Κυριακή 28 Μαΐου 2017

29 Μαίου 1453. Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Μία αποφράδα ημέρα για τον ελληνικό και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό με παθήματα που δεν γίνονται ακόμη και σήμερα μαθήματα.

Γράφει ο Γιώργος Π. Μπαμπάνης

Οι εξελίξεις και τα γεγονότα στην Ελλάδα τα επτά τελευταία χρόνια, τα οποία άρχισαν στις 23 Απριλίου του 2010 με την παράδοση της Ελλάδος στην τότε τρόικα, κορυφώθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου 2012 με την απόφαση του Eurogroup  για τη χορήγηση δεύτερου πακέτου οικονομικής βοήθειας (με το αζημίωτο) προς την Ελλάδα και έγιναν εφιαλτικά σήμερα με τα διάφορα eurogroup, το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος και την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας  και των νοικοκυριών με τους συνεχείς «κόφτες»,  θυμίζουν εμμόνως μερικά αίτια που οδήγησαν τελικά στην άλωση της Κωνσταντινούπολης πριν από 564 χρόνια.

 Ιδιαίτερα, οι δηλώσεις, οι αντιδράσεις  και   οι εκτιμήσεις για το αύριο της Ελλάδος και της ελληνικής οικονομίας για το Μνημόνιο Α΄, το Μνημόνιο Β΄ (που θα σχίζονταν), το Μνημόνιο Γ΄που σε δύο χρόνια έγινε Μνημόνιο Δ, σήμερα, αυτή την αποφράδα ημέρα για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τον Ελληνισμό,  θυμίζουν τη Σύνοδο της Φερράρας (1438 – 1439) Στη Σύνοδο αυτή  είχε μεν υπογραφεί η ένωση των Εκκλησιών Ανατολικής – Δυτικής,  όμως το αποτέλεσμα για το βυζαντινό κόσμο ήταν αρνητικό,  καθώς ο πληθυσμός διαιρέθηκε σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, όπως σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς» μετά το 2010! Και  μάλιστα, ενώ όλοι περίμεναν βοήθεια από τη Δύση και την Καθολική Εκκλησία, το μίσος των ανθενωτικών ξεσπάθωσε με αρχηγό το Γεώργιο Σχολάριο και με σύνθημα "Τήν γάρ Λατίνων ούτε βοήθειαν ούτε τήν ένωσιν χρήζομεν", υπενθυμίζοντας  τη βαρβαρότητα των Λατίνων το 1204 με την  Δ΄Σταυροφορία. Παράλληλα δημιουργήθηκε μια αντιλατινική παράταξη με πρωτεργάτη το Λουκά Νοταρά που κατείχε το ύπατο αξίωμα μετά τον αυτοκράτορα και που διακήρυσσε "Κρειττότερον έστιν ειδέναι έν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων, ή καλύπτραν λατινικήν".

Δηλαδή, συνέβαιναν και τότε, όταν η μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν συνεχώς, απειλούνταν συνεχώς και αποδυναμωνόταν συνεχώς οικονομικά ό,τι  συμβαίνουν και σήμερα, που δικαιώνουν  πλήρως και μιαν ακόμα φορά τον Αίσωπο με το διδακτικό μύθο του για τα καβούρια: «Των οικιών ημών εμπιμπραμένων αυτοί άδετε;». Διότι σε αυτές τις τραγικές στιγμές ή περιόδους, οι οποίες οφείλονται σε τραγικά λάθη και παραλείψεις, όπως και επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, επιβάλλεται σύνεση, συνεργασία, συναίνεση και σε καμιά περίπτωση διάφορες σκοπιμότητες, όπως και σήμερα.
Η σημερινή περιπέτεια της χώρας μας, η οποία οδηγεί, με βάση όλα θα αναφερθούν πιο κάτω ως ιστορία (και η ιστορία επαναλαμβάνεται πάντοτε ως  τραγωδία), αν συνεχιστεί η ίδια τακτική να πριονίζουμε όλοι το κλαρί όπου καθόμαστε, θα οδηγήσει σε μιαν ακόμα άλωση του έθνους μας.


Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο και τα οποία πολλά θυμίζουν και τα σημερινά:

Πρώτον,  είχε χαθεί όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης  από τους Φράγκους, κατά την Δ΄   Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφεί και λεηλατηθεί ολοσχερώς.
Δεύτερον, πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν  και τα πνευματικά, τα οποία απαρίθμησε  ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της. Όπως λέει σε κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτες, χωρίς να υπάρχει ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να μοιάζει, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθεί.

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού, όπως τονίζει, το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με τη γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία, τόνιζε.

Επίσης, ο Ιωσήφ Βρυένιος έβλεπε πριν  σαράντα χρόνια να ερημώνονται οι πόλεις, να αφανίζονται οι χώρες, να καίγονται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνονται τα άγια και να δίδονται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα».
Τρίτον, η αυτοκρατορία βρέθηκε σε φθίνουσα εξαιτίας της  εξαθλίωσης, κατάπτωση ηθικής,  κατάλυσης του κοινοτικού βίου και εκμαυλισμός των αξιών,  ακυβερνησίας και εγκατάλειψης. Επίσης, οι  ξένοι επιδρομείς και εισβολείς, ιδιαίτερα ο Τούρκοι,  από όλες τις μεριές,  μεθοδικά και συστηματικά διάβρωναν τα  βυζαντινά εδάφη,  αποψιλώνοντας τους πληθυσμούς  από τις ποιμενικές  αλλά και καλλιεργημένες περιοχές  σπρώχνοντας έτσι  κατοίκους  προς τις  πόλεις, προκαλώντας ένα αφόρητο αστικό συνωστισμό, με συνέπεια τις  κακές συνθήκες διαβίωσης και υγειονομικής κατάστασης. Σε όλα αυτά προστέθηκε και η πανώλης μετά το 1347, η οποία  καταστρέφει τους πληθυσμούς της Βαλκανικής υπαίθρου αλλά κυρίως των πόλεων.

Το χρονικό της άλωσης από τον Γεώργιο Φραντζή

Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (1401-1480) ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους. Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Γεώργιου Φραντζή «Η Πόλις εάλω - Το χρονικό της πολιορκίας και η Άλωση της Κωνσταντινούπολης», που κυκλοφόρησε το 1993 από τις Εκδόσεις Λιβάνη:

 «Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου έσφιξαν την καρδιά τους, αγκα­λιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παι­διά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθε­λαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνη­σε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα.

 Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους. Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρή­νους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα. Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τεί­χη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρα­τούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτά­σαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβή­καμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη.


Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κο­ντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθε­ση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει. Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επί­θεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύτερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότε­ρο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ριχτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη.

Έτσι λοιπόν ο πόλεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκονταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέ­φοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκη­τικές τους μηχανές. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρα­τόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.

Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλ­πιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φω­νές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιά­κοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παρα­θαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα.
Οι πολεμικές μηχανές, που έρι­χναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις ε­χθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμέ­νους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς.

Οι  εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή α­ντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κά­νουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυ­λής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν. Ποιος μπο­ρεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.


Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους». Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν είπε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.

Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβαλε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμίζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς.


Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χασάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο.
Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.

 Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δεσπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συμπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων.
Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του. Ο Φραγκίσκος Τολέντο, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του.

 Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς.
Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του. Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν.

Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γενναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη.
 Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».  Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχει­ρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να πε­ριγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατού­σαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικό­νες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιε­ρέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κει­μήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τράπεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέ­λες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκ­κλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλεπαν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρό­μους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέτρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.

Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διά­φορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πα­τριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προη­γούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χει­ροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννάδιο». 
Ο θρύλος για τον «μαρμαρωμένο βασιλιά»
Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Τούρκους ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αγωνιζόταν ως απλός στρατιώτης με θάρρος και ανδρεία στα τείχη. Το παράδειγμα του έδινε θάρρος στους άλλους στρατιώτες που ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην εσωτερική πλευρά των τειχών από την Κεκρόπορτα, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και όλα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής του εξουσίας και παίρνοντας ένα σπαθί και μια ασπίδα κατευθύνθηκε στην Πύλη του Ρωμανού για να αγωνιστεί μέχρι θανάτου, αφού η μάχη φαινόταν χαμένη.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους".  Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.


Το χρονικό μιας ένδοξης και στη συνέχεια εφιαλτικής πορείας
Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα σύντομο χρονικό της ένδοξης  πορείας του Βυζαντίου και της εφιαλτικής κατάληξης για το ελληνικό έθνος:

-658 π.Χ. Ελληνες άποικοι από τα Μέγαρα ιδρύουν στις ακτές του Κεράτιου Κόλπου μία νέα πόλη, που ονομάζεται Βυζάντιο προς τιμή του οικιστή της Βύζαντα.
-330 Η πόλη του Βυζαντίου, αρχικά με το όνομα Νέα Ρώμη και αργότερα με την επωνυμία Κωνσταντινούπολη, γίνεται πρωτεύουσα του Ανατολικού τμήματος της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε για ένδεκα ολόκληρους αιώνες ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά κέντρα της Ανατολής, γεγονός που εξηγεί την φήμη της ως "Βασιλίδος των πόλεων".

-1204 Απόρθητη από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, η Βυζαντινή πρωτεύουσα, καταλαμβάνεται την άνοιξη του 1204 από τους στρατιώτες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Το τριήμερο των λεηλασιών και βιαιοπραγιών που ακολούθησε την κατάληψη, κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, η οποία δεν μπόρεσε να ανακτήσει την παλιά της λάμψη ακόμα και μετά την παλινόρθωση των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων το 1261.

-1453 Μετά από πέντε αιώνες αντίσταση στις κατακτητικές διαθέσεις των τουρκικών φύλων της Ανατολής, η πόλη πέφτει τελικά στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής αναγνωρίζει τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ως πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη όλων των Ορθοδόξων, που ζουν μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και του παραχωρεί μία σειρά προνομίων, για να εξασφαλισθεί η ομαλή διαβίωση του ποιμνίου του κάτω από την Οθωμανική δοιήκηση.
-1821 Η επανάσταση των Ελλήνων στην κυρίως Ελλάδα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οδηγεί στη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ως υπεύθυνος απέναντι στην σουλτανική εξουσία για την "ανταρσία" του ποιμνίου του, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' απαγχονίζεται στην πύλη του Πατριαρχείου στο Φανάρι, που από τότε παραμένει κλειστή σε ένδειξη πένθους. Μαζί με τον Πατριάρχη χάνουν την ζωή τους και άλλοι Αρχιερείς και μέλη της Ελληνικής Κοινότητας και οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης πυρπολούνται.
1839 - 1856 Στο πλαίσιο των μεγάλων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του 19ου αιώνα, που έχουν στόχο να ανακόψουν την ραγδαία παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βελτιώνεται η θέση των μειονοτήτων, γεγονός που οδηγεί ταχύτατα στην μεγάλη οικονομική και πνευματική άνθηση της ελληνικής Κοινότητας.
-1914 Στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πολέμου η ελληνική Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης ζη τις τελευταίες μέρες της χρυσής εποχής της. Σύμφωνα με τα Οθωμανικά αρχεία, οι μη Μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης αποτελούν το μισό, από ένα συνολικό πληθυσμό 900.000 περίπου. Τη μεγάλη πλειονότητα συνιστούν οι Ελληνες, ενώ οι υπόλοιποι είναι Εβραίοι, Αρμεναίοι και λίγοι Ευρωπαίοι. Ενώ οι Τούρκοι υπερτερούν πληθυσμιακά, οι μειονότητες είναι εκείνες που με την εκτεταμένη τους εμποροβιομηχανική και χρηματιστηριακή δραστηριότητα, τις τραπεζικές τους εργασίες και τους πολιτιστικούς τους δεσμούς δίνουν στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη του κοσμοπολίτικου κέντρου της εποχής.

-1918- 1920. Μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο πολέμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοιράζεται σε ζώνες επιρροής μεταξύ των συμμάχων της Entente, και η Κωνσταντινούπολη τίθεται υπό καθεστώς διεθνούς ελέγχου. Συμμετέχοντας στις Συμμαχικές Δυνάμεις, ελληνικά πολεμικά πλοία αγκυροβολούν στον Βόσπορο, ενώ Ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη.
-1919. Η Ελλάδα του Βενιζέλου αποβιβάζει εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη. Ξεκινά η περιπέτεια της Μικράς Ασίας, που θα καταλήξει τρία χρόνια αργότερα στην κατάρρευση του μετώπου και τη δραματική έξοδο του Ελληνισμού από την Μικρά Ασία.

-1922 Η είδηση της καταστροφής της Σμύρνης ξυπνά τον πανικό στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Φοβούμενοι τα Τουρκικά αντίποινα, πολλοί που είχαν εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ της Συμμαχικής κατοχής, παίρνουν το δρόμο για την πρόωρη προσφυγιά. Υπολογίζεται ότι, μόνο από τον Οκτώβριο ως τον Δεκέμβριο του 1922 50.000 άφησαν την Κωνσταντινούπολη. Σχεδόν όλοι τους κατευθύνθηκαν προς την Ελλάδα.


Σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης από τους Τούρκους ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αγωνιζόταν ως απλός στρατιώτης με θάρρος και ανδρεία στα τείχη. Το παράδειγμα του έδινε θάρρος στους άλλους στρατιώτες που ξεπερνούσαν τους εαυτούς τους στην υπεράσπιση της Βασιλεύουσας. Όταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αντιλήφθηκε ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην εσωτερική πλευρά των τειχών από την Κεκρόπορτα, έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και όλα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής του εξουσίας και παίρνοντας ένα σπαθί και μια ασπίδα κατευθύνθηκε στην Πύλη του Ρωμανού για να αγωνιστεί μέχρι θανάτου, αφού η μάχη φαινόταν χαμένη.

Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους", Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου