώου, έχουν ασχοληθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια πολλοί, όπως οι διαπρεπείς Αιτωλοακαρνάνες καθηγητές Πανεπιστημίων αείμνηστος Αθανάσιος Παλιούρας, Βασίλειος Κατσαρός, ο  καθηγητής μου φιλόλογος αείμνηστος Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Διονύσης Μιτάκης ο Κ. Κώνστας και άλλοι, οι οποίοι, μάλιστα, έχουν καταθέσει και τις δικές τους απόψεις σχετικά με τη θέση στην οποία βρισκόταν αυτή η πόλη – φάντασμα. Δεύτερον, με το ίδιο θέμα έχει ασχοληθεί και ο γράφων με έρευνες σε βιβλιοθήκες, οι οποίες αποτυπώθηκαν σε πάνω από πέντε άρθρα μου, τα οποία δημοσιεύθηκαν στην τοπική εφημερίδα «Παλαιομάνινα», στο δημοσιογραφικό μου μπλογκ και, φυσικά, σε πολύ αξιόλογες εφημερίδες του Μεσολογγίου και Αγρινίου.
Με λύπη σπεύδω να σημειώσω ότι απογοητεύθηκα, διότι το άρθρο κόμισε απλώς «γλαύκα εις Αθήνας». Είναι αλήθεια (και το επισημαίνω με ιδιαίτερη εκτίμηση και θαυμασμό ως  μεγαλύτερος σε ηλικία και εμπειρότερος) ότι ο κ. Βασιλείου τόσο με το άρθρο του αυτό όσο και με  δύο προηγούμενα βιβλία του υπό τον τίτλο «Τοπωνυμικά της βλάχικης (καραγκούνικης) περιοχής της Ακαρνανίας» και «Το Αρβανιτοβλάχικο (Καραγκούνικο) γλωσσικό ιδίωμα της Ακαρνανίας» διακρίνεται για τη  σημαντική και επίπονη έρευνα και τη συγκέντρωση πλούσιας βιβλιογραφίας, αλλά παρουσιάζει ιδιαίτερες αδυναμίες στην αναζήτηση και την παρουσίαση της αλήθειας, η οποία είναι κύρια επιδίωξη κάθε ιστορικού, όπως διδάσκει ο Θουκυδίδης (Ιστορίαι, 1.20.3):
«Οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπὶ τὰ ἑτοῖμα μᾶλλον τρέπονται…» (Τόσο απρόθυμοι είναι οι περισσότεροι άνθρωποι να υποβάλλονται σε κόπο για την αναζήτηση  της αληθείας ώστε να τρέπονται μάλλον προς ό,τι βρίσκουν έτοιμο).
Στην περίπτωση μάλιστα του κ. Βασιλείου συμβαίνει και το εξής: Όχι μόνο σπανίως αντιπαραθέτει την (τεκμηριωμένη)  δική του άποψη  για αμφιλεγόμενα θέματα, αλλά «ερμηνεύει» και επεκτείνει μάλιστα τις αλλότριες απόψεις και θεωρίες και  σε τομείς που εκείνος θέλει σώνει και καλά να εμφανίζεται ότι κάνει αποκαλύψεις. Αναφέρω ένα παράδειγμα, το οποίο μαζί με άλλα, από τα δύο βιβλία του που προαναφέρθηκαν, έγραψα ένα πολυσέλιδο  βιβλίο υπό τον τίτλο «Λόγος και Αντίλογος για τους Βλάχους της Ακαρνανίας», που είναι υπό έκδοση:
Συγκεκριμένα, σε ένα σημείο του βιβλίου του επικαλούμενος τον Ιωάννη Λαμπρίδη γράφει και σχολιάζει τα εξής :
«Ο Λαμπρίδης (1888: 10) στο βιβλίο του «Ηπειρωτικά Μελετήματα» αναφέρεται κι αυτός στους Καραγκούνηδες της Ακαρνανίας. Γράφει μάλιστα ότι η συγκεκριμένη γλωσσική ομάδα εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λέπινου [σ.σ. Λεπενούς Βάλτου] μετά τη διάλυση του Μπιτσικόπουλου του IΙαληοπωγωνίου το 1840. Ο Λαμπρίδης γράφει: «Καὶ οἱ παρὰ τὸ Λέπινο τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος εἰς Σοροβίλη καὶ Ὄχθια ἐγκαταστάντες Ἀλβανόβλαχοι μετὰ τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσιν (1840) τοῦ Μπιτσικοπούλου, χωρίου ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου Βρόσιανης τοῦ Παλῃοπωγώνη, συνοικισθέντος ἐκ τοιαύτης ἀναμίκτου φυλῆς 650 οἰκογενειῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλῆ, ἑξακολουθοῦσι μέχρι τοῦ νῦν ἀποφεύγοντες ἐπιγαμίας μὲτ᾿ ἄλλων φυλῶν καὶ σχέσεις στενάς». Ο ίδιος στη σελίδα 11 αναφέρει: «Καί οἱ μέν ἀμιγεῖς [σ.σ. εννοείται Βλάχοι] καλοῦνται Κουτζόβλαχοι πρὸς ἀντίθεσιν τῶν ἐν ‘Ρωμουνίᾳ, οἱ δὲ ἀνάμικτοι [σ.σ. στους οποίους κατατάσσει τους Αρβανιτόβλαχους και τους Βλάχους της Ακαρνανίας] Καραγκούνιδες».
Από όλο αυτό το παράξενο κείμενο ο ιστορικός κ. Βασιλείου αρκείται στην παράθεση δύο μόνο βολικών  για την έμμονη άποψή του περί «εξελληνισθέντων Αλβανόβλαχων» -«Καραγκουνόβλαχων» - Καραγκούνηδων της Ακαρνανίας σχολίων. Έτσι, με τη μορφή ( «σημείωσης συγγραφέα) και σε παρένθεση κατατάσσει τους Ριμένους της Ακαρνανίας στους «ανάμικτους» Βλάχους ως … Αρβανιτόβλαχους και Καραγκούνηδες αφήνοντας χωρίς σχόλια ολόκληρα προκλητικά σημεία του κειμένου του Λαμπρίδη, επειδή προφανώς  τα θεωρεί ως σωστά ή, το επιεικέστερον, δεν τα διάβασε καθόλου! Συγκεκριμένα:
1. Ο Λαμπρίδης γράφει ότι οι «εγκαταστάντες  παρὰ τὸ Λέπινον τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος εἰς Σοροβίλη καὶ Ὄχθια» ήταν Αλβανόβλαχοι!  Κι αφού δεν σχολιάζει αυτό  το σφόδρα αντεθνικό και εξωπραγματικό σημείο, παραδέχεται, κατά συνέπειαν,  ότι ο ίδιος, ως καταγόμενος από τα Όχθια, είναι … Αλβανόβλαχος!
2. Γράφει ο Λαμπρίδης ότι οι «εγκαταστάντες Αλβανόβλαχοι» στη Λεπενού, τη Στράτο και τα Όχθια ήταν  «ανάμικτης  φυλής» και ο κ. Βασιλείου, χωρίς κανένα σχόλιο συμφωνεί και προσυπογράφει, προφανώς διότι δεν είχε διαβάσει όλα αυτά τα φοβερά, εγκληματικά  και αντεθνικά χαρακτηριστικά, με τα οποία «στολίζει» τους «ανάμικτους» Βλάχους, δηλαδή και τους Βλάχους της Ακαρνανίας, που είναι και ο ίδιος!!!
Αφού δεν διάβασε και δεν παρέθεσε, ως ιστορικός,  αυτό το υβριστικό απόσπασμα του Λαμπρίδη ο κ. Βασιλείου θα το κάνω εγώ τώρα με απογοήτευση και αγανάκτηση για την ύβριν των προγόνων μου. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Λαμπρίδης (1839-1891), στο Τεύχος  Πέμπτον (Μέρος Δεύτερον)  των Ηπειρωτικών Μελετημάτων» του, υπό τον τίτλον «Μέτσοβον και Σεράκου», στην εισαγωγή του (σελίδες  7 – 12) γράφει, μεταξύ άλλων, για το θέμα, αυτό  στις σελίδες 9, 10, 11 και 12 τα ακόλουθα:
«…Οι Βλάχοι εν Ηπείρω απαντώσιν ή αμιγείς μόνον την Βλαχικήν γλώσσαν ομιλούντες, μανθάνοντες δε  και την ελληνικήν, ή μετ΄Αλβανών ανάμικτοι εκ γενετής και την Αλβανικήν ομιλούντες μετά της Βλαχικής, σπανιώτατα δε την Ελληνικήν. Οι μέν αμιγείς έχουσι πάντες μονίμους κατοικίας, πλήν της ποιμενικής αυτών τάξεως, ήτις αλλαχού μόνον εν ώρα χειμώνος διέρχεται.  Συγχρωτίζονται μετά των Ελλήνων και επιγαμίας και σχέσεις μετ΄αυτών συνάπτουσιν. Έχουσι δ΄ Ελληνικούς πόθους και μεγίστην προς απομίμησιν των Ελλήνων επιθυμίαν και έφεσιν. Οι δ΄ ανάμικτοι απαντώντες κυρίως εν τη Νέα Ηπείρω συνηθέστατα δε διάγουσι και εν ώρα θέρους βίον πλάνητα ζώσιν ιδιορρύθμως, έχουσι τάσιν προς ληστείαν  φυσικήν, λωποδύται μάλλον όντες, αποφεύφουσιν επιγαμίας  και σχέσεις μεθ΄Ελλήνων, Αλβανών και Βλάχων, μισούσιν ιδία τους Έλληνας, αποκαλούντες αυτούς μεν Γραικούς, εαυτούς δε Ρωμαίους! Συμπαθούσι προς τους Τουρκαλβανούς, μεθ΄ ων  και συναγελάζονται μόνον. Αποστρέφονται την ιερωσύνην. Διό και σπανιώτατα Αλβανόβλαχος  το ύψιστον  τούτο  λειτούργημα αναλαμβανει. Ευάριθμοι  φέρουσιν ονόματα Αγίων της εκκλησίας. Βαπτίζονται συνήθως παίδες γενόμενοι  και εκκλησιάζονται οι πλείονες  μόνον την ημέραν της Αναστάσεως  του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ομιλούσι δε οι μεν άνδρες κυρίως  Αλβανιστί, αι δε  γυναίκες Βλαχιστί. Πάντων όμως αι ευχαί και αι αραί  πάντοτε δια της Αλβανικής γλώσσης εκφέρονται. Η ανάμικτος αύτη Αλβανοβλαχική φυλή μεθ΄ Ελλήνων μεν απ΄ αιώνων συγχρωτισθείσα εξελλληνίσθη, μονίμους απετέλεσε  κοινότητας  και τα Ελληνικά ησπάσθη επαγγέλματα…»
Δηλαδή, ο αγαθιάρης ξωμάχος παππούς μου και, φυσικά και ο παππούς και προπάππος του κ. Βασιλείου ήταν: «ληστές», «λωποδύτες», «μισέλληνες», «φιλοτουρκαλβανοί»,  «αλειτούργητοι». «Αλβανοί» κλπ!!!
Τα έγραψα όλα αυτά για τεκμηριώσω τη διαπίστωσή μου ότι ο κ. Βασιλείου είναι φλογερός εραστής της έρευνας, αλλά όχι όλβιος ιστορικός, αφού δεν αναζητεί την αλήθεια ή, για δικούς του λόγους, πηγαίνει την «αλήθεια» εκεί όπου εκείνος νομίζει ότι βρίσκεται! Και έτσι, μετά την εκτενή αυτή εισαγωγή, επανέρχομαι στο άρθρο για την πόλη του Αχελώου και την ομώνυμη επισκοπή, όπου εφαρμόζει την ίδια τακτική σε τρεις απίστευτης γλωσσικής  ερμηνείας περιπτώσεις. Συγκεκριμένα:
-Στην υποσημείωση 50 (σρη σελίδα 24)  διαβάζω: «Στους Αρβανιτόβλαχους (Καραγκούνηδες) της Ακαρνανίας απαντώνται τα τοπωνύμiα  beu kai bia, τα οποία αναφέρονται σε άνδρες που σήμαιναν τον βλάκα, τον δ΄τσνου, το «βόδι», το «βουβάλι». Προέρχεται από τβ βλάχικη λέξη bou (=βόδι), έχουν όμως άμεση σχέση με την αλβανική λέξη bua/ll (μπουα/λ) που σημαίνει βουβάλι (Ομάδα καθηγητών της αλβανικής γλώσσας, 2006: 72). Είναι πολύ πιθανό και το αρβανίτικο επώνυμο Μπούιας /Μπούας να σχετίζεται με τη συγκεκριμένη αλβανική λέξη».
Αγαπητοί φίλοι, συγχωρήστε με που θα φωνάξω: έλεος. Επειδή τα είπε όλα αυτά τα απίστευτα γλωσσολογικά «μαργαριτάρια» μία Ομάδα καθηγητών της αλβανικής γλώσσας, ο ιστορικός (προφανώς και μη γλωσσολόγος) κ. Βασιλείου τα έδεσε κόμπο «αταλαιπώρως». Όπως θα του έλεγε ο Θουκυδίδης και «πλάθει» μια «ιστορία»  που κάνει τον Έντι Ράμα και την Αλβανίδα καθηγήτρια, η οποία πρόσφατα είχε «διαπιστώσει» ότι δεν υπάρχουν σήμερα Έλληνες στην Ελλάδα, να τρίβουν τα χέρια τους από χαρά. Όλα, λοιπόν, τα βλέπει «αλβανικά» ο κ. Βασιλείου, ενώ η σκληρή, γι΄ αυτόν, επιστημονική και γλωσσολογική πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη, για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, η λέξη «Μπέου» δεν αφορά … τοπωνύμιο, αλλά τον «πρωταγωνιστή» μιας ιστορίας που διηγούνταν οι υπέργηροι στην Παλαιομάνινα με τίτλο «Μπέου ντι λα Ρεου» = Ο Μπέος του ποταμού (Αχελώου). Πράγματι, ο «Μπέος του ποταμού» ήταν χαζός, αλλά και «προικισμένος» και για το λόγο αυτό περιζήτητος από τις γυναίκες που πήγαιναν στο ποτάμι για το πλύσιμο των ρούχων, όπου εκείνος έκανε διάφορα θελήματα (μάζευε ξύλα για τα καζάνια, άναβε φωτιά κλπ). Επίσης, στον βλάχικο λόγο της Παλαιομάνινας «μπέου» είναι το βότσαλο του ποταμού!
Δεύτερον, η βλάχικη λέξη «μπέου» δεν έχει καμιά σχέση και με την άλλη βλάχικη λέξη «μπόου» που αναφέρει ο κ. Βασιλείου. Αλλά, η μείζων άγνοια ή γλωσσική ασχετοσύνη εντοπίζεται στην ερμηνεία του ότι η λέξη «μπόου» είναι … αλβανική (είπαμε έχει κολλήσει η βελόνα αλβανιστί!). Η λέξη «μπόου» είναι αρχαιοελληνική και μάλιστα στην ασυναίρετη μορφή της, δηλαδή «βόος-βους»!
Τρίτον, και η λέξη «βουβάλι» που δεν είναι … βλάχικη, αλλά ελληνική, παράγεται από την αρχαιοελληνική λέξη «βόος-βους», αλλά είναι …. Λατινική (bubalus) και όχι … αλβανική (είπαμε, κόλλησε η βελόνα!)
Φαίνεται, λοιπόν, ο κ. Βασιλείου από κάποιο ή κάποιους κατοίκους της Παλαιομάνινας άκουσε αυτήν την «ιστορία» και την έκανε … αλβανικό «παραμύθι», δικαιώντας ξανά τον Θουκυδίδη που συμβούλευε ως εξής τους πραγματικούς ιστορικούς:
 [1.21.1]
«ἐκ δὲ τῶν εἰρημένων τεκμηρίων ὅμως τοιαῦτα ἄν τις νομίζων μάλιστα ἃ διῆλθον οὐχ ἁμαρτάνοι, καὶ οὔτε ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμοῦντες μᾶλλον πιστεύων, οὔτε ὡς λογογράφοι ξυνέθεσαν ἐπὶ τὸ προσαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληθέστερον, ὄντα ἀνεξέλεγκτα καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα, ηὑρῆσθαι δὲ ἡγησάμενος ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων ὡς παλαιὰ εἶναι ἀποχρώντως» =Σε τέτοια,  λοιπόν , κατέληξε συμπεράσματα η έρευνά μου περί των παλαιών, ως προς τα οποία δεν μπορεί κανείς να δώσει πίστη σε όλες τις υπάρχουσες  παραδόσεις. Διότι οι άνθρωποι αποδέχονται εξ ίσου αβασάνιστα όσα εξ ακοής μαθαίνουν περί των παρελθόντων πραγμάτων, και όταν ακόμη αναφέρονται σ τη δική τους χώρα. (Ιστορίαι, 1.21.1)
Στην υποσημείωση 50 (στη σελίδα 25 του άρθρου) διαβάζω: «Έχει υποστηριχθεί από αρκετούς (Κανελλίδης, 1887, φύλλο 37: 1-3, φύλλο 38: 3-4 και φύλλο 39: 1, Γεωργακά, 1938: 34-35) ότι αλβανικοί εποικισμοί στην Πελοπόννησο έχουν λάβει χώρα πολύ νωρίτερα (ήδη από τον 8ο αιώνα μ.Χ.). Μάλιστα, το γνωστό τοπωνύμιο  Μάνη, που πιθανό να σχετίζεται με το τοπωνύμιο Μάνινα Ξηρομέρου, απαντάται ήδη από τον Θ’ αιώνα».
Αλβανική, λοιπόν,  και η … Μάνη, αλβανική λέξη Μάνινα Ξηρομέρου, παναλβανικά  τα βλέπει ο κ. Βασιλείου, επειδή έτσι είπαν … αρκετοί. Λοιπόν, και πάλι έλεος, για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, Μάνινα δεν είναι … «τοπωνύμιο», αλλά μία μείζων περιοχή του Ξηρομέρου Ακαρνανίας, που πήρε την ονομασία αυτή από τη λέξη «Μάνη» ή «Μάνια», όπως λεγόταν και λέγεται ακόμα από τους ντόπιους η Παλαιομάνινα.
Δεύτερον, η λέξη «Μάνη» δεν είναι … αλβανική, αλλά βυζαντινή και σημαίνει οχυρωμέο μέρος, τείχη, κάστρα.
Τρίτον, στην αρχή η λέξη « Μάνη», ήταν «Μαίνη», δηλαδή «Κάστρα Μαίνης»  ή  «Παλαιομάϊνα», όπως αναφέρεται στα έγγραφα του 1821! Η Παλαιομάνινα  επιβεβαιώνει τη διαπίστωση ότι  η εγκατάλειψη των αρχαίων πόλεων της περιοχής, λόγω της «ερημίας» μετά την επικράτηση των Ρωμαίων (146 π.Χ.), είχε ως αποτέλεσμα   στα μεσαιωνικά χρόνια, να ξεχαστούν  όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και οι θέσεις τους. Για την( άγνωστη ακόμα!) αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας   διαπιστώνεται ότι  το ξεχασμένο αρχαίο όνομά της υποκαταστάθηκε από ένα νέο,  δηλαδή  Παλαιό Μάνι,  Παλαιομάνινα, Παλαιομάϊνα, Μάνινα, Μάνια. Τα πολλά χρόνια, οι πολλοί αιώνες σκέπασαν με το αρχαίο όνομά της με λησμονιά, αλλά, καθώς παρέμενε πάντοτε επιβλητική με την ακρόπολή της, τους πύργους της και τις πύλες της, στη συνέχεια οι ίδιοι οι κάτοικοι, ως νομάδες πια προφανώς, της έδωσαν μιαν ονομασία που ταίριαζε σε αυτό που έβλεπαν. Δηλαδή, μια ονομασία με πρώτο συνθετικό τη λέξη «Παλαιό», που κυριαρχεί στην Ελλάδα, όταν αναφέρεται  γενικώς σε αρχαία ή παλιά τοποθεσία ή πόλη ή χωριό, και με δεύτερο συνθετικό τη λέξη «Μάνι» ή Μαϊνι» ή «Μαϊνα» , που δηλώνει οχυρό, κάστρο! Σημειώνεται ότι και η Μάνη, κατά την ασφαλέστερη εκδοχή, πήρε το όνομα από την αρχαία οχύρωση, το αρχαίο κάστρο περιοχής. Μάλιστα είχε και την ονομασία Παλαιά Μαϊνη, όπως η Παλαιομάνινα!
Οι έως τώρα γνωστές μαρτυρίες για  κατοίκηση στην περιοχή και κατά τη βυζαντινή περίοδο αναφέρονται  στην περιοχή ως «Μάνη» ή «Παλαιό Μάνι». Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά αναφέρεται η αρχαία πόλη  ως «Παλαιό Μάνι» από τον Κυριακού Αγκωνιάτη (εξ Αγκώνος), ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή το 1436. Η ονομασία αυτή επικράτησε, όπως φαίνεται, επί αιώνες, αφού ως «Παλαιό Μάνι» αναφέρουν την Παλαιομάνινα  οι περιηγητές Λήκ και Εζέ, οι οποίοι επισκέφθηκαν την περιοχή το 1809 και το 1860 αντίστοιχα και άλλοι Έλληνες συγγραφείς.
Επίσης, με το όνομα «Μάνη» αναφέρει την Παλαιομάνινα σε τρεις σελίδες και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (Evliya Gelebi), ο οποίος την επισκέφθηκε το 1668. Συγκεκριμένα,  στο βιβλίο του υπό τον τίτλο «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Απόδοση Νίκος Χειλαδάκης, Εκδόσεις Εκάτη, 2010) στη σελίδα 211 αναφέρει τα εξής:
«Και το σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο υποχρεωνόταν ο κασαμπάς να στείλει ραγιάδες και στρατιώτες στον ντισντάρη της Μάνης, το παραδώσαμε σ΄ ένα  μουσουλμάνο αγρότη, που το σπίτι του ήταν πολύ μακριά από Ζεμπάν (Ζαπάντι). Σ΄ αυτουνού μείναμε τη νύχτα και το πρωί, αφού του δώσαμε τρακόσια γρόσια  και αγοράσαμε ένα άλογό του, φύγαμε άρον, άρον…».
Κρίνω αναγκαίο το ακόλουθο σχόλιο: Η Παλαιομάνινα ήταν την εποχή εκείνη  ένας σημαντικός «κασαμπάς» (κωμόπολη), η οποία μάλιστα είχε ντισντάρη, δηλαδή φρούραρχο, διοικητή του φρουρίου!
Επίσης, στη σελίδες 213 και 214 γράφει τα εξής:
 «Ο μπέης της Ινέμπαχτης (Ναυπάκτου)- αφού έκανε κουμάντο με τον υπασπιστή του- έδωσε τελικά στον καταπονημένο εμένα ένα  πουγκί κι ένα άλογο. Και μ΄ έστειλε στον σερντάρη της Μάνης (αποκεί ψηλά θαύμασα όλα τα κονάκια του σαντζάκ».
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι και στο σημείο αυτό ο Τσελεμπή ονομάζει την πόλη της Παλαιομάνινας «Μάνη», η οποία μάλιστα είχε  και «σερντάρη», δηλαδή τοπικό αρχηγό των γενιτσάρων, ενώ από εκεί ψηλά εκφράζει και τον θαυμασμό του για τα πολλά κονάκια του Σαντζάκ, του Νομού, τα οποία σίγουρα ανήκαν σε νομάδες, αφού τα κονάκια ήταν τα βασικό τους κατάλυμα. Άλλωστε, στην Παλαιομάνινα υπάρχει και το τοπωνύμιο «Παλιοκούνακα»!
Στη συνέχεια και στη σελίδα 222 του βιβλίου του, ο Τσελεμπή είναι πιο αποκαλυπτικός για την επίσκεψή του στην Παλαιομάνινα. Συγκεκριμένα, μετά την επίσκεψή του στο «Λαχόρ» (Αγρίνιο) αναφέρει τα εξής για τη «Μάνη»:
«Και αναχώρησα για να πάω στον ντισντάρη της Μάνης. Μόλις έφτασα εκεί, ο ταπεινότατος εγώ, με γέμισαν με δώρα. Κι αυτοί μιλούν ρωμέϊκα. Τα παλικάρια ντύνονται κατά τις νησιώτικες  συνήθειες, με κόκκινα φέσια και κάπες. Οι πιο ώριμοι όμως φοράνε επιχρυσωμένα σαρίκια, λιπαντζέ – σαμούρ και-γενικά- ακριβά και μεγαλόπρεπα ρούχα. Το νερό τους είναι πηγαδίσιο, αλλά δροσερό. Η περιοχή παράγει ρύζι, λεμόνια, νεράντζια, μανταρίνια κι ελιές. Το κλίμα είναι πολύ εύκρατο. Ξαναγύρισα στο Λαχόρ βαδίζοντας  για μισή ώρα σε μια πλαγιά κατάφυτη από αμπέλια…».
Δηλαδή, οι κάτοικοι μιλούσαν ρωμείκα και όχι … αλβανικά!!!
Εξήντα χρόνια αργότερα, ο Μελέτιος, μητροπολίτης Αθηνών , στο βιβλίο του» Γεωγραφία» (σελίδα 323), το οποίο πρωτοεκδόθηκε στη Βενετία το  1728 αναφέρει  το «Κάστρο της Μαίνης», το οποίο πιθανολογεί ότι είναι ο «Αστακός». Γράφει: «Άστακος και Αστακός, κληθείσα από Αστακού, υιού του Ποσειδώνος και της Ολβίας Νύμφης, κειμένη πλησίον του Αχελώου, καθώς τω περιγράφω. Φαίνεται να είναι το Κάστρο της Μαϊνης».
Πλήρης σύγχυση! Ενώ αναφέρει ότι ο Αστακός φαίνεται να είναι «Κάστρο της Μαίνης», στη συνέχεια γράφει ότι βρίσκεται  κοντά στον Αχελώο. Αλλά, κοντά, πολύ κοντά, στη δυτική όχθη του Αχελώου, κι εκεί κοντά, στην Ακαρνανία, είναι το «Κάστρο της Παλαιομάϊνας»!
ΥΓ. Παρακαλώ τον κ. Βασιλείου να προσκομίσει τεκμηριωμένο αντίλογο σε όλα αυτά και εγώ  θα εκφράσω δημοσίως τα θερμά μου συγχαρητήρια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου