Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Στην Ακαρνανία κάτοικοι έξι χωριών μιλάνε … ομηρικά!


Στον ελληνοβλάχικο λόγο  κατοίκων του Ξηρομέρου υπάρχουν  4.087 ελληνικές λέξεις, από τις οποίες οι 487 είναι ομηρικές , οι 273 αρχαιοελληνικές,  52  μυκηναϊκές και δέκα βυζαντινές.



*Δημοσιογράφος – συγγραφέας από την Παλαιομάνινα. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής», διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» και της «Απογευματινής» και στέλεχος – αρθρογράφος στις εφημερίδες «Βήμα» και Νέα» από το 1972 έως το 2000.




Μετά την κυκλοφορία το 2007 από τις Εκδόσεις Δ.  Παπαδήμα του βιβλίου μου  «4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις στο βλάχικο λόγο» συνέχισα την έρευνά μου για  τον εντοπισμό και άλλων αρχαιοελληνικών λέξεων στην ελληνοβλάχικη λαλιά.
Πράγματι,  από ενδελεχείς έρευνες και επίμονη μελέτη των ίδιων αλλά και νέων πηγών προέκυπτε ότι καθημερινώς προσθέτονταν  στις παλιές πολλές νέες (άγνωστες)  λέξεις. Αυτές τις πρόσθετες αρχαιοελληνικές λέξεις τις συγκέντρωνα στο αρχείο μου για μια μελλοντική προσπάθεια ενίσχυσης ακόμα περισσότερο της προηγούμενης συγγραφικής και  εκδοτικής πρωτοβουλίας.
Καθώς, λοιπόν, το αρχείο μου διογκωνόταν από τα πρόσθετα ευρήματα αποφάσισα να συγγράψω το νέο αυτό βιβλίο  με σημαντικές διαφορές από το προηγούμενο:

Πρώτον, για την καλύτερη διευκόλυνση των ερευνητών και των αναγνωστών, στο  νέο βιβλίο δημοσιεύονται χωριστά, σε αντίστοιχα  κεφάλαια, οι μυκηναϊκές, οι ομηρικές, οι αρχαιοελληνικές και οι βυζαντινές λέξεις, ενώ σε Παράρτημα οι νεοελληνικές.

Δεύτερον, το προηγούμενο λεξιλόγιο έχει συμπληρωθεί με δεκάδες νέα ευρήματα, με την παράθεση της αντίστοιχης ετυμολογίας ή σχολίου και με ακόμα περισσότερα  γλωσσικά ντοκουμέντα και πηγές.

Τρίτον, είναι, στην πραγματικότητα, ένα νέο βιβλίο – Λεξικό – Ετυμολογικό- του ελληνοβλάχικου λόγου, το οποίο έγινε από ιερό χρέος προς τους προγόνους μου και με σεβασμό στις πλούσιες ελληνικές παρακαταθήκες.
Το νέο αυτό βιβλίο υπό τον τίτλο «Πάνω από 800 αρχαιοελληνικές λέξεις στον ελληνοβλάχικο λόγο» κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά και σε χαρτί το 2012 από τις Εκδόσεις Stergiou Limited στο Λονδίνο και είχε μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό και στην Ελλάδα.
Σπεύδω να κάνω μερικές διευκρινίσεις:

Πρώτον, ο συγγραφέας δεν διεκδικεί «δάφνες» με την ιδιότητα ενός ειδικού . Απλώς, έκρινα ότι ήταν ορθό και ωφέλιμο να δημοσιοποιηθεί ενισχυμένο όλο αυτό  το πλούσιο υλικό που συγκέντρωνα επί πέντε δεκαετίες από την  ενασχόλησή μου με το θέμα αυτό, από  βιβλιοθήκες,  από μελέτες δεκάδων βιβλίων και  από το περιβάλλον της οικογενείας μου και του χωριού μου. Σημειώνεται ότι και οι φιλολογικές, πέρα από τις οικονομικές, σπουδές μου, συνέβαλαν κυρίως στην ενίσχυση της «όσφρησης» και της «εικόνας»  που δημιουργούσε το άκουσμα από τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, τους συγγενείς μου και τους συγχωριανούς μου κάθε ελληνοβλάχικης λέξης. Έχω αναφέρει ήδη την περίπτωση του «κηρύκου». Το καλοκαίρι του 2000, όταν διοργανώνονταν οι γνωστές πολιτιστικές εκδηλώσεις στο χωριό μου με κορυφαίο θέμα το Βλάχικο Γάμο της Παλαιομάνινας, το βλάχικο γαμήλιο φαγητό, τραπέζι και γλέντι, ο αδερφός μου Αριστοτέλης, που είχε φορέσει τη φουστανέλα του παππού μου, μού ζητούσε και γκλίτσα, λέγοντας: “Δεν έχω κηρύκου, δεν έχω κηρύκου, βρες μου ένα κηρύκου»! Αιφνιδιάστηκα! Γιατί την ίδια στιγμή ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του «κηρυκείου» του Ερμή! ΄Ετσι, λέμε στην Παλαιομάνινα τη γκλίτσα, δηλαδή « κηρύκου». Αλλού λέγεται «καρλίγκου», αλλά  το ίδιο είναι!

Δεύτερον, η αναγραφή όλων σχεδόν των λέξεων στο νέο μου  βιβλίο στηρίζεται  στη λαλιά την οποία μού παρέδωσαν οι γονείς μου και οι συγχωριανοί μου. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες ή πολλές από τις λέξεις αυτές να προφέρονται ή και να αναγράφονται διαφορετικά  από κατοίκους άλλων βλαχόφωνων περιοχών, από άλλους σύμβλαχους. Αυτή η επισήμανση κρίνεται από τον γράφοντα θετική, διότι η διαπίστωση αυτή ίσως καταμαρτυρεί το θαυμαστό κόσμο της αθάνατης  ελληνικής γλώσσας και του προφορικού (ακόμα περισσότερο!) ελληνοβλάχικου λόγου.

Τρίτον,  οι νεοελληνικές λέξεις στον ελληνοβλάχικο λόγο, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο Παράρτημα, είναι ακριβώς έτσι όπως τις άκουα στην οικογένειά μου και στο χωριό μου, τις οποίες και κατέγραφα. Ως επιβεβαίωση της ορθότητας των λέξεων αυτών μελέτησα δεκάδες σοβαρά Λεξικά και, κυρίως, δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου. Όχι μόνον επιβεβαιώθηκαν όλες οι λέξεις αυτές , αλλά και εντοπίσθηκαν και δεκάδες άλλες που είχα ξεχάσει. Πάντως, με την ευκαιρία αυτή θέλω να εκφράσω το θαυμασμό μου και την άπειρη ευγνωμοσύνη μου προς όλους, Έλληνες και ξένους, οι οποίοι,  ποιος ξέρει,  με πολύ μόχθο, ξενύχτια, αγωνία, πάθος για την έρευνα και την άρτια παρουσίαση του έργου τους, μάς παρέδωσαν εντυπωσιακά σε περιεχόμενο και ποιότητα Λεξικά των μυκηναϊκών πινακίδων, των ομηρικών επών, της αρχαίας κλασικής ελληνικής γραμματείας και της νέας ελληνικής γλώσσας. Ιδιαίτερα, θέλω να εκφράσω το θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου και να αποτίσω φόρο τιμής στον μεγάλο εκπαιδευτικό αείμνηστο Κωνσταντίνο Νικολαϊδη, ο οποίος, παρά τις  τότε αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσε να μάς παραδώσει το 1909 το γνωστό «Ετυμολογικόν Λεξικόν   της  Κουτσοβλαχικής», που είναι το «Ευαγγέλιό» μας.

Τέταρτον, ίσως ορισμένοι φίλοι ή «εχθροί» να θεωρήσουν μερικές ετυμολογικές ερμηνείες ως υπερβολικές, τυχαίες ή συμπωματικές! Πιθανόν! Όλα συμβαίνουν σε μιαν έρευνα, αρκεί ο πάντοτε εποικοδομητικός αντίλογος ή διάλογος  ή κατάθεση να συνοδεύεται από αντίστοιχο διαφορετικό επιστημονικό ή άλλο ντοκουμέντο! Μόνο έτσι η έρευνα συμβάλλει σε κάποια νέα αποκάλυψη και ενημέρωση, για την οποία, άλλωστε, γίνεται.

Όταν ήμουνα μαθητής στο (εξατάξιο τότε) Γυμνάσιο της Παλαμαϊκής Σχολής Μεσολογγίου η διδασκαλία (από το πρωτότυπο) των ομηρικών επών «Ιλιάς» και «Οδύσσεια» από φωτισμένους και βαθείς γνώστες της αρχαιοελληνικής καθηγητές και καθηγήτριές μου ήταν συστηματικότερη. Από την πρώτη κιόλας τάξη του Γυμνασίου διαπίστωσα με έκπληξη ότι πολλές λέξεις, που αναφέρονταν κυρίως σε ζώα, σε ζωικά προϊόντα, ήταν έτσι ακριβώς όπως τις χρησιμοποιούσαν η μάνα μου και ο πατέρας μου στο βλάχικο λόγο! Άρχισα, λοιπόν, από τότε να καταγράφω τις λέξεις αυτές σε ειδικό σημειωματάριο.

Επιτρέψτε μου να αποτολμήσω και να απαριθμήσω, ως απάντηση σε μιαν περιρρέουσα συζήτηση ή προαπαγάνδα γύρω από το θέμα του ελληνοβλάχικου λόγου μερικές διαπιστώσεις που επαναπροκύπτουν από το βιβλίο αυτό, αλλά και από άλλα δύο ντοκουμέντα που θα παραθέσω στη συνέχεια:

Πρώτον, πολλές (δεκάδες) ελληνοβλάχικες  λέξεις δεν αποτελούν δάνεια ή επιδράσεις από την αρχαία ελληνική ή τη λατινική, αλλά είναι συνέχεια της μυκηναϊκής, ομηρικής και βυζαντινής γλώσσας. Η επισήμανση αυτή ενισχύεται από την εκπληκτική διαπίστωση ότι στον ελληνοβλάχικο λόγο υπάρχουν πολλές (δεκάδες, όπως ήδη αναφέρθηκε) ομηρικές λέξεις που δεν υπάρχουν στη … νεοελληνική, αλλά που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην αρχαία Ελλάδα από τους προγόνους των σημερινών Ελλήνων - Ριμένων! Δηλαδή, οι πρόγονοί μας είναι αυτόχθονες  Έλληνες.

Δεύτερον, η διαπίστωση αυτή μαζί, με εκείνη που αφορά την κυριαρχία χιλιάδων νεοελληνικών ριζών στο βλάχικο λόγο, καταδεικνύουν ότι οι Ελληνόβλαχοι, ως αυτόχθονες,  κατοικούν συνεχώς στον ελλαδικό χώρο από τα βάθη των αιώνων. Απλώς, όπως καταδεικνύεται από τις ρίζες που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό, οι Έλληνες αυτοί, καθώς δεν χρησιμοποιούσαν γραπτή διάλεκτο, συνεχώς εμπλούτιζαν τον αρχικό αρχαιοελληνικό λόγο τους με λέξεις,  που επιβάλλονταν από τη συνεχή και βαθμιαία εξέλιξη της ελληνικής  γλώσσας και, φυσικά, την  αναγκαία χρήση  της δημώδους λατινικής μετά την επικράτηση των Ρωμαίων.

Τρίτον, οι σημερινές εξελίξεις στην ελληνική αλλά και άλλες γλώσσες εξ αιτίας της παγκοσμιότητας και της επιβολής της αγγλικής και άλλων γλωσσών ως αναγκαίων για τη συνεννόηση, την προώθηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την επαγγελματική και επιστημονική καταξίωση, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι ο βασικός αρχικός κορμός της ελληνοβλάχικης διαλέκτου ήταν αρχέγονος, ήταν αρχαιοελληνικός, και ότι με την πάροδο των ετών και των αιώνων εμπλουτίσθηκε με δάνεια στοιχεία από γλώσσες (κυρίως τη δημώδη λατινική) και διαλέκτους που ήταν απαραίτητες για  τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω.

Τέταρτον, σε μια γλώσσα, όπως η ελληνοβλάχικη,  που δεν γράφτηκε ποτέ, είναι κυρίαρχη η μεταβολή γραμμάτων, θεμάτων και καταλήξεων πολλών λέξεων, όπως συμβαίνει άλλωστε και σήμερα σε περιοχές της χώρας μας, όπου κατοικούσαν και κατοικούν αγράμματοι. Από τη μελέτη πολλών  λεξικών για τη συγγραφή του  παρόντος βιβλίου, προκύπτει ότι  η  παραφθορά των λέξεων στην αρχή και στις καταλήξεις είναι συνήθης. Για το λόγο αυτό ίσως παρατηρήσουν μερικοί φίλοι μερικές «επαναλήψεις» λέξεων, οι οποίες γράφονται αλλιώς στη μία περίπτωση και αλλιώς στην άλλη, με αποτέλεσμα ο υπολογιστής να τις εντάσσει στην «οικεία» θέση τους!

Πέμπτον, η κυριαρχία χιλιάδων μυκηναϊκών, ομηρικών, βυζαντινών και νεοελληνικών ριζών στο βλάχικο λόγο καταδεικνύει ότι η μόνη σχέση που υπάρχει μεταξύ της ελληνοβλάχικης λαλιάς  και  εκείνης των άλλων αλλογενών Βλάχων, δηλαδή  μη Ελλήνων,  κυρίως στη Βαλκανική,  είναι η χρήση λέξεων της δημώδους λατινικής. Γιατί, όπως τουλάχιστον γνωρίζω, δεν υπάρχουν σε καμιά από τις άλλες βλάχικες λέξεις μη Ελλήνων κατοίκων άλλων χωρών της Βαλκανικής  οι μυκηναϊκές, οι ομηρικές, οι βυζαντινές και οι νεοελληνικές λέξεις που καταγράφονται στο βιβλίο αυτό! Η διαπίστωση αυτή αποτελεί ηχηρότατο ράπισμα στη γνωστή ανθελληνική προπαγάνδα  και σε όλους εκείνους που επιμένουν στην καθιέρωση και αναγνώριση κοινής βλάχικης γλώσσας . Διότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, με εξαίρεση τις λέξεις της δημώδους λατινικής,   ο  ελληνοβλάχικος  ή ο ριμένικος λόγος δεν έχει καμιά άλλη σχέση με τις άλλες βλάχικες  προφορικές λαλιές.

Έκτον, αυτό το ευρύτατο αρχαιοελληνικό υπόβαθρο του ελληνοβλάχικου λόγου με το ολοένα αυξανόμενο και διευρυνόμενο λεξιλόγιό του αποτελεί μιαν ακόμα ηχηρότατη απάντηση σε όλους  εκείνους που τάχα ανησυχούν ότι θα χαθεί η προφορική ριμένικη λαλιά.  Καταδεικνύεται, λοιπόν, όταν αυτός ο ελληνοβλάχικος λόγος επέζησε στο διάβα των αιώνων και παραδόθηκε σε μας ακόμα πιο πλούσιος και καθαρός,  παρά τις κατακτήσεις, τις αλλότριες επιδρομές, τον κυρίαρχο αναλφαβητισμό και την έλλειψη παιδείας και τεχνολογίας, αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ορμή ως λαμπρό πολιτιστικό στοιχείο.

Και, επιτρέψτε μου πάλι, να συνοδεύσω αυτές τις διαπιστώσεις με τρία ηχηρά ντοκουμέντα:

Πρώτον,  ο αείμνηστος μέγας ΚωνσταντίνοςΝικολαϊδης  αναφέρει στην εισαγωγή του παραπάνω Λεξικού του ότι αρίθμησε  συνολικά 6.657 «κουτσοβλαχικές» λέξεις. Από αυτές, όπως αναφέρει, οι 2.605 κατάγονται από τη λατινική, οι 3.460 από την ελληνική, 150 από την αλβανική, 185 από τη σλαβική, ενώ οι υπόλοιπες είναι κατασκευασμένες και άγνωστης καταγωγής. Ύστερα από 100 περίπου χρόνια, από τη δική μου καταγραφή προκύπτει ότι (μέχρι στιγμής τουλάχιστον)  στον ελληνοβλάχικο λόγο υπάρχουν συνολικά  4. 087 λέξεις, δηλαδή πάνω από 600 περισσότερες από όσες είχε καταγράψει ο Νικολαϊδης! Είναι εκπληκτική η διαπίστωση ότι από 4.087 αυτές ελληνικές λέξεις στον ελληνοβλάχικο λόγο,  οι 487 είναι ομηρικές (μερικές από αυτές ο Νικολαϊδης θεωρεί ότι είναι … λατινικές!), οι 273 αρχαιοελληνικές,  52  μυκηναϊκές ( ο Νικολαϊδης θεωρεί όλες αυτές ως … λατινικές!) και δέκα βυζαντινές. Το συμπέρασμα από αυτό το ντοκουμέντο είναι ότι, μολονότι μια λαλιά, όπως  η ελληνοβλάχικη, είναι προφορική, όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά συνεχώς εντοπίζονται σε αυτόν αρχέγονα στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την επιστημονική διαπίστωση για την αυτοχθονία των Ριμένων και το πλατύ αρχαιοελληνικό υπόβαθρο.

Δεύτερον, ένα ηχηρότατο ντοκουμέντο για την αυτοθονία των Ριμένων ως  απογόνων αρχαίων Ελλήνων είναι αυτό που αφορά στο ονοματεπώνυμό τους.  Στην Παλαιομάνινα, τον πατέρα μου τον έλεγαν : Νίδα α Ντόνα = Λεωνίδας ο (γιος) του Αντωνίου. Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν τον Περικλή:  Περικλής ο του Ξανθίππου! Πώς έλεγαν τον Αλέξανδρο;  Αλέξανδρος ο του Φιλίππου!.
Τρίτον, προσκομίζω ένα ακόμη ηχηρότατο ντοκουμέντο, το οποίο παρουσιάζει ο καθηγητής και φίλος μου Αχιλλεύς Λαζάρου συνεχώς και σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται  για τον τρόπο εκφώνησης των αριθμών ολογράφως από τους αρχαίους Έλληνες, ο οποίος είναι ακριβώς και στους Ελληνόβλαχους!!! Ο όμηρος, για παράδειγμα,  στην Ιλιάδα (Κ 488, Β 637 και παντού)  αναφέρει  τον αριθμό «12» ως εξής: «δυώδεκα» = δύο και δέκα! Πώς αναφωνούν οι Ριμένοι τον ίδιο αριθμό ; «Ντάου σι τσάτσι» = δύο και δέκα = δώδεκα! Τα ομηρικά έπη είναι γεμάτα από τέτοια παραδείγματα. Δηλαδή, οι Ελληνόβλαχοι, όπως και οι Έλληνες στην ομηρική εποχή για τα αριθμητικά, προτάσσουν των δεκάδων  τις μονάδες και έτσι ακριβώς τα προφέρουν!!! Τυχαίο κι αυτό;

     

Στον ελληνοβλάχικο λόγο  κατοίκων του Ξηρομέρου υπάρχουν  4.500 μυκηναϊκές, ομηρικές, βυζαντινές και νεοελληνικές λέξεις, από τις οποίες οι περισσότερες δεν απαντώνται στη Νέα Ελληνική Γλώσσα
Στη συνέχεια παραθέτω μερικές χαρακτηριστικές ομηρικές λέξεις από το βιβλίο αυτό, στο οποίο, αναλυτικά, σε αντίστοιχα κεφάλαια, παρουσιάζονται, με αναγραφή των πηγών, οι αρχαιοελληνικές, οι βυζαντινές και οι νεοελληνικές λέξεις:

                         Α


Άγκουρου ή άγκρου = αγρός. Οδύσσεια λ  87. (Η λέξη απαντάται σε μυκηναϊκές πινακίδες ως «akoro»!)

Ομηρική. Οδύσσεια λ  87. (Η λέξη απαντάται σε μυκηναϊκές πινακίδες ως «akoro»!)


Αγουνέσκου = καταδιώκω, διώχνω (από το ουσιαστικό «αγών»). Οδύσσεια θ 200 και αλλού.

Ομηρική. Από το ουσιαστικό «αγών». Οδύσσεια θ 200 και αλλού.


Αγουνίρα = εκδίωξη.
Ομηρική. Βλέπε «αγουνέσκου» ή «αγών»)


Αγονόσου ή αγνόσου ή αγουνόσου = συχαίνομαι
Η λέξη είναι σύνθεση από  από το επίρρημα «άγαν» = υπερβολικό, και το ουσιαστικό «νόσος». . Μπορεί να εξετασθεί και η εκδοχή ότι το δεύτερο συνθετικό είναι η ομηρική λέξη «αινός» = δεινός, φοβερός, τρομερός, άγριος. Σημειώνεται ότι η λέξη «αινός» προέρχεται από τη λέξη «αιανός» και, κατά συκοπή ή αποβολή του  ενδιάμεσου «α»,  σε «αινός».


Αγριάδα ή αγρωστιάα=  αγριάδα, χορτάρι.
Ομηρική λέξη «άγρωστις), Οδύσσεια  ζ   90
αγριάδα  = χορτάρι (ομηρικό «άγρωστις), Οδύσσεια  ζ   90

Αγρότου = αγρότης
Ομηρική λέξη «αγροιώτης». Οδύσσεια φ 85 και π  218





Αδίε= αηδία (ομηρικό «άδος»). Ρήμα «αδέω» (αδ(δ)ησειε). Ιλιάς, Λ  88, Οδύσσεια  α 134.

Ομηρική λέξη «άδος». Ρήμα «αδέω» (αδ(δ)ησειε). Ιλιάς, Λ  88, Οδύσσεια  α 134.

Αε = έλα. Αε = έλα.
Ομηρική λέξη «άγε». Ιλιάς Β  331


Αε ντε ή άϊντε ή άντε= Έλα, λοιπόν.

Ομηρική λέξη «άγε δη». Οδύσσεια δ  776


Άϊ ή άε (αρχαία ελληνική «άγε»)= πήγαινε, άντε. Οδύσσεια  ι 475, Ιλιάς  Β  331 και αλλού.

Ομηρική λέξη. Οδύσσεια  ι 475, Ιλιάς  Β  331 και αλλού.

Αϊστου ή αέστου = άγνωστος. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται όταν εμφανίζεται κάποιος άγνωστος και ακολουθεί η φράση «κάϊ εστί αϊστου = ποιός είναι αυτός (ο άγνωστος).
Η λέξη απαντάται στην Οδύσσεια (α  242) και παράγεται από το στερητικό α + ιδείν: «ώχετο άϊστος, άπυστος» = απήλθε αφανής). Αρχική λέξη «αFίστος».


Ακαμάτου= ακάματος.
Ομηρική λέξη Οδύσσεια  ε  4, και υ  123

Ακίδα= άκρο βελόνας (βλέπε «άκου»)

Ομηρική.  Βλέπε «άκου»


Ακήρα = βελονοθήκη (από τη λέξη «άκου» = «ακή» = βελόνα)

Ομηρική. Από τη λέξη «άκου» = «ακή» = βελόνα

Άκου= βελόνα.
Από την αρχαιοελληνική λέξη «ακή». Το ρήμα είναι «ακέομαι» από το οποίο παράγεται η λέξη «άκεσμα» = θεραπεία με  ακή, τρύπημα. Ιλιάς Χ 481, Ιλιάς Ι 250,  Ιλιάς Ο, 394. Η λέξη απαντάται σε μυκηναϊκές πινακίδες ως «aketere!


Αλάνου= αλήτης, περιπλανώμενος, πλάνος.
Από το ρήμα «αλάομαι». Οδύσσεια ο 345, σ 114.


Αλάπτου ή αλαπτέτζου ή λάπτου = θηλάζω, δίνω γάλα.

Παράγεται από τα ρήματα «αλαπάζω» – «λαπάζω» – «λάπτω» = εκκενώ. Από το ρήμα αυτό παράγεται και η λέξη «λάπτου» = γάλα. Βλέπε πιο κάτω και λέξεις «αλαπάρε» = βύζαμα, «αλαπάτου» = τρεφόμενος από γάλα. Ιλιάς Π  161

Αλαπτάρια = βύζαμα.


Ομηρική. Βλέπε «αλάπτου»


Αλαπτάτου = ο τρεφόμενος με μητρικό γάλα.
Ομηρική. Βλέπε «αλάπτου»

Αλλέγγου = διαλέγω, εκλέγω.

Παράγεται από το ομηρικό ρήμα «αλλέγω»: «κλαίοντες δ΄ετάροιο ενηεός όστεα λευκά άλλεγον  ες  χρυσέην φιάλην και δίπλακα δημόν». Ιλιάς Ψ 253, Ιλιάς  Ψ321

Αλλέπτου = εκλεκτός (από το ομηρικό «αλλέγω», βλέπε πιο πάνω «αλλέγγου»)

Από το ομηρικό ρήμα «αλλέγω». Βλέπε πιο πάνω «αλλέγγου»)


Αλέτρα ή αλέτρια ή αρέτρια = αλέτρι.
Το ομηρικό «άροτρον». Ιλιάς  Ν 703. Στα ομηρικά έπη  εκείνη που αλέθει λέγεται «αλετρίς».  Οδύσσεια  υ  105. Στα ομηρικά έπη το ρήμα «αλέθω» είναι «αλετρεύω» ή «αλεώ»,  Οδύσσεια  η 104. Κατά συνεκδοχή, το αλέτρι «αλέθει» το χώμα!


Άλιου= αλέη (αττικό αλέα)= θερμότητα (ηλίου

Κατά συνεκδοχήν «κάψιμο» από σκόρδο; Οδύσσεια ρ 23.








Αμέλγκου ή μέλγκου = αρμέγω.

Από το ομηρικό ρήμα «αμέλγω». Ιλιάς Δ 434.


Αμέου= δικός μου.
«Αμός», δωρικό «αμέ». Ιλιάς Ζ 414, Ιλιάς Θ 178.


Αμίντια ή μίντια = ανάμνηση, μνήμη, μυαλό.

Η λέξη έχει ομηρική ρίζα. Παράγεται από το ρήμα «μέδομαι» = σκέπτομαι: «ευ δε τις αρματος αμφίς ιδών πολέμοιο μεδέσθω» =τα αμάξια να θεωρήσετε με τούτο στο μυαλό σας» (Ιλιάς, Β  384). Βλέπε ακόμη Ιλιάς Δ  418 και Φ  19.


Αμούργκου ή μούργκου = μούργος, σκοτεινιά, σκοτάδι.
Η λέξη προέρχεται από την ομηρική «αμολγός ή «αμόργη»: «ως οι εναργές όνειρον επέσσυτο νυκτός αμολγώ = γιατί τής ήρθε όνειρο φανερό στης νύχτας το σκοτάδι».Οδύσσεια δ  841.


Αμπήδηξε = αμπήδησε .
Δεν είναι νεοελληνική – λαϊκή!Είναι ομηρική! Το ομηρικό ρήμα είναι «αμπήδησε», από το ρήμα (δωρικός τύπος) «αναπηδάω»). Ιλιάς  Λ. 379.

Ανάγκιε= ανάγκη.

Ανάγκα» ή «αναγκαίη». Ιλιάς Υ 143,  Οδύσσεια β 110




Αναμισγέσκου =ανακατώνω.
Ομηρικό ρήμα «αναμίσγω». Οδύσσεια κ 235 και δ 41.


Ανάλτου ή άλτου= προς τα πάνω,  ψηλά, πηδώ από το άλογο (σάλτο), απλησίαστος.

Ομηρικά: «Άλλομαι»= (αλjoμαι),  «άναντα. Οδύσσεια σ 114 και Ιλιάς  Ψ 116

Αναστεναχέσκου= αναστενάζω, βγάζω στεναγμό .

Ομηρικό ρήμα «αναστεναχίζω»! Ιλιάς Κ 9, Ιλιάς Σ  315.


Αναστραφάου= αναστρέφω, στρέφω συχνά
Ομηρικό ρήμα «αναστροφάω! Οδύσσεια φ 394

Ανεψιόου= ανεψιός.

Ομηρική. Οδύσσεια ο 422.


Αντισέσκου , ήντησα= συναντώ.
Δεν είναι νεοελληνική – λαϊκή. Παράγεται από το ρήμα «αντάω –ώ». Από το ρήμα αυτό παράγεται και ο αόριστος «ήντησα» = συνάντησα. Ιλιάς Δ 376, Ιλιάς Ζ 399

Αντιτίσκου= αντιτίθεμαι, εκδικώ .
(ομηρικό «άντιτα»). Οδύσσεια  ρ 51)

Ομηρική λέξη «άντιτα». Οδύσσεια  ρ 51)


Ανταμουσέσκου= ανταμώνω, συναντώ.
Από το ρήμα «αντάω» = πηγαίνω για απάντηση. Από το ρήμα αυτό προέρχεται και ο αόριστος «ήντησα»: «ήντησ’ ουδέ ίδον =ούτε τον συνάντησα, ούτε τον είδα».  Ιλιάς Δ 375. (βλέπε πιο πάνω)


Απάγκια ή απάγκιου= απάγκιο, καταφύγιο..

Από την πρόθεση «από» και την ομηρική λέξη «άγκος»= κοίλωμα, καμπή. Ιλιάς Χ 190, Οδύσσεια δ 337.


Αποθυμιάα = αποθυμιά .

Δεν είναι λαϊκή νεοελληνική. Η ομηρική λέξη είναι «αποθύμια»!. Οδύσσεια Ξ 261.

Απουλιάνο υ= χτύπημα, χτυπώ.

 Η ρίζα της λέξης είναι ομηρική! Παράγεται από το ρήμα «απαλοιάω» =  «απαλοάω» =χτυπώ: «και οστέα λάας αναιδής άχρις απηλοίησε = και τα κόκκαλα τα κατατσάκισε». Ιλιάς Δ 522.

Απουφούγκω = αποφεύγω .
Από την πρόθεση «από» + «φεύγω» ή από την ομηρική «φυγή» = φυγjα»). Βλέπε «φούγκου».


Απύρωτο= απύρωτο.

Ομηρική. Ιλιάς Ι 122.

Αράου ή ράου = πρωινή υγρή δροσιά. Σε μερικές   περιοχές  και «ποτάμι».
Ομηρική λέξη. Βλέπε «ρέου»

Αρασέσκου ή αρεσέσκου = αρέσκω.

Ομηρικό ρήμα «αρέσκω» ή «αρέσσω». Ιλιάς Τ  183,  Οδύσσεια θ  396 και θ 402

Αρέπιτο ή ρέπιτο ή ρίπα = κλίση, κατωφέρεια.
Η λέξη έχει ομηρική ρίζα και παράγεται από το ρήμα «ρέπω» κλίνω. Από την ίδια λέξη παράγεται και η «ρίπα» = πέτρα ή λόφος με κλίση. «ρέπε δ’ αίσιμον ήμαρ Αχαιών = έγειρε ή έκλινε δε η μοιραία ημέρα των Αχαιών» (Ιλιάς Θ, 72)

Αριπιντίνα = κατωφέρεια, κατήφορος, πλαγιά.
Ομηρική. Βλέπε πιο πάνω σχόλιο για το «αρέπιτου» ή «ρέπιτου» ή «ρίπα»)


Αρμάθα ή αρμαθιάα= αρμαθιά.

Δεν είναι λαϊκή νεοελληνική λέξη. Είναι η ομηρική λέξη «αρθμός» και «ορμαθός».  Ιλιάς 524 και Οδύσσεια ω 8

Αρναπόκια =αρναπόκι, μαλλί από κούρεμα προβάτου, αρνού. «Ποκάρι».
Παράγεται από τις λέξεις αρνί = πόκος =κουρεμένο και ακατέργαστο προβατίσιο μαλλί. Ιλιάς Μ 451. Βλέπε και ελληνοβλάχικες λέξεις με μυκηναϊκές ρίζες.


Αρούκου = ρίχνω.
Η ρίζα είναι ομηρική! Προέρχεται από το ρήμα «αράσσω ή απαράσσω = ρίχνω κάτω»: «απήραξεν δε χαμάζε αυτή συν πήληκι κάρη = και ρίχνοντας την χάμω με αυτό το κράνος της», Ιλιάς Ξ  497. Βλέπε και  Ιλιάς Π  116, Οδύσσεια ε 248


Ασπαιρέ , ασπάρισμα= φόβος.
Από το ρήμα «ασπαίρω». Ιλιάς Γ 293, Κ, 521, Μ 203, Ν 443 και Οδύσσεια θ 526, χ 473


Ασπάρου= φοβάμαι, τρέμω
Από το ρήμα «ασπαίρω». Βλέπε πιο πάνω

Αστριάχα ή στριάχα= η σκεπή καλύβας.
 Από την ομηρική λέξη «όστρακον» =

Ασχαλάω= αγανακτώ .

Δεν είναι λαϊκή – νεοελληνική. Το ομηρικό ρήμα είναι «ασχαλάω». Οδύσσεια  β 297

Άττα = προσφώνηση νεώτερου προς πρεσβύτερο ή τροφέα, θεία ή οποιαδήποτε γυναίκα.

Η  ομηρική λέξη είναι, επίσης , «άττα». Ιλιάδα Ι 607, Π 561 και Οδύσσεια π 31

Αύντω ή άβντω ή αύδω= ακούω.

Παράγεται από την ομηρική λέξη «αυδή» = φωνή ανθρώπου και «αυδάω» = ακούω: «Της εν μεν νόος εστί μετά φρεσίν, εν δε και αυδή και σθένος = μέσα του υπάρχει λογικό, υπάρχει και φωνή και δύναμη», Ιλιάς Σ 419, Ε 786 και το ρήμα «αύδω» = ακούω, Ιλιάδα Ζ 54 και Οδύσσεια ν 199

Αυράγκου = μέρος που καλλιεργείται κοντά σε αρδευτικά χαντάκια.
Από τη λέξη «αύλαξ – κος».

Άφαντου = άφαντος.
Ομηρική λέξη «άφαντος». Ιλιάς Ζ 60 και  Υ 303



Αφαιρέσκου ή αφαρέσκου= αγρυπνώ, φυλάω, προστατεύω.

Παράγεται από την ομηρική λέξη «φάος, με το επιτατικό «α» (σύνηθες στον ομηρικό και ελληνοβλάχικο λόγο) . «Φάος» σημαίνει φως ημέρας και, κατά συνεκδοχή, … ξαγρύπνια.  Από τη λέξη αυτή παράγεται και η λέξη «φάρος».  Ιλιάς Ζ 6, Οδύσσεια  ε 2 και αλλού.


Αφαιρίτσε ή αφιρίτσε= αγρυπνείτε
Βλέπε πιο πάνω «αφαιρέσκου»

Άφλου=  βρίσκω.
Ο Νικολαίδης επισημαίνει ότι παράγεται από το λατινικό «afflu», ενώ εμείς από το ομηρικό «αφάω» = βρίσκω εξετάζοντας κάτι, ψηλαφώντας. Από το ομηρικό ρήμα παράγεται και η λέξη «αφή». Ιλιάς Ζ 322.


Αφούρου ή φούρου = κλέφτης .
Από τη λέξη φωρ = ός, εξού και το εφωράθη και «φωρή» = κλοπή. Ύμνος εις Ερμήν»  136.


Άφρηα= αφρός.

Η ομηρική λέξη είναι «αφρέω» = παράγω αφρό.  «Άφρη» . Ιλιάς Λ  282.


Άχινα ή άχνα = άχνη, αλλά και λεπτό άχυρο.
Είναι ομηρική λέξη («άχνη»): «ως δ’ άνεμος άχνας φορέει ιεράς κατ’ αλωάς = κι όπως ο άερας πεέρνει τα άχυρα, όταν λικνίζουν οι χωρικοί στα ιερά αλώνια», Ιλιάς Ε  49

Αψύς = αψύς
Από τις ομηρικές λέξεις «αψά», «αίψα», «αίψ», «αιπύς»= ταχύς, οξύς. Ιλιάς Τα  276.


Αώτου ή αώρτου = προζύμι.
Η λέξη παράγεται από το ομηρικό «άωρτο» (υπερσυντέλικος του ομηρικού ρήματος «αείρω» = «αίρω» (ασfερjω) = υψώνω, φουσκώνω. Όπως είναι γνωστό, το προζύμι υψώνεται = φουσκώνει!   Άλλωστε, ο άρτος που κόβεται για το αντίδωρο λέγεται και «ύψωμα»! Βλέπε Οδύσσεια α 141, α 443 και ι 434.
Β

Βάνα ή βίνα = αρτηρία, νεύρο .

Στο Λεξικό του Νικολαϊδη σημειώνεται ότι η λέξη παράγεται από το λατινικό «vena». Φρονούμε όμως ότι η λέξη είναι ομηρική. Παράγεται από τη λέξη «ις» = (Fις) = ίνα, νεύρο, δύναμη: «ου γαρ έτσι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν =γιατί (όταν πεθάνουν οι άνθρωποι) τα νεύρα δεν συγκρατούν πια τις σάρκες και τα κόκκαλα», Οδύσσεια λ, 219).


Βάραθρου= βάραθρο.
Η ομηρική λέξη είναι «βέρεθρον» = τόπος βαθύς, κοίλωμα. Ιλιάς Θ 14.





Βιέντου ή βίντου = βλέπω.
 Παράγεται από το ομηρικό ρήμα «είδω» (Fιδ): «οι μιν ίδοντο πονεύμενον = όσοι τον είδα να κονταροχτυπιέται», Ιλιάς, Δ, 374 και σε πολλές άλλες ραψωδίες.


Βιότα= βίος, περιουσία.
Ομηρικές λέξεις «βιοτή» και «βίοτος»  (βιότοιο) Οδύσσεια  δ 565, και Ιλιάς Η 104 και Ξ 122.

Βόϊου = θέλω, βούλομαι.
Παράγεται από το ομηρικό ρήμα «βούλομαι», με την αρχική ρίζα «βολ-σ-ομαι». Ο Νικολαϊδης θεωρεί ότι η λέξη είναι λατινική «vol», αλλά ίδια ακριβώς είναι και η αρχαϊκή ρίζα,η οποία προηγείται της … λατινικής.  Ιλιάς Λ 319.


Βουκουλιόου = βουκολιό, ακαταστασία.
Ομηρική λέξη «βουκολίη» = αγέλη βοδιών. «Ύνος εις Ερμήν»  498 και «βουκόλος»  Ιλιάς Ο 587 και Οδύσσεια υ 227, χ 435 κλπ


Βουνιάα= βουνιά, κοπριά.
Από την ομηρική λέξη «βους» (βοfειο) και το ρήμα «νέμω»=βοσκώ. Ιλιάς Ψ 777.

Βώλιου= σβώλος, βωλιός, κομμάτι χώματος.
Ομηρική λέξη  «βώλος» (βλέπε και «σβώλιου»). Οδύσσεια σ 374

                                   Γ

Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος. Παράγεται από

Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437

Γελιόου =γελιός.
Η ομηρική  λέξη είναι  «γύαλος»= το κοίλωμα του θώρακα). Ιλιάς Ε, 507


Γενεάϊου ή γενιάου = γενεά ή γενιά.

Η ομηρική «γενεή» = γόνος. Ιλιάς Φ 157 και Ω 539 και Οδύσσεια δ 755

Γία = βία, σπουδή.
Η ομηρική λέξη είναι  «βία» ή «βίη» από το ρήμα «βιάω» ή «βιάζω»,  με τη μετατροπή, ως συνήθως, του «β» σε «γ».  Ιλιάς Κ 145 και 172, Οδύσσεια  λ 503 κλπ.


Γίνου = οίνος.

Παράγεται από την ομηρική λέξη «οίνος» (Fοινος): «επί δ’ αίθοπα οινον λείβε =έχυνε πάνω άλικο κρασί», Ιλιάς Α  462 και, φυσικά σε πάμπολλα άλλα σημεία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Ο Νικολαϊδης επιμένει ότι παράγεται από το λατινικό «vinum»


Γίου = ζωντανός.

Από το ρήμα «βιόω – ώ» με τη, συνήθη, μετατροπή του β σε γ. Η ομηρική λέξη είναι «βίη» και «βίος»= ζωή, δύναμη. Ιλιάς Λ 561, Η  478, Οδύσσεια ο 491.


Γκάγκανου = ξερά ξύλα.  
Η λέξη είναι ομηρική : «υπό δε ξύλα κάγκανα κείται = ενώ ξερά καινε από κάτω ξύλα», Ιλιάς Φ, 364.


Γκιούμι = αγγείο.

Από την ομηρική λέξη «άγγος». Ιλιάς Β 471 και Οδύσσεια β 286.


Γονή = γονή, γόνος.

Η λέξη είναι ομηρική: «παίδων εν μεγάροισι γονή γένετο κρειόντων =παιδιά μέσα στο ανάκτορο δεν τον αξίωσαν (οι θεοί) να γεννήσει (να κάνει)», Ιλιάς Ω 539 καθώς και σε πολλούς στίχους της Οδύσσειας. Βλέπε «γενιάα».

Γουνουσέσκου= γανώνω.  
Το ομηρικό ρήμα είναι «γανάω (γάνος) = στίλβω. Ιλιάς Ν 265.


Γουνουσάρου= γανωτής .
Βλέπε «γουνουσέκου».


Γούπατου= γούπατο.

Από τις ομηρικές λέξεις «γη» και «πάτος». Ιλιάς  Ζ 202 και  Ι  1190.

Γράπουσα ή αγράπουσα = γράπωσα, έπιασα. 
Ομηρικό ρήμα «αγρώσσω»= πιάνω. Οδύσσεια ε 53.


                                                 Δ

Δικέλλα = Αυτό που σκαλίζει, δηλαδή η τσάπα, δύο φορές.

Στην ομηρική γλώσσα υπάρχει η λέξη «μακέλλα», δηλαδή αυτό, η τσάπα, που σκαλίζει από μια φορά! «Μόνοθεν κέλλουσα». Ιλιάς Φ  259.


Δεμάτια =δεμάτι καλαμιάς σταριού ή ξύλων.

Από το ομηρικό ρήμα «δέμω» =κτίζω. Ιλιάς Η 337 και Ζ 245 και 249.




Δίμιτου= δίμιτο.

Από την ομηρική λέξη «δίπλαξ»( δις πλέκω). Οδύσσεια τ  226.


Δραξιάα= δραξιά από στάχια.  Ομηρική λέξη.
Ομηρική λέξη «δράγματα». Από το ρήμα «δράσσομαι». Ιλιάς Λ 69 και Σ 552.


Δρεπάνια= δρεπάνη.
Ομηρική λέξη «δρεπάνη». Ιλιάς Σ 551.


Δρέπανου ή δράπανου= δρέπανο.
Ομηρική λέξη «δρέπανον». Οδύσσεια σ 368

Δρυμά= κλαριά βελανιδιάς για προσάναμμα.

Από τις ομηρικές λέξεις «δρυς», «δρυμός». Οδύσσεια κ 150 και Ιλιάς Λ 118.

                        Ε

Εα - έο ή ία - ίος = εκείνη – εκείνος, αυτός ο ίδιος ή αυτή η ίδια. Βλέπε και λέξη «ίος». Βλέπε και «οίος».
Ομηρική λέξη. Η ρίζα της βρίσκεται στην αντωνυμία «ίος – ία»: ου γαρ πάντων ήεν ομός θρόος ουδ’ ία γήρυς =γιατί δεν ήταν σε όλους το ίδιο ξεφωνητό ούτε και μια λαλιά» Ιλιάς   Δ 437 και σε πολλές άλλες ραψωδίες των δύο ομηρικών επών


Εάω = αφήνω. 

Ομηρική λέξη. Παράγεται από το ρήμα «εάω –ώ» : «Αλλ’ η τοι τον όρκον μεν εάσομεν = Ας τον αφήσουμε όμως τώρα τον όρκο», Οδύσσεια  ξ  171.

Είσαι ή είσια= προς τα μέσα. Απαντάται κυρίως στη φράση: «είσια μπρος! Δεν έχει καμιά σχέση  με την, άλλη ομόηχη ελληνική, λέξη «ίσια».

Ομηρικό ρήμα «είσω» = έσω. Ιλιάδα Π 364.

Έσκου =μοιάζω,  παρομοιάζω.
Εκπληκτικό! Ομηρική λέξη. Παράγεται από το ρήμα «είσκω» (jεjισκω): «σε γαρ αυτήν παντί είσκεις = γιατί με το καθετί εξομοιώνεσαι ή μοιάζεις», Οδύσσεια ν 313. Απαντάται σε φράσεις όπως αυτή: «μίνι έσκου κα τίνι = εγώ μοιάζω με σένα». Βλέπε και Ιλιάδα, Β 58 και Οδύσσεια δ 247, ζ 152, ν 313 και ψ 94. Σημειώνεται ότι υπάρχει και η ομηρική λέξη «έσκον» = ειμί, είμαι, η οποία χρησιμοποιείται από πολλούς Ελληνόβλαχους για τη λέξη «εγώ»!


Έσκου= είμαι.
Η ομηρική λέξη είναι «έσκον» = ειμί, είμαι, η οποία χρησιμοποιείται από πολλούς Ελληνόβλαχους για τη λέξη «εγώ»!
                              Ζ

Ζήα ή ζεία= Ζωή. 

Ομηρική λέξη «ζειά». Οδύσσεια δ, 41 και δ, 604. Διατηρεί την αρχαιοελληνική ρίζα «ζή-ω» ( το ζην!)


Ζύγα = ζυγός, ζυγαριά.
Από την ομηρική λέξη «ζυγός». Ιλιάς Ω 576.


Ζώνα = ζώνη.

Ομηρική λέξη «ζώνη». Οδύσσεια α 231.

                            Η

Ησυχίε: Ησυχία.

Η ομηρική λέξη είναι «ησυχίη» = ησυχία, γαλήνη. Οδύσσεια σ 22.


                             Θ




Θημωνιάα = θημωνιά.
Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε  368.




Θράκα = θράκα.

Από την ομηρική λέξη «ανθρακιή»=σωρός από κάρβουνα αναμμένα, ανθρακιά, θράκα. Ιλιάς Ι 213.


Θρεψίτου= θρεμμένος.

Η ομηρική λέξη είναι «θρέψα», αόριστος του «τρέφω». Ιλιάς  Φ 279, Β 661 κλπ.
                                        Ι

Ιάντα = γίδα.
Η λέξη είναι ομηρική: Παράγεται από τη λέξη «αιξ = αιγός» και η ρίζα της είναι «αιγίς» (αja)! Οδύσσεια  ι 196 και ω 231.. Βλέπε και Μυκηναϊκές Λέξεις.


Ίος = αυτός, εκείνος. Βλέπε και «οίος».

 Η ίδια λέξη ακριβώς απαντάται στα ομηρικά έπη. Ιλιάς Ι, 319 και Δ 437.


Ίσασια= Ζύγισα, ίσιωσα, εξίσωσα.
Από το ομηρικό ρήμα «ισάζω»  (σάζια) = εξισώνω, φέρνω σε ισορρπία., ζυγίζω. Ιλιάς Μ 435.


Ίσου= ίσος.
 Ιλιάς Α 163.

Ομηρική η λέξη. Ιλιάς Α 163.
Κ


Κα = σαν .
Δωρική λέξη «κε» ή «κεν». Ιλιάς Λ, 187


Κάγκανα = ξερόχορτα, ξερά λιανόκλαδα.
Ομηρική λέξη «κάγκανα». Ιλιάς Φ, 364 (βλέπε και γκάγκανου).





Καλαμηάα ή κιλάμια= καλαμιά, καλαμιά σταριού.
Η ομηρική λέξη είναι «καλάμη». Ιλιάς Τ 222.


Κάλλου = ίππος, άλογο .

Από την ομηρική λέξη  «κέλλης» . Το ρήμα είναι «κέλλω»= βαδίζω, τρέχω σαν τον καλπάζοντα ίππο. Οδύσσεια ε 371. Εξού και «σέλλα»!


Κάμα = κάμα, ζέστη από ήλιο .
Ομηρική λέξη «καύμα». Ιλιάς Ε, 865

Κάματου= κάματος, κούραση.
Η ομηρική λέξη κάματος. Οδύσσεια ξ 417.


Κάπρου= κάπρος, καπρί, αρσενικό . 
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Π 21.


Καρτσίλιου = κορυφή, άκρο κεφαλής, δέντρου, βουνού.

Παράγεται από το αρχαίο ελληνικό «κρας» = (κρατός = κάρα, κεφαλή. «κρατός απ’ Ολύμπου» = από την κορυφή του Ολύμπου, Ιλιάς ν, 5 ή «επί κρατός λιμένος» = στο άνω μέρος του λιμανιού, Οδύσσεια  ι  140

Καρχάλιου = καρχαλέος, ξερός, τραχύς.
Η λέξη είναι ομηρική: «δίψη καρχαλέοι, κεκονιμένοι, εκ πεδίοιοι φεύγον = από τη δίψα σκληροί έφευγαν από την πεδιάδα», Ιλιάς Φ 541


Κείνου = εκείνος .

Ομηρική λέξη «κείνος», αρχαιότατος τύπος «κεινός» (κενjός. Ιλιάς Γ 376 και Λ 160).

Κενσιάου ή κεντιάου= κεντώ, χτυπώ.
Το απαρέμφατο του ρήματος «κεντέω»  είναι «κένσαι».  Ιλιάς Ψ 337. Κατά συνεκδοχήν το «κέντημα».


Κέπτενε=  χτένα.
Το ομηρικό ρήμα είναι « πέκω»= χτενίζω. Ιλιάς Ξ 176 και Οδύσσεια σ  316.  Η αρχαϊκή ρίζα είναι  «πκτ-εν-ς». Από την αρχαϊκή αυτή ρίζα παράγεται η ελληνοβλάχικη λέξη «κέπτενε» με τη μετατροπή του «κ» σε «π», ως συνήθως. Σημειώνεται ότι το μαλλί, η τούφα μαλλιού,  στην ομηρική , όπως και στον ελληνοβλάχικο λόγο, είναι «πόκος». Ο ΝικολαΊδης παραδόξως σημειώνει ότι παράγεται από τη λατινική λέξη «pecten”, η οποία είναι η … ίδια με την αρχαϊκή και ομηρική!!! “είρια πείκετε χερσίν» = με τα χέρια σας να χτενίζετε (ξαίνετε) τα μαλλιά. Οδύσσεια  σ 316.

Κεπτενάτου = χτενισμένος
Βλέπε «κέπτενε».


Κεπτενάτε= χτενισμένη
(Βλέπε «κέπτενε».

Κεραμιδέου ή κεραμέου= κεραμιδάς.
Ομηρική λέξη «κεραμεύς». Ιλιάς Σ 601.

Κιλύβια= καλύβι.

Από την ομηρική «καλύβη» και το ρήμα «καλύπτω».

Κιρισέσκου= κερνάω.

Το ρήμα είναι «κίρνημι», «κεράννυμι» αναμιγνύω κρασί, προσφέρω. Οδύσσεια η 182.


Κλαία = κλειδί .
Από την αρχαία ελληνική λέξη «κλαϊς» (κλαf) = «κλείς». Οδύσσεια α  444, δ  802 και η  182.


Κόρου  ή χόρου = χορός.
Παραδόξως ο Νικολαϊδης αναφέρει ότι παράγεται από το λατινικό «chorus»., ενώ είναι ομηρική η λέξη. Ιλιάς  Σ 590 και Οδύσσεια   θ 260, μ 4 και 318 κλπ.


Κόρνου ή κόρου = κέρας, κέρατο.
Ο Νικολαϊδης αναφέρει ότι προέρχεται από το λατινικό «cornu». Στην Κνωσό απαντά σε πτώση ονομαστική ενικού, δηλαδή ακριβώς έτσι, “koru  και σημαίνει περικεφαλαία! Στα ομηρικά έπη απαντά ως «κόρυς» ( κόρα) = περικεφαλαία, κράνος. Ιλιάς Ν 131  και αλλού.

Κορούτα = γίδα με κέρατα.
Προφανώς παράγεται από την ομηρική λέξη «κόρυς – κόρυθος» = περικεφαλαία, κράνος, όπως ίσως και η λέξη «κόρνου» (βλέπε πιο πάνω»). Επίσης, είναι πιθανόν να παράγεται από την αρχαία ελληνική «κέρας». Βλέπε και Μυκηναϊκές Λέξεις.

Κορφίε= κορφή, η πέτσα του γάλατος ή τα λιπαρά του που σχηματίζονται επάνω μετά το βράσιμο.
Από την ομηρική λέξη «κορυφή» = το ύψιστον, η κορυφή. Ιλιάς Β  456, Γ  10,  Οδύσσεια κ 113

«κουρμόου= κορμός= τμήμα ξύλου.

Ομηρική λέξη. Βλέπε «κούρμου»)

Κούρμου= κόβω.
Από το ομηρικό ρήμα «κείρω» = κόβω ξύλο. Ιλιάς  ψ 196

Κρειάς = κρέας.
Δεν είναι λαϊκή νεολληνική. Η ομηρική λέξη είναι «κρέας» (κρεfjας), η οποία παράγεται από τη λέξη «κρέαα», όχι με συναίρεση, αλλά με συγκοπή. Οδύσσεια γ 33, ι 162 και  Ιλιάς Λ  551.

                             Λ




Λάπα = λαπάς.
Όχι, δεν είναι «λαϊκή» ελληνική λέξη. Είναι ομηρική! Παράγεται από τη λέξη «Λαπάρης» = κενός από κόκαλα κάτω από τα πλευρά (λαγόνι)! Ιλιάς Γ, 359

Λάπτου = γάλα.

Ομηρική η λέξη. Βλέπε ρήμα «λάπτου».

Λάπτου= βυζαίνω, ρουφάω. 
Από το ομηρικό ρήμα «λάπτω»  και «αλαπάζω». Ιλιάς Π 161. Βλέπε και αλαπάζω, λάπτω


Λάτσου = βήμα, με το πόδι.
 Η λέξη είναι ομηρική («λαξ»= με το πόδι): «λαξ ποδί κινήσας =  σκουντώντας με το πόδι», Ιλιάς Ε 620, Κ 158 και Ο  45 και Οδύσσεια  ρ 233. Από τη λέξη αυτή παράγεται και το ρήμα «λάκισε», που νομίζουμε ότι είναι δημοτική λέξη!


Λαφρό= ευχάριστο.
Δεν είναι δημοτική ή λαϊκή λέξη. Είναι ομηρική! Παράγεται από τη λέξη «λαρόν» (λαFρον). Οδύσσεια β  350


Λέπια= λέπι, φλούδα
λέπος»  (λοπός, λέπω). Η ομηρική λέξη είναι «λέπυρον» και το ρήμα «λέπω».  Ιλιάς  Α 236.


Λέτρα ή αλέτρα = αλέτρι ή αλέτρι.
Από το ομηρικό ρήμα «αρόω»  και την  ομηρική λέξη «άροτρον». Ιλιάς Κ 353 , Οδύσσεια ν 32. Ίσως και από το ομηρικό ρήμα «αλετρεύω»(αλέω) = αλέθω, και την ομηρική λέξη «αλετρίς»= εκείνη που αλέθει. Και το αλέτρι «αλέθει» το χώμα! 





Λιάου = παίρνω.
Ο Νικολαϊδης αναφέρει ότι προέρχεται απο το λατινικό «levo», αλλά το ρήμα είναι καθαρά ομηρικό. Δηλαδή «ΛάFω = λάω = κρατώ, παίρνω. Από τη λέξη αυτή παράγεται και η λέξη «λεία»: «εν προτέροισι πόδεσι κύων είχε ποικίλον ελλόν ασπαίροντα  λάων = κάποιο σκυλί κρατούσε στα μπροστινά του πόδια ένα ελαφάκι». Οδύσσεια τα  229.


Λειλίτσε =Λουλούδι. , κρίνος.
Από την ομηρική λέξη «λείριον», η οποία στην ελληνική διασώθηκε ως «λειλίδιον» = λουλούδι!  Ιλιάς Υ 427.


Λιμόσου = πεινασμένος, αχόρταγος.
Η λέξη είναι η  ομηρική «λιμός»: «δίψα τε και λιμός = δίψα και πείνα». Ιλιάς Τ, 166 και Οδύσσεια  δ 369.


Λιούσι = λάφυρο. Από το ρήμα «λάω» = παίρνω. Βλέπε «λιάου».
Η λέξη είναι ομηρική (ληίς – ίδος): «ότε κεν δατεώμεθα ληίδ’ Αχαιοί =όταν εμείς οι Αχαιοί μοιραστούμε τα λάφυρα». Ιλιάς Ι  138


Λίπα = ξίγκι. 
Η λέξη είναι ομηρική και παράγεται από το «αλείφω».  «Αυτάρ επειδή πάντα λοέσσατο και λίπ’ άλειψεν = και όταν όλα τα ξέπλυνε και αλείφτηκε με λάδι (ξίγκι)». Ιλιάς  Σ 350, Κ 577, Ξ 171 και Οδύσσεια ζ  224 και  τ 505.


Λιχνηστήου= λιχνηστής, καθαριστής σταριού
Η ομηρική λέξη είναι «λικμητήρ» =λιχμητήρ =λιχνηστήρι. Ιλιάς Ε 500.


Λοάρε = πάρσιμο

Βλέπε «λιάου»


Λοάτου = παρμένος
Βλέπε «λιάου»

Λουπουδύτου= λωποδύτης.
Από την ομηρική λέξη «λώπη» = ένδυμα μάλλινο, από την οποία παράγεται και η λέξη «λωποδύτης» = αυτός που μπαίνει στα ξένα ρούχα και κλέβει!!!. Οδύσσεια ν 224

Λούφε = λουφάζω, ησυχάζω, αναπαύομαι.  

Κι όμως, η λέξη είναι ομηρική! Παράγεται από το ρήμα «λουφάω» (λαfος). Οδύσσεια φ, 292

                               Μ

Μ΄ = αντωνυμία προσωπική.

Συγκεκομμένη αρχαία ελληνική δοτική «μοι. Βλέπε «μοι»

Μοι = σε μένα.
Ομηρική προσωπική αντωνυμία. Ιλιάς  Κ 544

Μα= μα (για όρκο).
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Α 86 και Ψ 43


Μάα ή Μάϊα= μαία, γριά

Έτσι αποκαλούσε ο Τηλέμαχος τη γιαγιά του Ευρύκλεια: «Μαί’ άγε δη μοι έρυξον ενί μεγάροισι γυναίκας =΄Ελα, γιαγιά, κράτησε τις γυναίκες μέσα στα ανάκτορα», Οδύσσεια Τα  16

Μακέλλα= τσάπα, τσαπί, σκαπάνη (η λέξη είναι.

Η ομηρική αυτή λέξη  είναι σύνθετη από την «άμα + κέλλω= συνεχώς σκάβω, χτυπώ. Από τη λέξη αυτή παράγεται και η «δικέλλα» (από δύο πλευρές τσαπί) και, φυσικά, η λέξη «μακελλιό»! Ιλιάς  Φ 259.


Μεσαρκά= τα εντόσθια.
Από την ομηρική λέξη «μέσος» και «σάρξ –κός»

Μέσου= μήνας. 

Η ομηρική λέξη είναι «μεις». Αιολικός τύπος της ομηρικής   λέξης «μην».  Ιλιάς Τ 117

Μίνι= προσωπική αντωνυμία.
. Η ομηρική προσωπική  αντωνυμία  γ΄ προσώπου είναι = «μιν». Οδύσσεια φ 245 και γ 327.


Μίντε ή αμίντε= μυαλό, μνήμη.

Ομηρική λέξη. Βλέπε «μιντούα

Μιντούα ή μεντούα = μυαλό, νους.
Ο Νικολαίδης γράφει ότι παράγεται από το λατινικό «mensmentem», αλλά η ρίζα και τα παράγωγά τους (βλέπε πιο κάτω) είναι ομηρική. Προέρχεται από το ομηρικό «μέδομαι», «μήδομαι»  = σκέπτομαι. (βλέπε «μίντια» ή «μιντούα» ή «μεντούα» ή «αμίντε»). Ιλιάς Β 384  και Β 340, και Οδύσσεια  β 358, ε 173, ε 189,


Μιντουέσκου = θυμάμαι, διαλογίζομαι .

Βλέπε «μίντε» και «μιντούα».


Μιντουίρε =σκέψη .

Βλέπε όλα πιο πάνω.

Μιντούλιου = μυελός, μεδούλι

Βλέπε όλα πιο πάνω. Η ομηρική λέξη είναι και «μήδος».


Μιντουόσου = μυαλωμένος, συνετός .
Βλέπε όλα πιο πάνω.




Μίτου= μίτος, στημόνι, μιτάρια.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Ψ 762

Μόρου = θάνατος.
Ομηρική λέξη: «ότε μιν μόρος αινός ικάνοι = άμποτε να μπορούσα από τον απαίσιο θάνατο να τον κρατήσω μακριά», Ιλιάς  Σ  465, Χ  280 και Ω  85 . Οδύσσεια  ι  61.


Μουνούχι= αυτός που έχει έναν όρχι.

Από το ομηρικό ρήμα «μονόω –ώ»= κάνω κάτι να είναι μόνο του και τη λέξη «όρχις», με απάλειψη του «ρ» ή το ρήμα «έχω».


Μούρκο ή αμούργκο = μούργος, σκοτεινός.
Από την ομηρική λέξη «αμολγός» ή «αμόλγη» (Βλέπε «αμούργου» ή «μούργκου»).




Μουρτζεάστα = νυχτώνει, σκοτεινιάζει
Βλέπε «μούργου» ή «αμούργκου».


Μουρτζίτα= σκοτάδι, νύχτωμα.
Βλέπε πιο πάνω

Μπάλιου = παρδαλός. Ζώο που έχει μαύρο κεφάλι και στο μέτωπό του έχει ένα μέρος του με άσπρο χρώμα.
 Από την αρχαία ελληνική λέξη «βαλίος: «πώλοι βαλιός και τριχί βαλιοί» (Ευριπίδου, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, 222). Έτσι λεγόταν ή ήταν και ένα από τα άλογα του Αχιλλέα, δηλαδή «Βαλίος»! Ιλιάς Π  149 και Τ 400 (βαλjός).

Μπόου = βόδι. Εκπληκτικό! Από το αρχαιοελληνικό ασυναίρετο ουσιαστικό «βο-ος=βους»!
Παραδόξως όμως και στην περίπτωση αυτή ο Νικολαϊδης ισχυρίζεται ότι προέρχεται από το λατινικό «bosbovis», ενώ η λέξη είναι καθαρά αρχαιοελληνική και μάλιστα στην ασυναίρετη μορφή της! Δηλαδή, είναι βόος =ους!  Οδύσσεια  μ 379 κλπ.


Μφρικουσάτου = φρικώδης (Άδης).
Από την ομηρική λέξη «φιξ – φρικός» = Ιλιάς Φ  126, Οδύσσεια  δ 402 κλπ.

                                  Ν

Ν = (ε)ν = σε

Αρχαιοελληνική- ομηρική πρόθεση

Ναπέρτικα ή νερπέτικα = φίδι (ερπετό).

Ομηρική λέξη. Οδύσσεια  δ 418.

Νεάτα ή νεάτα ή νειάτο= νιάτα.

Ομηρική λέξη «νεάτη», «νείατος». Ιλιάς Β 289


Νεκάτου= Πνιγμένος στο νερό (ποτάμι ή θάλασσα


Βλέπε «νέκου».

Νέκου =πνίγομαι
Παραδόξως, ο Νικολαϊδης αναφέρει ότι προέρχεται από το λατινικό neco, ενώ η λέξη είναι καθαρά ομηρική: «νέκυς – νέκυος = νεκρός, πεθαμένος: «¨Εκτορος αμφί νέκυι και αχιλλήι πτολιπόρθω = για το νεκρό του Έκτορα και τον πορθητή Αχιλλέα», Ιλιάς Ω,108. Υπενθυμίζεται ότι μία από τις Ραψωδίες της Οδύσσειας  λέγεται «Νέκυια», η οποία παρουσιάζει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη των νεκρών, μέσω ύδατος!


Νέκου= νεκρός από πνιγμό .
Βλέπε πιο πάνω.


Νήλα= συμφορά, ταλαιπωρία. 

Δεν είναι «λαϊκή», είναι  ομηρική λέξη: «νηλής –ές» (Ι, 632, Λ  484, Π 233) =ανηλεής, σκληρός.


Νι = μοι = σε μένα.
Αρχαιοελληνική προσωπική αντωνυμία, πτώση δοτική με τη μετατροπή του « μ» σε «ν», ως συνήθως.

Νιάρα ή νιέρια = μέλι.
Η ρίζα εντοπίζεται στη μυκηναϊκή γλώσσα στη λέξη «meriduma» = συλλέκτης μελιού (με τη μετατροπή, ως συνήθως, του μ σε ν). Ιλιάς Α 249 και Οδύσσεια  κ 234.


Νικάρια ή νεκάρια = πνίξιμο.
Βλέπε «νέκου»


Νικάτου ή νεκάτου = πνιγμένος
Βλέπε «νέκου».


Νοτιάα= νοτιά, υγρασία.
 Ομηρική λέξη «νοτίη». Ιλιάς Θ 307.


Νταφίνα = δάφνη (βλέπε «δαφίνα»)

Βλέπε «δαφίνα»

Ντιπάντα = κάτω, χάμω.
Με τη σύνθεση της ελληνικής λέξης «πέδον»). Ιλιάς Ν 796 και Οδύσσεια λ 598.

Ντράκου= δράκος, δράκων, διάβολος.
Ο Νικολαϊδης σημειώνει ότι προέρχεται από το λατινικό draco, αλλά η αρχαία ελληνική προηγήθηκε της λατινικής! Ιλιάς Χ 93,  Γ 33, Ζ 181 και Μ 202.


Ντρίνι =ξωτικά, νύμφες.
Παράγεται από την ομηρική λέξη «δρυμά» = «δρύμες» (δrinji):   “Κίρκης εν μεγάροισι δια δρυμά πυκνά και ύλην = στης Κίρκης τα ανάκτορα περνώντας μέσα από τα δέντρα τα πυκνά του λόγγου”, Οδύσσεια κ, 150. (Βλέπε «δρυμά»).


Νύγκα= εγγύς, πλησίον. Ιλιάς Γ 344

Ομηρική λέξη. Ιλιάς Γ 344


Νώ(ι) = εμείς οι δύο (δυϊκός).
 Η λέξη είναι ομηρική: «πριν γ’ επί νω τώδ’ ανδρί σύν ίπποισι =προτού εμείς οι δύο επιτεθούμε με το άρμα και τα άλογά μας», Ιλιάς, Ε  219 και Οδύσσεια ο  475.


                           Ξ

Ξαίνω = ξαίνω.
Ομηρική λέξη. Οδύσσεια χ, 423

Ξεάνε ή ξειάνε = Ξένη, ξενιτειά.
Βλέπε «ξένου»


Ξένου ή ξείνου =ξένος.
Ομηρική λέξη «ξείνος» (ξενFος). Ιλιάς  Ω 202 και Οδύσσεια η 32.

Ξεινοσύνε=  Ξενοσύνη.  φιλοξενία.
Ομηρική λέξη «ξεινοσύνη»! Ιλιάς Φ 35


Ξυθάλια = μασιά για τα κάρβουνα.
Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
                        Ο

Οϊα = πρόβατο.
Η γλωσσολογική ερμηνεία από τον Νικολαϊδη, αλλά και πολλούς άλλους γλωσσολόγους και φιλολόγους είναι παράξενη. Ο Νικολαϊδης και άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από το λατινικό ovis – is, ενώ η λέξη είναι καθαρά … ομηρική. «οϊς = (οFις) = «όϊος» = «όϊα»: «αρνειόν κατέδησεν όϊν θήλυν τε μέλαιναν =έδεσε ένα πρόβατο αρσενικό κι ένα θηλυκό», Οδύσσεια κ, 572. «Αρσενες όϊες ήσαν εϋτρεφέες= υπήρχαν αρσενικά πρόβατα (κριάρια) καλοθρεμμένα», Οδύσσεια ι, 425  και αλλού.


Οίο= αυτός.
Ομηρική λέξη. Οδύσσεια ι 348 και σε πάμπολλους άλλους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας

Οίου= ποιος, αυτός κλπ..
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Φ 108.


Όκιο ή όκλιο=μάτια.
Ομηρική λέξη (οκje) = όσσομαι. Οδύσσεια κ  374

Όκου ή όκλου= τόπος.
Ομηρική και μυκηναϊκή λέξη. (fοικος –οικος).  Ιλιάς  Ω 471 και 572. . Η μυκηναϊκή λέξη απαντά ως « woko».


Ούλου= όλος.

Όχι, δεν είναι «λαϊκή» ελληνική λέξη. Είναι ομηρική «ούλος» (σολFος)! Οδύσσεια ρ  343

Ούνομε = όνομα. 
Ακριβώς έτσι (στον ιωνικό τύπο απαντά και στα ομηρικά έπη, δηλαδή «ούνομα». Ιλιάς Κ 68, Οδύσσεια  δ278 κλπ.


Οϊζύα= δυστυχία.
Ομηρική λέξη «οϊζύς»! Ιλιάς Ζ, 285


Ουρτζέσκου =ορίζω (διαδικασία πριν από την τοποθέτηση νημάτων στον αργαλειό= μέτρημα.

Ομηρική λέξη «ούρος». Ιλιάς Μ 421. Βλέπε και όρου.


Ούχ(ι)= όχι



Δεν είναι … «ανάγωγη»  ή … «λαϊκή», είναι ομηρική!  Ιλιάς Π 762.



Όχτου= όχθος, όχθη


Ομηρική λέξη. Ιλιάς Δ 487 και Οδύσσεια ζ 97 κλπ.

Π

Πακουτίε= πλακωτή, πινακωτή.
Η ομηρική λέξη είναι «πίναξ», «πινάκιον», «πινακίδα». Ιλιάς Ζ 169.


 Πάντεα ή πάντια ή πάντεα = πεδιάδα, κάμπος. 
Ομηρική λέξη  «πεδάα»  ή «πέδος»: «Χέει  έμπεδον» = θα σκεπάσει τους κάμπους. Ιλιάς Μ 283.


 Παραλιάω = παραλαμβάνω

Βλέπε «λιάου»


Πάστιου= βοσκώ (επιβλέπω τη βοσκή).
Η λέξη είναι μυκηναϊκή! «pasta». Από τη λέξη αυτή παράγεται και  το ομηρικό ρήμα  «παπταίνω» = βλέπω, περιβλέπω, επιτηρώ. Ιλιάς Ν 551, Οδύσσεια  ρ 330 κλπ.

 Πάτου = πάτος.  .

Ίδια είναι και η ομηρική λέξη, δηλαδή «πάτος» = πάτημα, πατημασιά. Ιλιάς Ζ 202 και Υ 137.





 Πάστρα = πάστρα, καθαριότητα.
Από την ομηρική λέξη «σπάρτος» =θάμνος σπάρτος από το οποίο κατασκευάζεται η σκούπα. Ιλιάς Β 135.


 Πάφλα ή πάφιλου = τενεκές.
Από το ρήμα «παφλάω» =κάνω κρότο. Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει κρότο με την κάθε μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα. Από τη λέξη αυτή παράγεται και ο «παφλασμός» (κυμάτων). Ιλιάς Ν 798.


 Πάχνα= πάχνη από ψύχος.
Η λέξη είναι ομηρική «πάχνη». Οδύσσεια ξ 476.

 Πεδίκλουμα= πεδίκλωμα.
Από τη λέξη «πέδη» και «πέδικλον» = δέσιμο των δύο ποδιών των αλόγων ή γαϊδιουριών για να μη φεύγουν μακριά. Ιλιάς  Μ 283.


 Πελεκάου = πελεκάω (κόβω με τον πέλεκυ, το τσεκούρι).

Ομηρική λέξη «πελεκάω». Ιλιάς Ν 391 και Οδύσσεια  ε 244

 Πένα= ψωμί.

Από την ομηρική λέξη «πένομαι»= παρασκευάζω, ετοιμάζω για δείπνο (σίγουρα ψωμί!). Επίσης, είναι και η ομηρική λέξη «πενίη» = πενία, φτώχεια. Οδύσσεια ξ, 251.

 Πέπλου = πέπλος.  Ύφασμα = κάλυμμα= σκέπασμα.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Ε 194.


 Περάτου= περάτης.
Ομηρική λέξη «περάτης», ομηρική λέξη «πέρα» (αυτός που περνάει με τη βάρκα στο πέρας της διαδρομής). Ομηρικό  Ιλιάς Ε, 646, Ε 290,  και Οδύσσεια  ε 480 και ζ 272.


Περόνα= καρφί.
Ομηρική λέξη «περόνη». Ρήμα «πείρω». Ιλιάς Ε, 425, Οδύσσεια σ 293 κλπ

Περούνα ή πηρούνα= πηρούνι.
Από τη λέξη «περόνη».


Πιρπόδα = περιπόδιο, κάλτσα.

Η λέξη είναι σύνθετη από την πρόθεση «περί» + «πους». Μάλιστα το δεύτερο συνθετικό απαντάται και σε μυκηναϊκές πινακίδες! «pode»! Ιλιάς  Ε 504 κλπ

Ποδαρίτσα = υποπόδιο, ποδαρικό του ιστού του αργαλειού.

Από την αρχαιοελληνική – ομηρικη  λέξη «πους» = «πόδι». Βλέπε «πιρπόδα».




Πόκου= μαλλί προβάτων.

Ομηρική λέξη «πόκος». Ιλιάς Μ, 451. Βλέπε και «αρναπόκου». Είναι και μυκηναϊκή!

Πορία= χάρισμα, προσφορά (γαμήλιο έθιμο στην Παλαιομάνινα με προσφορές χρημάτων στον γαμπρό).
Ομηρική λέξη. Βλέπε «πουρία».

Πόρος = πόρος , διάβαση, πέρασμα (ποταμού).
Ομηρική λέξη «πόρος». Ιλιάς Β 592 κλπ.




Πότου= πότης. 
Η ομηρική λέξη είναι «ποτής». Ιλιάς  Λ 780 και Οδύσσεια δ 785.


Πουρεάο ή ποριάο = πόρος (διάβαση ποταμού).
Βλέπε πιο πάνω «περάτου» και «πόρου».


Πουρία ή απουρίε = Προσφορά , χάρισμα, παροχή.
Το ομηρικό ρήμα είναι «πόρω». Παράγεται από τις  ομηρικές λέξεις «πόρε» = «πόρη» = χαρίζω, ετοιμασία, παρασκευή: «την δε πόρε Φοίβος Απόλλων = την οποία χάρισε (πρόσφερε) ο Φοίβος Απόλλων», Ιλιάς Α, 72, «τα οί ποτε πατρί φίλα φρονέων πόρε Χείρων = που κάποτε πρόσφερε στον πατέρα του ο Χείρων», Ιλιάς  Δ  219. Βλέπε και Ιλιάς Ι,  513 και Οδύσσεια  σ 202. Σημειώνεται ότι στην Παλαιομάνινα υπάρχει κι ένα ομώνυμο γαμήλιο βλάχικο έθιμο. Κατά το έθιμο αυτό, οι προσκλεκλημένο στο γαμήλιο τραπέζι, μετά το φαγητό ρίχνουν σε ένα καλάθι ένα φάκελο με χρήματα ως προσφορά στο νέο ζευγάρι. Η λέξη είναι μυκηναϊκή (aporewe) και σαφώς ομηρική! Έχει τη σημασία της προσφοράς. Βλέπε και «πορίε» και «κούπε» στις μυκηναϊκές λέξεις.

Πριπόδα ή περπόδα = περιπόδιο, κάλτσα.
Βλέπε «περιπόδα»







Προίκα ή προιτσία = πρυξ, προιξ, προίκα, δωρεά, χάρισμα.
Ομηρική λέξη. Οδύσσεια ρ 413.


Πύκα = πυκνά.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Μ 317.


Πύρα = πυρά, φωτιά.

Η λέξη είναι ομηρική: «αιεί δε πυραί νεκύων καίοντο θαμειαί = αδιάκοπα καίονταν νεκρών πυκνές φωτιές», Ιλιάς Α  52, Δ 99 και αλλού




Πυρουμάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού.

 Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος ( Ιλιάς Χ  347 και  Οδύσσεια μ 396

Πυρουστία  ή πυρουστιάου= πυρουστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο οικιακό σκεύος που μπαίνει στη φωτιά και οικιακό σκέυος (κατσαρόλα, τηγάνι κλπ ) για μαγείρεμα.  Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.

Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.

                               Ρ




Ράφτου ή ράπτουρου = ράφτης.

Η λέξη απαντάται σε μυκηναϊκές πινακίδες ως «rapitirya», αλλά και στα ομηρικά έπη, φυσικά.  Οδύσσεια ω 228 και 299.

Ρέου ή αρέου ή αράου (σε μερικές περιοχές) = ποτάμι (το ρέον!).
Ομηρική λέξη «ρόος» και «ρέω». Ιλιάς Φ  303 και Μ  33. Το ρήμα είναι «ρέω» (ρεfω) = τρεχούμενο νερό: « προς ρόον αίσσοντος…» = ριχνόταν στο τρεχούμενο νερό (ποτάμι). Ιλιάς Γ 300 και Χ 149. Κι όμως ο Νικολαϊδης θεωρεί ότι είναι … λατινική!


Ρέχα ή ράχια = ράχη.

Ρίγου= ρίγος. Ομηρική λέξη «ρίγιον». Οδύσσεια ρ  191 και Ιλιάς Σ  472

Ρίπα = κατωφέρεια (βλέπε «αρίπα»). Ομηρική η λέξη : «ρέπε δ΄αίσιμον ήμαρ Αχαιών =έκλινε (έγειρε) η μοιραία ημέρα των Αχαιών». Το ρήμα είναι  «ρέπω» = κλίνω, γέρνω. Ιλιάς Θ, 72 και Χ 212.

Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ  143

Ομηρική λέξη «ράχις». Ιλιάς Ι, 208




Ρίπα ή αρίπα= κατωφέρεια, κλίση
Ομηρική η λέξη : «ρέπε δ΄αίσιμον ήμαρ Αχαιών =έκλινε (έγειρε) η μοιραία ημέρα των Αχαιών». Το ρήμα είναι  «ρέπω» = κλίνω, γέρνω. Ιλιάς Θ, 72 και Χ 212.
(βλέπε «αρίπα»).

Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης.
Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ  143

                              Σ

Σέμνου= σημείο.


Από το ομηρικό ρήμα «σημαίνω» = κάνω σημείο. Ιλιάς Ψ 358 και 757, Η 175 και Οδύσσεια  μ 26.


Σεντζιούτο = έδρα, κάθισμα.
Η λέξη είναι ομηρική. Παράγεται από το ρήμα «έζω» (σεδjω) = κάθομαι : «ες δίφρον δε μ’ έσας άγεν οίκαδε =  αφού με κάθισε στην άμαξα με πήγε σπίτι», Οδύσσεια ξ  280


Σημαντούρα= σημαδούρα
Στον ελληνοβλάχικο λόγο η λέξη είναι όπως ακριβώς η ομηρική: « σημάντωρ» = αυτός που κάνει σημείο! Ιλιάς Δ 431 και Οδύσσεια τ 314.





Σκάλλου= σκάλισμα.
Το ρήμα είναι «σκάλλω» = σκαλίζω, σκάβω. «Ύμνος εις Ερμήν»   6.


Σκάρα = σχάρα, εσχάρα για ψήσιμο πάνω στη φωτιά στην πυρουστιά, στο μαγκάλι.
Η λέξη είναι ομηρική. Ιλιάς Κ 418

Σκάρου= σκάρος.
σηκός» (περιφραγμένος χώρος, μάνδρα) και το ρήμα «σηκάζω», μανδρώνω. Ιλιάς Θ  131, Σ  589 και Οδύσσεια ι,  219.


Σκέπα = περιτόνιο..

Η ομηρική λέξη είναι «σκέπα» = σκέπασμα! Οδύσσεια ε 443,   ζ 219




Σκεπία= σκεπή.

Ομηρική λέξη «σκέπα» ή «σκεπία» (προφύλαξη από τον άνεμο). Οδύσσεια ε  433

Σκιάζου= σκιάζω, τρομάζω, φοβάμαι.

Από το ομηρικό ρήμα «σκιάζω»= φοβάμαι, τρομάζω! Οδύσσεια φ 232 και β 388

Σκιάχτρου= σκιάχτρο
Βλέπε «σκιάζου»

Σκόλου= σηκώνω. 
Από το ομηρικό ρήμα «σηκάζω» και την ομηρική λέξη «σηκός».  Ιλιάς Θ 131,  Οδύσσεια ι, 219.  Από τις λέξεις αυτές παράγεται και η λέξη «σκάρος». Βλέπε «σκάρου»


Σκοπιία= σκοπιά.
Ομηρική λέξη «σκοπιή». Ιλιάς Δ, 275, Ε 771 και Χ, 145.


Σκοπόου ή σκόπο υ= σκοπός, σημάδι.

Ομηρική λέξη «σκοπός». Ιλιάς Β, 792 και Οδύσσεια  δ 524.

Σκοπόου= σχέδιο, πρόθεση.
Ομηρική λέξη «σκοπόος». Οδύσσεια λ, 344


Σκοτίδα ή σκοτάδια= σκοτάδι, σκοτίδι.

Ομηρική λέξη «σωτάδιον» (σκότος), αλλά και «σκότος»= ζόφος, σκοτίδι.  Οδύσσεια τ 389

Σόλιου = σόλος, κύκλος, σφαίρα, στρογγυλό.
Η λέξη είναι ομηρική! : «Αυτάρ Πηλεϊδης θήκε σόλον αυτοχόωνον = κατόπιν του Πηλέα ο γιος βάζει μια αδούλευτη σιδερένια σφαίρα», Ιλιάς Ψ  826


Σότσου ή σότσιτου= σύντροφος, φίλος, βοηθός.
Ο Νικολαίδης υποστηρίζει ότι παράγεται από το λατινικό «socious», αλλά η λέξη είναι … ομηρική! Παράγεται από τη λέξη «α-σσητήρ (σα=α,σοκjητήρ = βοηθός = υπερασπιστής»: «τοίόν τοι αοσσητήρα Κρονίων = τέτοιο βοηθό σού έστειλε ο γιος του Κρόνου», Ιλιάς Ο  254, «ω μη άλλοι αοσσητήρες έωσι = με έστειλε να έρθω μαζί σου βοηθός», Οδύσσεια, δ  165.


Σουφλάρε= φύσημα, πνοή.


Βλέπε «σούφλου».



Σουφλάτου= φυσημένος
Σούφλιτου= ψυχή, πνεύμα
Βλέπε «σούφλου»

Σούφλιτου= ψυχή, πνεύμα

Βλέπε «σούφλου»


Σούφλου= φυσώ, πνέω
Ο Νικολαϊδης υποστηρίζει ότι παράγεται από το λατινικό «suflo», ενώ η λέξη είναι ομηρική! Παράγεται από την ομηρική λέξη «άελλα» = «σαFελλα» = «σαφέλλα» = ανεμοστρόβιλος, που ταυτίζεται στην ελληνική παράδοση με ψυχή: «επεί άρ τμάγεν, ύψι δ’ άελλα = και ψηλά ο ανεμοστρόβιλος κάτω από τα σύννεφα», Ιλιάς  Π 374


Σπάργκανου= σπάργανο, φασκιά.

 Ρήμα «σπάργω». Και η ομηρική λέξη   «σπάρτον». Από το ρήμα «σπείρω» = τυλίγω, συστρέφω.  Ιλιάς Β 135.


Σπόγγου= σπόγγος, σφουγγάρι.

Ομηρική λέξη (σfογγος)= σφόγγος, σφουγγάρι.  Ιλιάς Σ, 414 και Οδύσσεια   α 111.


Στειλειάρου= στειλειάρου

Παράγεται από τις ομηρικές λέξεις «στειλειή» (η τρύπα του τσεκουριού ή του τσαπιού, Οδύσσεια φ 422, και «στειλείον» = στελεόν = στειλειάρι = το ξύλο που μπαίνει στην τρύπα του τσεκουριού, Οδύσσεια ε 236.


Στείρου= στείρος.
Η ομηρική λέξη είναι «στείρη», «στερρός» = άκαρπος, άγονος, στείρος. Οδύσσεια  κ  522, λ 30, υ 186.


Στεναχέσκου= στεναχίζω, στενάζω. 
Το ομηρικό ρήμα είναι ακριβώς έτσι: «στενάχεσχ» = «στενάχεσκε». Ιλιάς Η 95 και Τα 132 και Οδύσσεια  κ 454.


Στενούρα= στένωμα
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Θ 476, Μ 66 και αλλού

Στένου= στενοχώρια. Στένεμα. Και πάθηση καρδιάς: «Στένος», στηθάγχη!
Από το ρήμα «στένω» (ιωνικό «στείνω»).   Ιλιάς Κ 16 και Σ 33.


Στέρπου = στέρφος, άγονος .

Από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος». Βλέπε  και «στείρου».


Στημόνα= στημόνι.
Η ομηρική λέξη είναι  «στήμων». («Βάτραχοι, 183).


Στιφάνια= στεφάνια, ξύλινα στεφάνια από τα οποία κρέμονταν στο λαιμό τα κύπρια του προβάτου ή του γιδιού.
Παράγεται από την ομηρική λέξη «στεφάνη» και «στέφανος». Ιλιάς  Ν 736, Η  12 και Λ 96.


Σφενδόνια= σφενδόνα.

Ομηρική λέξη «σφενδόνα». Ιλιάς Ν 716

Σχίζα= σχίζα. Ρήμα «σχίζω». 
Ομηρική λέξη . Ρήμα «σχίζω».  Ιλιάς Α 462, Β 425 και Οδύσσεια  γ 459


                           Τ

Τάλαρο = ταλάρι, κάδος.  Από την ομηρική λέξη .
Από την ομηρική λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοίς εν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν =σε πλεκτά καλάθια καρπούς γλυκούς». Ρήμα «ταλ-τλημαι». Ιλιάς Σ  568, «πλεκτοίς εν ταλάροισι αμησάμενοι κατέθηκεν = σε πλεκτά τυροβόλια έβαλε». Οδύσσεια  ι, 247.

Τάτα ή τάτι = πατέρας.
Η λέξη είναι ομηρική! «Φοίνιξ, άττα γεραιέ παλαιγενές = Φοίνιξ, σεβαστέ μου πατέρα», Ιλιάς Ρ, 561. Σημειώνεται ότι η λέξη «άττα» στα ελληνοβλαχικά σημαίνει «θεία». Βλέπε και «τέτα».


Τάχυνα = αύριο το πρωί ή απλώς πρωί .
Από την ελληνική λέξη «ταχύ». Η ομηρική λέξη είναι και «τάχα» ως επίρρημα. Οδύσσεια  α 252,  σ 73, τ59.


Τέτα:  φιλοφρονητική προσφώνηση  προς πρεσβύτερους.  Στην Παλαιομάνινα τη θεία τη λένε «τέτα» και τον πατέρα» «τάττι».
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Δ 412 και αλλού.

Τέχνια = τέχνη (και με τη σημασία της πανουργίας. «Τεχνάομαι». 
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Γ 61 και Οδύσσεια γ 433, δ 455  και 529.


Τινήα = τιμή, αξία.
Ρήμα «τίω». Ιλιάς Ι 498 και Ο 189 και αλλού.


Τόρνου = γέρνω, γυρίζω, τριγυρίζω. 
Από το ομηρικό ρήμα «τορνόω»= κάνω κύκλο γύρω – γύρω από τον εαυτό μου. Ιλιάς Ψ 255 και Οδύσσεια ε 249.


Τουκέσκω = τήκω, λυώνω.
Τουκίτο = τηγμένος, λυωμένος

Ομηρική λέξη. Ιλιάς Γ 176, Οδύσσεια τα 207

Τουκίρε =τήξη, λιώσιμο

Βλέπε «τουκέσκου»

Τουκίτο = τηγμένος, λιωμένος

Βλέπε «τουκέσκου»

Τούμπα = τούμπα

Από την ελληνική λέξη «τύμβος»). Ιλιάς Η 336, 435, Οδύσσεια  δ 584 και λ 77.


Τούμπανου= τούμπανο.
Ομηρική λέξη «τύπανον». Ρήμα «τύπτω». Ιλιάς  Λ 433, Μ 250, Ψ 421 και αλλού.





Τράπου = τάφρος, χαράδρα.
Η ομηρική λέξη είναι «αταρπιτός», «ατραπιτός» = ατραπός . Ιλιάς Σ 565, Οδύσσεια ρ 234.


Τράφου = τάφρος.  Οδύσσεια  φ 120, Ιλιάς Θ 179.

Ομηρική λέξη. Οδύσσεια  φ 120, Ιλιάς Θ 179

Τρέκου = τρέχω.
Το ομηρικό ρήμα είναι «τρέω» = κινούμαι γρήγορα, περνάω γρήγορα, τρέχω. Επίσης, και το ρήμα «τρέχω». Η αρχαική ρίζα είναι «ντρεγκ»: «τρέσσαν δ΄ άλλυδις άλλη» = έτρεξαν (πέρασαν) γρήγορα, άλλη εδώ άλλη εκεί». Οδύσσεια ζ 138).


Τριτσιά = περνούσε.
Βλέπε «τρέκου»

Τρόμουρου= τρεμούρα, τρόμος.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Γ 34, Θ 452 κλπ.


Τρουχάου ή τρουχισέσκου= τροχίζω.
Ομηρικό ρήμα «τροχάω», ομηρική λέξη «τρόχος». Οδύσσεια ο 450.


Τρουχισίτου= τροχισμένος

Ομηρική λέξη. Βλέπε «τρουχιουσέσκου»

Τρουχόου = τροχός.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Ζ 42, Σ 600 κι αλλού.




Τσάτσα ή τσέτσα = μαστός.

Πιθανώς παράγεται από την ελληνική λέξη «τίτθη»

Τσιάφου= πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένο στρώμα.
Προφανώς, παράγεται από την ομηρική λέξη «στίβη» =πάχνη» (ε  467 και ρ  25) με τη μετατροπή του
στ» σε «τα», όπως συνήθως γίνεται.

Τύνη = εσύ.

Στο λεξικό του Νικολάϊδη αναγράφεται ότι παράγεται από το λατινικό «tu», ενώ η λέξη είναι ομηρική! «τύνη δ’ έστηκας = εσύ όμως στέκεις», Ιλιάς Ε  485

                           Υ







                               Φ

Φλίτουρα = πεταλούδα, ψυχή.
Φλιτουρέτζου ή φλίτουρου = φτερουγίζω (βλέπε πιο πάνω
Ο Νικολαϊδης αναφέρει ότι παράγεται από το λατινικό flutulus, αλλά η λέξη είναι ομηρική. Βλέπε «σουφιλίνε» ή «σουφλίνε» ή «σούφλουτου» = ψυχή ή «σαFελλα» = ανεμοστρόβιλος. Ιλιάς Λ  297 και Π  374. Επίσης, βλέπε και Ιλιάδα, Ν 84, όπου για την «ψυχή» υπάρχει και η λέξη «ήττορ» = καρδιά, η οποία παράγεται από τη ρίζα «αFεττορ» , η οποία και αυτή «φτερουγίζει» κατά τη σχετική έκφραση!

                                Χ

Χαλκέου= χαλκεύς, χαλκιάς.
Χαλκόου= χαλκός.
Ομηρική λέξη. Ιλιάς Μ 295, Ο 309 και αλλού. Βλέπε «χαλκέου» και στις  μυκηναϊκές λέξεις

Χαλκόου= χαλκός
Ομηρική λέξη. Οδύσσεια α 184, Ιλιάς Β

Χάνου= χάνος, αυτός με το ανοιχτό το στόμα.
. Το ομηρικό ρήμα είναι «χαίνω» και η ομηρική λέξη «χανδόν». Ιλιάς Π 350 και  409, Υ 168.


Χρουμάζου ή φρουμάζου= φορμάζω, χρεμετίζω.
Ομηρική λέξη «χρόμαδος». Ιλιάς Ψ 468
                              Ψ

Ψύχου ή ψύχρε= ψύχος, ψύχρα, κρύο.
Ομηρική λέξη. Οδύσσεια κ 555.

Ω

Ώρα ή ωάρα= ώρα. 

Ομηρική λέξη «ώρη».(fοσαρα- fώρα).  Ιλιάς  Β 471, Ζ 148, Οδύσσεια ε 485,  κ 469 και αλλού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου