Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Αρχαία Καλυδώνα : Μια από τις πέντε κυριότερες αρχαίες αιτωλικές θαυμαστές πόλεις

Calydon Aetolia 2010.JPG

Το εντυπωσιακό αρχαίο θέατρο, τα εντυπωσιακά ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης και ο  μύθος με ήρωες και κατορθώματα


Του Γιώργου Π. Μπαμπάνη

Η αρχαία Καλυδώνα βρίσκεται στη θέση «Κούτραγα», πεντακόσια περίπου μέτρα από τα τελευταία σπίτια του Άνω Ευηνοχωρίου Αιτωλοακαρνανίας. Η ζωή της αρχίζει από τους προϊστορικούς χρόνους και φθάνει μέχρι τους ύστερους Ελληνικούς χρόνους. Από τον Όμηρο, μάλιστα αναφέρεται με την ονομασία «πετρήεσσα».
                       



Σήμερα στο χώρο σώζονται τμήματα του τειχικού περιβόλου, δίκλιτη στοά καθώς και η ιερά οδός που οδηγεί στο λατρευτικό τέμενος των ναών της Λαφρίας Αρτέμιδας και του Απόλλωνα. Επίσης,  ανατολικά της ιεράς οδού αποκαλύφθηκε ωραίος θολωτός τάφος. Η λίθινη θύρα αυτού του τάφου και οι προτομές του Ηρώου εκθέτονται σήμερα στο Μουσείο Αγρινίου. Το 1965 αποκαλύφθηκε το Βουλευτήριο, που μοιάζει με εκείνο της αρχαίας μικρασιατικής Πριήνης

 
Επίσης, υπάρχει και το αρχαίο θέατρο της Καλυδώνας, το οποίο είναι ιδιαίτερο από πλευράς κατασκευής σε σχέση με τα άλλα αρχαία θέατρα στην αρχαία Ελλάδα. (Βλέπε ανάρτηση τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας)
Η Καλυδώνα στο χώρο της Μυθολογίας

Η μυθολογία στην αρχαία Ελλάδα έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει και μάς παρουσιάζει τους μύθους. Κι αυτό διότι θέλει πάντα να μάς περάσει ένα μήνυμα ή να καταλάβουμε το πώς πρέπει να χειριζόμαστε μια κατάσταση. Δηλαδή,  το μήνυμα είναι ότι ποτέ δεν πρέπει να βιαζόμαστε, όταν παίρνουμε μια απόφαση, αλλά να την μελετάμε πάντα… σε βάθος...
Σύμφωνα με την αιτωλική  μυθολογία (υπάρχει και η ακαρνανική μυθολογία)  βασιλιάς της Καλυδώνας ήταν ο Οινέας και σύζυγός του ήταν η Αλθαία. Το όνομα του βασιλιά Οινέα συνδέεται ετυμολογικά με την λέξη οίνος. Λένε ότι σ΄ αυτόν δώρισε ο Διόνυσος την πρώτη ρίζα αμπέλου, που φύτρωσε στην Ελλάδα και έδωσε στον χυμό που έβγαινε από το φυτό το όνομα του.
Ο Οινέας είχε τρία παιδιά: τον Τυδέα, τον Μελέαγρο και τη Δηιάνειρα. Για τη γέννηση της Δηιάνειρας υποστηρίζεται,  σύμφωνα με τη μυθολογία, ότι ο Διόνυσος, ο οποίος κάποτε φιλοξενήθηκε από τον Οινέα, ερωτεύτηκε τη γυναίκα του την Αλθαία. Ο Οινέας αντιλήφθη αυτό το γεγονός και για να μην εμποδίσει αυτή την παράνομη σχέση προσποιήθηκε πως ήταν υποχρεωμένος να απουσιάσει για κάποια θυσία και άφησε το παράνομο ζευγάρι μόνο του. Όμως, ο Διόνυσος μη θέλοντας να φανεί αχάριστος αντάμειψε τον Οινέα με το να του μάθει την καλλιέργεια του αμπελιού και από αυτό πήρε το όνομά του το κρασί (οίνος), όπως αναφέραμε παραπάνω.
Ο Τυδέας ήταν ο πατέρα του Διομήδη, η Δηιάνειρα ήταν η γυναίκα του Ηρακλή και ο Μελέαγρος είναι αυτός που συνδέεται με μια πολύ τραγική ιστορία. Σύμφωνα με αυτή κατά τη γέννησή του οι Μοίρες, είπαν στη μητέρα του την Αλθαία, πως ο Μελέαγρος θα σκοτώνονταν όταν καιγόταν ολοκληρωτικά  ένα δαυλί, που ήταν ήδη αναμμένο στο τζάκι. Εκείνη τότε πήρε το ξύλο, το έσβησε και το έκρυψε από όλους.
Ο Αιτωλός ήρωας της Καλυδώνας Μελέαγρος, ο Καλυδώνιος Κάπρος και ο θάνατος του ήρωα
Κάποτε  ο Οινέας ξέχασε να προσφέρει θυσία στη θεά Άρτεμη και η θεά θυμωμένη κατέβασε απ' τον Αράκυνθο το φοβερό καλυδώνιο κάπρο, που ρήμαζε την περιοχή σκοτώνοντας ζώα και βοσκούς και καταστρέφοντας  τις καλλιέργειες.
Ο Μελάεγρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου σε σαρκοφάγο της ρωμαϊκής εποχής
από σκηνή αντίγραφο παλαιότερης περιόδου 

Ο βασιλιάς της Καλυδώνας, ο Οινέας, προκήρυξε διαγωνισμό μεταξύ των ηρώων για την εξόντωσή του προσφέροντας ως έπαθλο το δέρμα του κάπρου ή κατ’ άλλους το κεφάλι του. Ονομαστοί ήρωες, όπως ο Ίδας, ο Λυγκέας, ο Θησέας, ο Ιάσονας, ο Τελαμώνας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, ο Υλέας, ο Αγκαίος κ.ά. έλαβαν μέρος στο κυνήγι αυτό. Ανάμεσά στους άντρες ήρωες συγκαταλεγόταν και η περίφημη για την ομορφιά και την κυνηγητική δεινότητά της Αταλάντη, απ' την Αρκαδία.

Στη διάρκεια του κυνηγιού σκοτώθηκαν ο Υλέας και ο Αγκαίος. Τελικά, πρώτη πλήγωσε τον κάπρο η Αταλάντη και τον αποτελείωσε ο Μελέαγρος που πρόσφερε το δέρμα του ή το κεφάλι του κατ’ άλλους ως έπαθλο στην Αταλάντη.

Έτσι όμως άναψε καυγάς μεταξύ των αδελφών της Αλθαίας και του Μελέαγρου και σε αυτή τη συμπλοκή αυτός σκοτώνει τους θείους του. Απελπισμένη η Αλθαία απ' τον θάνατο των αδελφών της πετάει στην φωτιά τον δαυλί που είχε φυλάξει. Αποτέλεσμα αυτής της ανόητης ενέργειας ήταν να πεθάνει ο Μελέαγρος. Η μητέρα του Αλθαία μόλις συνειδητοποίησε τι έγινε αυτοκτόνησε και οι κόρες της, που θρηνούσαν τον αδελφό τους και την μητέρα τους σπαραχτικά μεταμορφώθηκαν σε πουλιά, τις Μελεαγρίδες, δηλαδή τις σημερινές φραγκόκοτες.
Ερμηνεία του μύθου του Μελέαγρου από τον Δημήτρη Στεργίου
Όταν σε μια συζήτηση ανέφερα όλα αυτά για το μύθο του Μελέαγρου στον παππού μου Δημήτρη Στεργίου, αμέσως έσπευσε να με ενημερώσει ότι εκείνος έχει δώσει τη δική του ερμηνεία – μήνυμα για τον τραγικό μυθικό ήρωα στο υπό έκδοση μυθιστόρημά του «Οι αλαφροϊσκιωτοι». Στη συνέχεια μού διάβασε το ακόλουθο απόσπασμα από το Πέμπτο Κεφάλαιο του βιβλίου αυτού υπό τον τίτλο «Ο θάνατος του παλικαριού στο νεκροταφείο»:
«Ο ορμητικός Αχελώος και οι μύθοι γύρω από αυτόν για πάλη, θανάτους και καταστροφές, οι αρχαίες βουβές ερειπωμένες πόλεις με τα κυκλώπεια τείχη, τις επιβλητικές πύλες και τις αγέρωχες ακροπόλεις, οι βελανιδιές  με τις νύμφες τους και τους χρησμούς τους, οι αμέτρητοι αρχαίοι τάφοι, οι σπηλιές, οι λαγκαδιές, τα παλιά πηγάδια και οι παλιές ερειπωμένες εκκλησιές, είχαν εξάψει τη φαντασία και τις δοξασίες των κατοίκων, οι οποίες αποτυπώνονται σε όλα τα έθιμα, τα έθιμα του γάμου, του θανάτου, της γέννησης, και τις δεισιδαιμονίες με τις μοίρες, με τον φόβο για εκδίκηση και τιμωρία, για παρέμβαση της Θείας Δίκης, η οποία συμπυκνωνόταν στη φράση «όλα εδώ πληρώνονται».
-Όλους μας, από τα μικρά παιδιά έως και τους μεγαλύτερους σε ηλικία, μας διακατείχε ένας μεγάλος φόβος με όλα αυτά που μας έλεγαν για φαντάσματα και άλλες  ιστορίες, παλιές και νέες, για τις φωνές που ακούγονται από τα τείχη των αρχαίων πόλεων, από τα νεκροταφεία, από τις σπηλιές, από τις όχθες του ποταμού και της λίμνης, από τις  τεχνητές δεξαμενές μέσα στο βελανιδάσος, είπε ο παππού- Γιαννακός για να ανοίξει τη νέα συζήτηση το επόμενο ζεστό καλοκαιρινό απόγεμα στο καφενείο του χωριού.
Όλοι της παρέας κάθισαν πιο αναπαυτικά στις καρέκλες, παράγγειλαν πάλι καφέδες, ούζα, λουκούμια, πορτοκαλάδες, λεμονάδες  και «υποβρύχιο», ενώ μερικοί από τα διπλανά τραπέζια παράτησαν τη χαρτοπαιξία και το τάβλι και τράβηξαν τις καρέκλες τους προς τον παππού – Γιαννακό.
- Θα σας πω μια ιστορία που αφορά ένα λεβέντη από το χωριό μας, αλλά ίσως και άλλους από τα γύρω χωριά, συνέχισε ο Παππού- Γιαννακός, με μεγάλη ικανοποίηση βλέποντας αυτή τη μεγάλη ανταπόκριση και το ενδιαφέρον των συγχωριανών του. Μεγάλο φόβο προκαλούσε σε όλους μας το νεκροταφείο, που είναι κοντά στην όχθη του Αχελώου ποταμού και ιδιαίτερα τις νύχτες με αχνό φεγγάρι και σπαρακτικές κραυγές νυχτόβιων πουλιών. Όμως ένας λεβέντης θέλησε  να κάνει το παλικάρι. Είπε στην παρέα φίλων του ότι δεν φοβάται αυτές τις παραδόσεις και τις δοξασίες και ότι μπορεί να πάει στο νεκροταφείο τη νύχτα και θα επιστρέψει χωρίς να πάθει τίποτε. Στην ερώτηση ποια θα είναι η απόδειξη ότι πήγε στο νεκροταφείο, το παλικάρι είπε: Θα μπω στο νεκροταφείο και θα καρφώσω το μαχαίρι σε ένα από τα μνήματα! Έφυγε ο λεβέντης, αλλά μάταια περίμεναν οι φίλοι να επιστρέψει. Οι φίλοι πήγαν στα σπίτια τους με την εντύπωση ότι τους κορόιδεψε το παλικάρι. Όμως, μόλις ξημέρωσε και συνεχώς ανέβαινε ο ήλιος στον ουρανό, οι φίλοι του παρατήρησαν ότι δεν εμφανίστηκε στην παρέα τους ο «γενναίος»  νέος. Αμέσως, έσπευσαν και πήγαν στο νεκροταφείο, όπου κείτονταν νεκρός. Τί είχε γίνει. Πράγματι, μπήκε στο νεκροταφείο, κάρφωσε το μαχαίρι στο χώμα, αλλά μαζί μ΄ αυτό και την πολύπτυχη φουστανέλα του. Και μόλις έκανε να σηκωθεί, σωριάστηκε!
-Πράγματι, υπάρχουν πολλοί μύθοι, παραδόσεις και θρύλοι που έχουν αποτυπωθεί από την αρχαιότητα έως σήμερα σε πολλά έθιμά μας, πρόσθεσε ο φωτισμένος δάσκαλος  του χωριού, ο Θανάσης, ο οποίος παρακολουθούσε τη συζήτηση. Αναφέρω τον μύθο με τον Μελέαγρο που διηγείται ο Φοίνικας στον Αχιλλέα στην Ιλιάδα (Ι, 529 – 599) και που σήμερα συνεχίζεται σε κάθε γέννηση με τις μοίρες.
-Ω,  αυτός ο μύθος με τις μοίρες είναι πολύ έντονος στην περιοχή μας, πρόσθεσε ο παππού – Γιαννακός.
-Είναι έντονος, συμπλήρωσε ο δάσκαλος, διότι αναφέρεται σε ένα παραμύθι που κυκλοφορούσε πολύ πριν από τον Όμηρο στην περιοχή μας, αφού, κατά την παράδοση, η πατρίδα του Μελέαγρου ήταν η αιτωλική Καλυδώνα, που δεν είναι μακριά από εδώ.
-Εγώ δεν ξέρω κανένα Μελέαγρο, είπε ο παππού – Γιαννακός, αφού δεν έμαθα γράμματα, δεν πήγα σχολείο, αλλά και διότι το παραμύθι που θα σας πω δεν αναφέρει κανένα Μελέαγρο. Αλλά, αφού το λέει ο δάσκαλος έτσι είναι.
- Ο μύθος του Μελέαγρου έχει γίνει παραμύθι, με παραλλαγές, που κυκλοφορεί επί αιώνες και σε άλλες περιοχές, πρόσθεσε ο δάσκαλος. Και θέλω να παρακαλέσω  τον παππού να μάς πει το παραμύθι αυτό, όπως λέγεται στην περιοχή μας.
- Φοβάμαι ότι θα σάς κουράσω, διότι το παραμύθι αυτό είναι κάπως μεγάλο, αλλά έχει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι κι εγώ είδα με τα μάτια μου τη μητέρα μου λεχώνα να μένει άυπνη τις τρεις πρώτες ημέρες από τη γέννα του αδερφού μου.
-Δεν μάς κουράζεις, δεν μας κουράζεις καθόλου, παππού, φώναξε η παρέα.
-Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μητέρα κι εγέννησε ένα αγόρι. Στις τρεις μέρες ήξερε πως θα΄ρθουν οι Μοίρες να της το μοιράνουν, γι΄ αυτό, για να μάθει ποια θα ήταν η τύχη του παιδιού της, πλάγιασε δίπλα στην κούνια του, τάχα  πως κοιμόταν. Τα μεσάνυχτα ήρθαν οι Μοίρες, στάθηκαν γύρω στην κούνια, και η μάνα άκουσε την πρώτη να λέει: -Το αγόρι αυτό θα γίνει όμορφο! Την άλλη: -Θα γίνει και παλικάρι! Η τρίτη όμως φώναξε: - Κοιτάχτε το δαυλί που καίγεται στο τζάκι! Μόλις αποκαεί, το παιδί θα πεθάνει!  Όταν οι Μοίρες χάθηκαν, η μάνα πετάχτηκε, άρπαξε το μισοκαμένο δαυλί, το έσβησε, το τύλιξε σ΄ ένα ρούχο και το έχωσε βαθιά στον πάτο της κασέλας της. Κι ούτε μολόγησε ποτέ σε κανέναν τί άκουσε και από τί κρεμόταν η ζωή του παιδιού της.
Φαίνεται ότι κάτι ενόχλησε τον παππού – Γιαννακό από την αφήγηση αυτή του μύθου και σταμάτησε. Ζήτησε να πιεί λίγο νερό, να παρασκευάσουν ένα πικρό καφέ, ενώ, παράλληλα, έβγαλε καπνό και τσιγαρόχαρτο από τη καπνοσακούλα και έστριψε το τσιγάρο. Δεν το άναψε όμως! Πήραν μια βαθιά ανάσα τα γέρικα στήθια του, κοίταγε αμήχανα το «ακροατήριό» του και κάποια στιγμή έκανε να σηκωθεί για να φύγει.
-Παππού- Γιαννακό, μη μάς το κάνεις αυτό. Θέλουμε να συνεχίσεις τον μύθο, ζήτησαν παρακλητικά.
-Αγαπητά μου παιδιά, το ξέρω ότι έχετε περιέργεια να μάθετε τί έγινε μετά, παρατήρησε ο Παππού - Γιαννακός. Αυτό το «μετά» είναι που έκανε να οργιάσει η φαντασία των προγόνων μας και να διηγούνται ένα μύθο που κρατιέται επί γενιές από στόμα σε στόμα.
-Σε παρακαλάμε να συνεχίσεις για να μείνει ζωντανός ο μύθος αυτός κι από εμάς και για τις άλλες γενιές.
Αυτό ήταν αρκετό. Άναψε ο τσιγάρο με το τσακμάκι του και συνέχισε ο παππού – Γιαννακός.
-Το αγόρι έζησε, μεγάλωσε και έγινε ένα όμορφο και δυνατό  παλικάρι. Κάποτε έτυχε να βγει στο κυνήγι συντροφιά με τον αδερφό της μητέρας του. Όμως στο γυρισμό, πάνω στη μοιρασιά του  κυνηγιού, μάλωσε μαζί του. Τον πήρε τότε ο θυμός, δίνει μια στο θείο του και τον σκοτώνει. Μόλις η μητέρα έμαθε πως ο αδερφός της σκοτώθηκε και ποιος τον σκότωσε, τρέχει γρήγορα, ανοίγει την κασέλα, βγάζει το δαυλί, που τόσα χρόνια το κρατούσε φυλαγμένο, και το ρίχνει στη φωτιά. Την ίδια στιγμή που το ξύλο αποκάηκε, έπεσε και ο γιός της νεκρός.
-Ναι, ναι, είναι ο μύθος του Μελέαγρου, αναφώνησε ο δάσκαλος . Το ανώνυμο αυτό παραμύθι κρατήθηκε ζωντανό επί αιώνες και  είχε μεγάλη διάδοση. Μάλιστα, στο δεύτερο αιώνα μ. Χ. ο Παυσανίας γράφει πως ο δραματικός Φρύνιχος, λίγο πιο παλιός από τον Αισχύλο, αναφέρεται σε έργο στον τραγικό θάνατο του Μελέαγρου. Μάλιστα, αναφέρει και το όνομά του, όπως  και τους γονείς του (Οινέας, Αλθαία) καθώς και τον τόπο εγκατάστασής τους, την Καλυδώνα.
- Δάσκαλε, γιατί λέτε όλα αυτά για τον Μελέαγρο και τον Οινέα, ρωτούσαν πολλοί από τη συντροφιά.
-Ακούω όλα αυτά για Μοίρες, για φαντάσματα, για Θεία Δίκη, για Κάθαρση, για ερινύες, για  Νύμφες και θυμήθηκα ότι και η αρχαία πόλη της Παλαιομάνινας έχει ταυτισθεί από μερικούς ιστορικούς και περιηγητές με την αρχαία Οιναία, της οποίας οι κάτοικοι αργότερα, για διάφορους λόγους, ίδρυσαν την αρχαία πόλη των Οινιαδών, η οποία πήρε το όνομά της από τον τραγικό βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, ο οποίος πρώτος έκανε το κρασί, ενώ ο Όμηρος την Παραχελωίτιδα χαρακτηρίζει ως «Οινιάδες» ή «Οινότοπον», είπε ο δάσκαλος. Δηλαδή, παρατηρώ ότι σε όλη σχεδόν αυτή την αρχαία περιοχή παρελαύνουν, με δεκάδες τραγικά μυθικά ονόματα, πολλοί, όπως ο Ηρακλής, η Διηάνειρα, ο Αλκμέων, ο  Οινέας, ο Μελέαγρος. Με λίγα λόγια, αυτές οι εικόνες, αυτά τα φαντάσματα, μετά από διηγήσεις τέτοιων παραμυθιών από τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες, εμφυσούσαν όχι μόνο φόβο και προκαλούσαν εφιάλτες κυρίως τις νύχτες, αλλά είχαν συνέχεια με την εναλλαγή νέων και σύγχρονων παρόμοιων άλλων περιστατικών που πάντα άρχιζαν με αρές και ερινύες και κατέληγαν στην κάθαρση των αρχαίων τραγουδιών.
-Δάσκαλε, όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα και θα θέλαμε να μάς πείτε κι άλλα, παρατήρησε η παρέα.
- Κυρίως, μάς ενδιαφέρουν οι μύθοι, οι θρύλοι, οι παραδόσεις. Και σε όσες περιπτώσεις με «προκαλέσουν» οι παππούδες μας με όλα αυτά που διηγούνται και αφηγούνται, η ταπεινότητά μου θα παρεμβαίνει για να σάς παρουσιάζω τις αρχαιοελληνικές ρίζες, που υπάρχουν, σε παλιά ή σχετικά πρόσφατα κρίματα, που ίσως θυμηθούν, ύστερα από δικές μας ερωτήσεις και προκλήσεις, οι «σοφοί» γέροντος του χωριού. Αλλά, βλέπω με χαρά να έρχεται προς την παρέα μας και ο Γιώργος, ο καθηγητής φιλόλογος, ο οποίος, ως ειδικότερος, θα μπορέσει να απαντήσει σε  ερωτήσεις σας που σχετίζονται με την ελληνική γραμματεία και την ιστορία.
-Έλα, Γιώργο, κάθισε. Γιατί άργησες να έρθεις σήμερα στην παρέα, ρώτησε ο παππού – Γιαννακός τον φιλόλογο.
-Σήμερα το απόγεμα πήγα τα άλογα, τον Μπάλιο και τον Καρά, να τα αμολύσω στις καλαμιές, αφού πρώτα τα πότισα στη μεγάλη δεξαμενή που είναι μέσα στο πυκνό δάσος από τις βελανιδιές. Μάλιστα, το ένα άλογο, τον Μπάλιο, επειδή είναι πιο ζωηρός, μού λέει ο πατέρας μου να τον περδικλώνω  για να μην απομακρύνεται από το χωράφι με τις καλαμιές τη νύχτα και κάνει ζημιές σε αμπέλια, ελιές και κηπευτικά.
-Κύριε καθηγητά, μάς είπατε τη σημασία του ρήματος «περδικλώνω», αλλά θέλω να σας παρακαλέσω να μας πείτε την ετυμολογία του, είπε ο Μήτσος, το γυμνασιόπαιδο.
-Κοιτάξτε, το ρήμα αυτό στην αρχική του μορφή είναι «πεδικλώνω», από την λέξη «πέδικλον», που είναι ένα σκοινί με το οποίο  δένονται τα δύο μπροστινά κυρίως πόδια των ζώων για να μην απομακρύνονται από μια συγκεκριμένη περιοχή ή να συνηθίσουν ένα συγκεκριμένο βηματισμό. Η λέξη αυτή παράγεται από τη λέξη «πους», όπως και οι λέξεις «πέδιλο», «τρικλοποδιά» κλπ.
-Είδα ότι ο πατέρας του Γιώργου έχει βάλει ονόματα και στα δύο άλογά του. Το συνηθίζουμε όλοι αυτό στο χωριό μας, είπε ο παππού – Γιαννακός.
-Συνήθως, βάζουμε ονόματα στα ζώα μας και στην προκείμενη περίπτωση στα άλογα που έχουν σχέση με το χρώμα τους. Ο Μπάλιος, στη δική μας ντοπιολαλιά,  είναι ο παρδαλός. Έχει μαύρο κεφάλι και στο μέτωπό του ένα μέρος άσπρο. Καράς λέγεται το άλογο που είναι κατάμαυρο και είναι τούρκικο κατάλοιπο. Σημειώνω ότι Βάλιος λεγόταν και το άλογο του Αχιλλέα. Επίσης, τα άλογα των θεών, είχαν ονόματα από το χρώμα τους, όπως  Ξάνθος, Πυρρός, Φοίνιξ, Λευκός ή Λάμπος!
-Γιατί άργησες, ρώτησε τον Γιώργο ξανά ο παππού – Γιαννακός.
-Με το πότισμα, με το περδίκλωμα δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι, μολονότι είναι καλοκαίρι, θα βρεθώ το σούρουπο σε ένα δάσος με βελανιδιές και κοντά σε μια τεράστια τεχνητή δεξαμενή με βατράχια να αρχίζουν το … «τραγούδι» τους! Πήρα το κακοτράχαλο μονοπάτι και με βήμα γρήγορο έφτασα στο χωριό και πήρα μια ανάσα με ανακούφιση.
-Μήπως φοβήθηκες, Γιώργο, παρατήρησε ο παππού – Γιαννακός.
-Ειλικρινά σάς λέω ότι φοβήθηκα. Δεν ξέρω. Λίγο το βουβό δάσος με τις βελανιδιές, σα να θέλουν να μού στήσουν καρτέρι, λίγο η βουβή δεξαμενή, σα να θέλει να πνίξει, λίγο  τα πυκνόφυλλα κλαδιά της βελανιδιάς να κουνιούνται ελαφρά σα να με καλούν κοντά τους, λίγο οι θερισμένες καλαμιές σα να μού θυμίζουν θάνατο, λίγο ο ήλιος που χανόταν σιγά – σιγά πίσω από τους λόγους σα να σβήσει η ζωή, όλα αυτά με έκαναν να φύγω γρήγορα. Ιδιαίτερα, η δεξαμενή…
-Κι αν άκουγες όλα αυτά τα σημερινά που λέγαμε για τις Μοίρες, μάλλον δεν θα πήγαινες καθόλου  σήμερα στις καλαμιές τον Μπάλιο και το Καρά, είπε χαμογελώντας ο δάσκαλος.
-Δηλαδή, ποιο ήταν το σημερινό «μάθημα» στο καφενείο, ρώτησε ο Γιώργος.
- Μέχρι που ήρθες στην παρέα μας λέγαμε για Μοίρες, για τον καημένο τον Μελέαγρο, για τις κατάρες και άλλα που μάς έχουν κάνει ή λίγο χρειάζεται να γίνουμε όλοι μας αλαφροϊσκιωτοι, πρόσθεσε ο δάσκαλος.
-Ωχ, «πιάσατε» ένα θέμα που είναι συναρπαστικό, αλλά και … εφιαλτικό, είπε ο Γιώργος.
-Δηλαδή, δηλαδή, πετάχτηκε για  να ρωτήσει πάλι ο Μήτσος.
-Δεν ξέρω τί συζητήσατε σήμερα για το θέμα αυτό. Απλώς επισημαίνω ότι οι Μοίρες παριστάνονταν, συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, είναι η ανθρώπινη ζωή. Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεση, μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα "λάχει" στον καθένα. Η τρίτη Μοίρα, τέλος, η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
-Γιώργο, τελικά οι Μοίρες είναι υπεύθυνες για ό,τι συμβαίνει στους ανθρώπους, ρώτησε ο δάσκαλος.
-Έτσι λέγανε ή έτσι πίστευαν, συνέχισε ο Γιώργος.  Οι Μοίρες είναι οι δυνάμεις που ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του. Σε κάποιες περιπτώσεις οι άνθρωποι πίστευαν πως δεν ήταν τρεις, αλλά μία ή δύο, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε στο μαντείο των Δελφών, όπου λάτρευαν μόνο τη Μοίρα της Γέννησης και τη Μοίρα του Θανάτου. Για τους μαθητές, κυρίως,  που είναι στη συντροφιά μας, επισημαίνω ότι η λέξη "μοίρα" βγαίνει από το ρήμα "μοιράζω", είναι δηλαδή το "μερίδιο" και το "μερτικό", το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά ενός όλου. Έτσι, μοίρα σημαίνει πάνω απ' όλα το μερίδιο που διεκδικεί ο καθένας στη ζωή και την ευτυχία.
-Κύριε καθηγητά, πώς όμως γίνεται η «μοιρασιά», ρώτησε ο πάντα προσεκτικός Μήτσος.
-Πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της. Ο Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, λόγου χάρη, αποτελούσε στην αρχαιότητα ένα ιδανικό ζωής, χάρη στην εύνοια της Μοίρας: έζησε πολύ και από το γάμο του απέκτησε πολλούς γιους. Η περίπτωση του Αχιλλέα αποτελεί, παράλληλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης ότι τα πολλά χρόνια ζωής δεν σημαίνουν απαραίτητα πως αυτά είναι γεμάτα χαρά κι ευτυχία: Ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα μιλά για τη μοίρα του, που ξέρει πως είναι διπλή από τη μητέρα του τη Θέτιδα: μπορεί να έχει μια μακρόχρονη, αλλά ασήμαντη ζωή, αν γυρίσει στην πατρίδα του, ή να επιλέξει να μείνει και να πολεμήσει στην Τροία, να διακριθεί για τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και να πεθάνει νέος. Το όνομά του θα συνδεθεί με τη δόξα κι όλοι θα τον θυμούνται σαν φοβερό ήρωα στο παρόν και στο μέλλον, όπως και έγινε τελικά.
-Γιώργο, στην περίπτωση του μύθου για τον Μελέαγρο που διηγήθηκα λίγο πριν έρθεις, ποιο ρόλο παίζουν οι Μοίρες, ρώτησε ο δάσκαλος.

Ο Μελέαγρος από τον Σκόπα 

-Ευχαριστώ για την ερώτηση, Θανάση, είπε ο Γιώργος. Ακριβώς, ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου. Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού. Άκουσε, λοιπόν,  από την Κλωθώ πως θα γίνει όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος, όμως, φώναξε πως πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν στο τζάκι.
-Ακριβώς, έτσι τα είπα στην παρέα για το μύθο αυτό, συμπλήρωσε ο δάσκαλος.
-Πολύ ωραία, συνέχισε ο Γιώργος. Ένα άλλο πάλι «επεισόδιο» από την Ιλιάδα. Στον τρωικό πόλεμο ο γιος του Δία, ο Σαρπηδόνας, μάχεται γενναία εναντίον του Πάτροκλου, ο οποίος όμως τον έχει σχεδόν νικήσει. Ο Δίας παρακολουθεί τη μονομαχία και πονάει για το γιο του. Σκέφτεται, λοιπόν, ν' αντιταχτεί στη μοίρα και ν' αποφευχθεί ο θάνατος του Σαρπηδόνα, που πολύ τον αγαπούσε. Εμπιστεύεται στην Ήρα τη σκέψη του ν' αλλάξει τα γραμμένα, εκείνη όμως τον συνεφέρει με τα λόγια της. Υπενθυμίζει τη μεγάλη δυσαρέσκεια που θα προκαλέσει στους υπόλοιπους θεούς. Εκείνος, τελικά, υποχωρεί και ρίχνει στη γη ματωμένες ψιχάλες, για να δείξει τη λύπη του. Λίγο παρακάτω, όταν ο Έκτορας μονομαχεί με τον Αχιλλέα και πρόκειται σε λίγο να σκοτωθεί, ο Δίας εκμυστηρεύεται στην Αθηνά πόσο πολύ θα ήθελε να μπορούσαν όλοι οι θεοί να συμφωνήσουν, ώστε ν' αλλάξουν τη μοίρα του και να τον γλιτώσουν. Η Αθηνά τού αποκρίνεται ακριβώς, όπως και η Ήρα, οπότε ο Δίας συμμορφώνεται και πάλι. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, όμως, της αναμέτρησης, παίρνει μια χρυσή ζυγαριά, ώστε να κριθεί με αντικειμενικό τρόπο το ποιος θα επικρατήσει. Σε κάθε μεριά της βάζει από μια μοίρα του θανάτου και την ισορροπεί. Τελικά, βαραίνει η μεριά του Έκτορα που πρέπει τώρα να πεθάνει. Ο Απόλλωνας, που μέχρι τότε συνεχώς τον προστάτευε, τον εγκαταλείπει.
-Δηλαδή, όλοι μας είμαστε … «μοιραίοι», παρατήρησε ο Μήτσος!
-Για τα ομηρικά έπη μιλάμε, διευκρίνισε ο φιλόλογος. Στα ομηρικά έπη, η Μοίρα είναι κάτι το δεδομένο από την αρχή της ζωής. Οι Μοίρες όμως είναι απλώς το όργανο στην υπηρεσία των θεών, που εκτελούν τη θέλησή τους. Το νήμα της ζωής το γνέθουν ουσιαστικά εκείνοι, οι οποίοι καθορίζουν τα γεγονότα, τις περιπέτειες, τον πλούτο και το θάνατο για τον κάθε άνθρωπο. Οι θεοί μπορούν και έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη μοίρα, αφού οι ίδιοι την ορίζουν στην αρχή της ζωής των θνητών. Μια τέτοια αλλαγή όμως θα είχε πολύ άσχημες συνέπειες, γιατί θα διατάρασσε την αρμονία και την τάξη. Ο Δίας μπορεί ν' αλλάξει τη Μοίρα, μα προτιμά να μην το κάνει, γιατί κι οι άλλοι θεοί θα ζητούσαν να κάνουν το ίδιο για τους δικούς τους προστατευόμενους. Η Μοίρα είναι πάνω απ' όλα ιδιοκτησία του, γι' αυτό και τον ονόμαζαν "Μοιραγέτη" (ηγέτη, οδηγό, αρχηγό των Μοιρών). Ήδη από την εποχή του Ησίοδου (7ος αιώνας π.Χ.) οι Μοίρες δεν είναι πια τα όργανα που εκτελούν τυφλά τη βούληση των θεών, μα έχουν και κάποιες δικές τους αρμοδιότητες και ρόλους.
-Παιδιά, εμένα θα μού επιτρέψετε να φύγω, διότι θα … «παραμορφωθώ» εδώ, είπε ο παππού – Γιαννακός.
-Έχει δίκιο ο παππού – Γιαννακός, είπε ο Γιώργος. Το θέμα αυτό δεν εξαντλείται ούτε με συζητήσεις  … επί εβδομάδες! Έτσι, προτείνω να το «διαλύσουμε» με την παράκληση να συνεχίσουμε τις συζητήσεις μας σε μιαν άλλη συνάντηση εδώ στα καφενεία.
-Ναι, αλλά εγώ φοβάμαι να πάω στο σπίτι μου νυχτιάτικα και μάλιστα στην άκρη του χωριού, με όλα αυτά που είπε ο κ. καθηγητής για δεξαμενές, για βελανιδιές, για κλαδιά.
-Καλά, καλά, είπε ο Γιώργος! Θα πάμε μαζί μέχρι εκεί που χωρίζουν οι δρόμοι για τα σπίτια μας (που δεν άλλωστε και πολύ μακριά), αλλά υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο μετά θα σιγοτραγουδάμε και σφυρίζουμε ως απόδειξη ότι … είμαστε καλά!
Έτσι κι έγινε…»
Ο Ηρακλής και Διηάνειρα
Ο Καδμογέννητος Ηρακλής,  όπως τον αναφέρει ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Τραχίνιαι»,  είναι από τους πιο ξακουστούς μυθικούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Οι άθλοι τού προκαλούν δέος, καθώς η υπομονή του ήρωα σε συνδυασμό με την εξιλέωσή του για τον θάνατο που προκάλεσε στη Μέγαρα και στα τρία του παιδιά δείχνει την αντανάκλαση της ελληνικής σκέψης στη μυθολογία και ανταποκρίνεται στην ανάγκη να αιτιολογήσουν ηθικά τις δοκιμασίες ενός ήρωα, τον οποίο συνήθιζαν να παρουσιάζουν ως κατεξοχήν δίκαιο. Οι άθλοι του Ηρακλή κατέληξαν να σημαίνουν <<τις δοκιμασίες της ψυχής>> που απελευθερώνεται βαθμιαία από τη δουλειά του σώματος και φτάνει στην τελική αποθέωση.
Έτσι, όταν ο βασιλιάς των Μυκηνών Ευρυσθέας τού ανέθεσε την τελευταία αποστολή να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να τού φέρει τον Κέρβερο, τον φοβερό σκύλο που φύλαγε την Είσοδο του Άδη και είχε τουλάχιστον τρία κεφάλια, ο Άδης τού έδωσε την άδεια να οδηγήσει τον Κέρβερο στη γη, αρκεί να κατάφερνε να τον δαμάσει χωρίς όπλα, πράγμα που εκείνος κατάφερε. Μια λεπτομέρεια που πρέπει να επισημάνουμε είναι  ότι με την κάθοδο του ήρωα στον Άδη συμβολίζει την πορεία του προς τον θάνατο και τον αγώνα του να τον αντιμετωπίσει και να τον νικήσει, κερδίζοντας την Αθανασία. Μάς θυμίζει τη δημοτική μας παράδοση, τα ακριτικά τραγούδια και ειδικότερα το Έπος του Διγενή Ακρίτα και το πάλη του ήρωα με τον Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια, όπου ο Διγενής τον έβαλε 99 φορές κάτω και ο χάρος μια. Και προς τιμήν της ανδρείας του ήρωα λέει το τραγούδι: καβάλα πάει ο Χάροντας τον Διγενή στον Άδη...
Εκεί συνάντησε τον θρυλικό ήρωα της Αιτωλίας Μελέαγρο. Ο Μελέαγρος τού ζήτησε να παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα, η οποία βρισκόταν στην Καλυδώνα. Πράγματι, ο Ηρακλής ταξίδεψε μέχρι εκεί, αλλά όταν έφτασε, πληροφορήθηκε πως την είχε ζητήσει σε γάμο ένα παράξενο πλάσμα, με το όνομα Αχελώος. Ο Αχελώος, ήταν ο θεός ποταμός της Αιτωλίας και είχε το χάρισμα να μεταμορφώνεται. Πότε σαν ταύρος ολόκορμος, πότε σαν πλουμισμένος δράκοντας πολυγύριστος και πότε με πρόσωπο βοδιού κι αντρίκειο σώμα και από τη συμπύκνη του γενειάδα σα βρυσομάνες τα νερά κυλούσαν.
Η Δηιάνειρα δεν τον ήθελε και προσπαθούσε να βρει τρόπο να τον αποφύγει. Έτσι ζήτησε από τον ημίθεο Ηρακλή να πολεμήσει με τον Αχελώο και να την διεκδικήσει. Στην αμφίρροπη μάχη που έγινε, επικράτησε ο Ηρακλής. Μετά από αυτό, συνάντησε τη Δηιάνειρα και αφού της ερμήνευσε την επιθυμία του νεκρού αδερφού της, παντρεύτηκαν. Μαζί απέκτησαν τέσσερις γιους (τον Ύλλο, τον Κτήσιππο, τον Γληνό και τον Ονελίτη ή Οδίτη)  και μια κόρη.

 Παρέμειναν στην Αιτωλία για πολύ καιρό. Εκείνο το διάστημα ήταν που ο Ηρακλής βοήθησε τους Καλυδώνιους στην εκστρατεία τους εναντίον των Θεσπρωτών ,  αλλά ένα αναπάντεχο γεγονός, διέλυσε τη μετέπειτα ήρεμη οικογενειακή ζωή του ήρωα. Είχε σκοτώσει κατά λάθος τον Εύνομο, οινοχόο και συγγενή της Δηιάνειρας, στο ανάκτορο του πεθερού του. Για την ιστορία, ο Εύνομος έριξε κατά λάθος στα χέρια του Ηρακλή το νερό που ήταν για τα πόδια. Ο Ηρακλής δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει,  αλλά να τον συνετίσει Ο πατέρας του παιδιού τον συγχώρεσε, αλλά ο Ηρακλής ήθελε να κάνει αυτό που πρόσταζε ο νόμος γι' αυτό αποφάσισε να φύγει από την Αιτωλία. Πήρε μαζί του την Δηιάνειρα και τον γιο τους Ύλλο, με σκοπό να μεταβούν στην Τραχίνα. Πριν ακόμη όμως ξεκινήσουν το ταξίδι τους, θα έπρεπε να διαβούν τον ποταμό Εύηνο, που ήταν πολύ δύσβατος.









Στον ποταμό αυτό είχε εγκατασταθεί ο κένταυρος Νέσσος που είχε γλιτώσει απ' τον Ηρακλή σε μια συμπλοκή του με τους Κένταυρους κι εργαζόταν εκεί ως περαματάρης, περνώντας πεζούς διαβάτες στην άλλη πλευρά του ποταμού πάνω στην πλάτη του. Οι κένταυροι ήταν τερατώδη όντα, μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα. Ζούσαν στα βουνά και τα δάση, τρέφονταν με ωμό κρέας και φημιζόταν για την αγριότητα τους. Εξαίρεση αποτελούν ο Φόλος και ο Χείρωνας, που διέφεραν στον χαρακτήρα από τους υπόλοιπους.
Ο Νέσσος προσφέρθηκε να πάρει στην πλάτη του τη Δηιάνειρα και να την περάσει απέναντι, ενώ ο Ηρακλής θα περνούσε τον ποταμό μόνος του κολυμπώντας. Όμως την ώρα που ο κένταυρος περνούσε απέναντι τη γυναίκα του Ηρακλή, θέλησε να τη βιάσει. Τότε αυτή αντιστάθηκε και έβαλε τις φωνές. Εξαγριωμένος  ο Ηρακλής απ’ αυτό το γεγονός τράβηξε ένα βέλος, το οποίο ήταν ποτισμένο με το φαρμάκι της Λερναίας Ύδρας, το έβαλε στο τόξο του και με αυτό τρύπησε την καρδιά του κενταύρου Νέσσου. Ο Νέσσος νιώθοντας να πεθαίνει λέει στη Δηιάνειρα πως, αν θέλει να κάνει τον άντρα της να την αγαπάει για πάντα, να πάρει το αίμα που κυλούσε απ' την πληγή του και σ' αυτό να βουτήξει τον χιτώνα του Ηρακλή.

   Αφού πέρασαν τον Εύηνο ποταμό, η Δηιάνειρα φιλοξενήθηκε στα ανάκτορα του βασιλιά της Τραχίνας Κήυκα, ενώ ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον του Εύρυτου, βασιλιά της Οιχαλίας. Και αφού σκότωσε εκείνον και τους γιους του, έκλεψε την κόρη του Ιόλη. Έπειτα πήγε στο ακρωτήριο Κηναίο στην Εύβοια, όπου θέλησε να κάνει θυσία προς τιμήν του Δία. Έστειλε λοιπόν το σύντροφό του Λίχα να ζητήσει από τη Δηιάνειρα γιορταστικό χιτώνα. Εκείνη πληροφορήθηκε από τον απεσταλμένο του τον έρωτα του Ηρακλή για την Ιόλη. Επιθυμώντας να ξαναποκτήσει την αγάπη του άντρα της βύθισε το λευκό χιτώνα στο αίμα του κενταύρου, όπως της είχε πει τότε. Όταν ο Ηρακλής τον φόρεσε, το δηλητηριασμένο αίμα του κενταύρου ξεχύθηκε και κόλλησε πάνω σ' ολόκληρο το σώμα του, κατακαίγοντας το. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει το χιτώνα από πάνω του, ξεκολλούσε μαζί και τις σάρκες του. Πάνω στην οργή του γκρέμισε το Λίχα στη θάλασσα. Όταν η Δηιάνειρα κατάλαβε τι είχε κάνει δεν άντεξε και αυτοκτόνησε.


Ο Ηρακλής έχοντας ανυπόφορους πόνους, ανέβηκε στην Οίτη, ετοίμασε ένα σωρό ξύλα και ανέβηκε απάνω. Παρακάλεσε τους συντρόφους του να ανάψουν φωτιά, αλλά αυτοί αρνήθηκαν, Τέλος δέχτηκε ο Ποίας, πατέρας του Φιλοκτήτη , και σαν ανταμοιβή ο Ηρακλής του χάρισε το τόξο και τα βέλη του.

Ένα τελευταίο σημείο που είναι εντυπωσιακό και καταγράφει ο Σοφοκλής στη τραγωδία  είναι ότι, ένας παλιός χρησμός από τον Δία έλεγε στον Ηρακλή ότι τη ζωή του δεν θα την χάσει από κανέναν ζωντανό, μόνο από κάποιον νεκρό που κατοικούσε πια στον Άδη. Ο Κένταυρος λοιπόν ετούτος, όπως είχε προβλέψει η θεϊκή μαντεία, τον ζωντανό (εννοεί τον Ηρακλή), πεθαμένος σκοτώνει.
Ιστορική προσέγγιση της Καλυδώνας.

Η ίδρυση της πόλης χρονικά τοποθετείται στην αρχή της προϊστορίας, περίπου τον 3η χιλιετία π.Χ. και σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουμε φτάνει μέχρι τους ύστερους Ελληνιστικούς χρόνους.

Η Καλυδώνα έλαβε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία με το Μελέαγρο, έστειλε ναυτική δύναμη στην Τροία, όπου, σύμφωνα με τον Όμηρο, συμμετείχε στην πολιορκία της, έστειλε στρατό που νίκησε και αναχαίτισε τους επιδρομείς Γαλάτες, και είχε σπουδαίο ρόλο στην Αιτωλική Συμπολιτεία σαν κυρίαρχη πόλη.
Κατά τους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν αυτόνομη, αλλά μετά τη μάχη των Λεύκτρων επανήλθε στην Αιτωλική κυριαρχία.

Μεγάλες καταστροφές η πολιτεία υπέστη μετά την ήττα των Αιτωλών απ' τον Φίλιππο Ε', αλλά και πάλι κατάφερε να βρει ξανά την αίγλη της...

Το 48 π.χ. αντιστάθηκε στα επεκτατικά σχέδια των Ρωμαίων. Τελικά όμως υποτάχθηκε στις λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα, και το 30 π.Χ. την κατέστρεψε απ’ τα θεμέλια της και την έσβησε εντελώς από το χάρτη, μεταφέροντας τους κατοίκους της στην νεοϊδρυθείσα από αυτόν πόλη της Νικόπολης και τους θησαυρούς της στην πόλη των Πατρών. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της προστάτιδας θεάς Αρτέμιδας μεταφέρθηκε κι αυτό στην Πάτρα. Έκτοτε δεν αναφέρθηκε ποτέ πια ξανά το όνομα της Καλυδώνας.


Περιήγηση στο χώρο της Καλυδώνας


Στους χώρους των ανασκαφών, με την υπέροχη δουλειά του Δανού καθηγητή αρχαιολογίας dr. Søren Dietz και των μαθητών του υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα ευρήματα. Εκεί αντικρίζει κανείς το αρχαίο θέατρο που είναι σε πολύ καλή κατάσταση και συνεχίζοντας θα περάσει απ το Ηρώο και απ’ τον τάφο του Καλυδώνιου ήρωα Λέοντα.

Στη συνέχεια περνώντας την Ιερά Οδό και τα ερείπια της Στοάς φτάνεις σε έναν βράχο απ’ όπου φαίνεται ο κάμπος του Ευηνοχωρίου και εκεί αντικρίζεις τους χώρους του ναού της προστάτιδας της πόλης Λαφρίας Αρτέμιδας και λίγο πιο δίπλα το ναό του αδελφού της Απόλλωνα, ενώ κάτω απ' τον βράχο αυτόν υπάρχουν και άλλοι τάφοι που έχουν ανοιχθεί.

Ανηφορίζοντας προς την Ακρόπολη, περνάς από το εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη, όπου είναι χτισμένο πάνω απ' τον ναό του Διόνυσου και μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν υλικά απ' τον αρχαίο ναό για το κτίσιμο της εκκλησίας...

Λίγο πιο πάνω φτάνουμε στα τείχη της Ακρόπολης, όπου βλέπουμε διάφορα κτίσματα και θεμέλια μέσα στον χώρο της Ακρόπολης.

Οι ανασκαφές του χώρου

Η θέση της πόλης εντοπίστηκε, με βάση τις περιγραφές του Στράβωνα από δυο περιηγητές το 1805. Στη συνέχεια ο λέκτορας κλασσικών σπουδών του πανεπιστημίου της Ουαλίας Δρ. Ουίλιαμς Γούντσγουορθ μελέτησε και σχεδίασε λεπτομερείς χάρτες, οι οποίοι βοήθησαν 30 χρόνια αργότερα, το έτος 1824, τον αρχαιολόγο καθηγητή Κώστα Ρωμαίο και το Δανό ομόλογό του Fr. Doulsen να φέρουν στο φως όλα όσα ανασκάφτηκαν εκείνη την εποχή. Απ τις ανασκαφές έχουν βρεθεί αναρίθμητα αντικείμενα ανυπολόγιστης ιστορικής αξίας, τα οποία κοσμούν δυστυχώς τα ευρωπαϊκά μουσεία. Στο μουσείο μάλιστα του Λούβρου υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα που «φιλοξενεί» τα πιο όμορφα αγάλματα που βρέθηκαν στον χώρο της αρχαίας Καλυδώνας. Το ίδιο επίσης στα αρχαιολογικά μουσεία της Βαρκελώνης, των Βρυξελλών, του Άμστερνταμ και του Βερολίνου. Εκτός από αυτό αξιοπρόσεχτο είναι το γεγονός ότι πολλοί μεγάλοι ζωγράφοι αλλά και γλύπτες έχουν εμπνευστεί απ' τους Καλυδώνιους μύθους και έχουν δημιουργήσει υπέροχα έργα τέχνης που στολίζουν μεγάλα μουσεία σε όλο τον κόσμο.

Επίσης, αρκετά ευρήματα υπάρχουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών (τα πιο πολλά μέσα σε κουτιά στις αποθήκες λόγω έλλειψης χώρου), αλλά και στο Παπαστράτειο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγρινίου, όπου εκτίθενται αγάλματα του Μελέαγρου, του Ηρακλή, διαφόρων άλλων θεοτήτων, πιθάρια, υδρίες και πλήθος άλλων εξαιρετικής αξίας και ομορφιάς αντικειμένων...

Την ευθύνη των σύγχρονων ανασκαφών έχει ο Δανός καθηγητής Søren Dietz και η ομάδα του που εδώ και αρκετά χρόνια με υπομονή, επιμονή και αγάπη συνεχίζουν τις ανασκαφικές εργασίες στο χώρο.

Κατά τις τελευταίες ανασκαφές του 2006, ήρθαν στην επιφάνεια κεφαλή της θεάς Κυβέλης σε άριστη κατάσταση αλλά και ο ένας εκ των δύο λεόντων που η θεά ακουμπούσε τα χέρια της... Το  κεφάλι της θεάς κατασκευασμένο από πεντελικό μάρμαρο, στηριζόταν στο υπόλοιπο κορμό του σώματός της που ήταν προφανώς από άλλο υλικό, ίσως κεραμικό, γι αυτό και υποθέτουν ότι το κεφάλι αυτό μεταφέρθηκε ως λάφυρο από κάποια επιδρομή των Καλυδωνίων.
Τα μηνύματα του Σοφοκλή από την τραγωδία «Τραχίνιαι»
Ο Σοφοκλής στο έργο του «Τραχίνιαι» παρουσιάζει μια τραγωδία γεμάτη εναλλαγές, όπως ακριβώς και η ανθρώπινη ζωή : πόνος και χαρά κυκλικά γυρίζουν σ όλους όπως πάνε και γυρίζουν τ άστρα του βοριά σε κύκλους. Στ 128 - 131. Το μήνυμα του ποιητή είναι ότι : η ευτυχία και η δυστυχία εναλλάσσονται περιοδικά στην πορεία της ζωής, το μέλλον είναι αβέβαιο και έτσι οργανωμένο από τη θεϊκή βούληση, ώστε κάθε βήμα που κάνει ο ήρωας, νομίζοντας ότι απομακρύνεται από το πεπρωμένο του, τον φέρνει πλησιέστερα σ αυτό. Στους στίχους 1266- 69 έχουμε μια σπουδαία μαρτυρία. Ο βαθιά θεοσέβης ποιητής δια στόματος Υλλου κατηγορεί τους θεούς που ξεχνούν τα παιδιά τους. Το << κατηγορώ>> αυτό μετριάζεται, γιατί στον τελευταίο στιχο του έργου ο ποιητής διατυπώνει την άποψη ότι όλα όσα συμβαίνουν, υπακούουν σε ένα ανώτερο θεϊκό σχέδιο που η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να κατανοήσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου