Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

ΝΟΣΤΟΣ


Βλέποντας παλιές φωτογραφίες από τα παιδικά χρόνια στο χωριό,αναπήδησαν μνήμες,όνειρα, παιχνίδια ,ανεμελιά και με πλημμύρισαν δάκρυα συγκίνησης. Μα πως στην ευχή?Τι με έπιασε?Τι είναι αυτό που μου προκαλούν αυτές οι παλιές ασπρόμαυρες, μισοφθαρμένες φωτογραφίες που τις κοιτάζω στην αυλή του σπιτιού μου,κάτω από τον παχύ ίσκιο τις γέρικης καρυδιάς. Παρέα με τα σπουργίτια που μαλώνουν και με τα δάκρυα να μην έχουν σταματημό.

Τώρα πια που το χωριό σχεδόν ερήμωσε,που έπαψαν να ακούγονται παιδικές φωνές και γέλια,που οι γριές με τις ρόκες και το αγνέθι στα χέρια να συζητούν άλλοτε μεγαλόφωνα και άλλοτε σιγανά και συνωμοτικά έχουν χαθεί και είναι έτοιμες να χαθούν και από την μνήμη μας.
Αναπολώ αυτές τις εικόνες,αυτές τις φωνές και νέα κύματα συγκίνησης με πλημμυρίζουν. Δάκρυα νόστου και μελαγχολίας. Μετά θυμός,θυμός στις σκέψεις τής ερήμωσης,σηκώνω τα μάτια δεν υπάρχει τίποτα,ψυχή. Μόνο τα σπουργίτια

Σαν τα κύματα τις θάλασσας που σκάνε στα βράχια,πιο δυνατά απ τα προηγούμενα,νέες εικόνες,νέες θύμησες
Να εκεί ήταν ο μαντρότοιχος που στέκονταν η γιαγιά μου στον ίσκιο της συκιάς από την άλλη μεριά του τοίχου η γιαγιά κότσενα, με την βάβου πάνενα με τα εργόχειρα τους είχαν στήσει την κουβεντούλα τους υπό τον απόηχο τον φωνασκούντων στο κοντινό καφενείο του μπάρμπα μήτρου
Μες το μυαλό μου ακόμη αντηχεί η φωνή τις μάνας μου να μου λέει να πάω στο μπακάλικο του μπάρμπα νίκου να πάρω ένα κιλό μακαρόνια.Να εκεί έμαθα και τον εκβιασμό. Δεν πάω εγώ,όλο εμένα στέλνεις να πάει η γιώτα. Τράβα και πάρε και μια καραμέλα αλλά μην το πείς.

Τι χαρά ήταν αυτή. Μες το μπακάλικο,χάζευα τις πολύχρωμες καραμέλες,σε εκείνες τις γυάλες,τα σακιά με τα όσπρια ομοιόμορφα ανοιγμένα,με διπλωμένο το γίσο τους για να βλέπεις την πραμάτεια τους. Στα ρουθούνια μου έχω ακόμη τις μυρωδιές. Πάσης φύσεως μυρωδιές.Να αυτό είναι η κανέλα αυτό το γαρύφαλλο η μήπως κύμινο?Αλλά τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν ποτέ από εκείνο το μαύρο πράγμα που έβαζες ένα χωνί στο αυτί και μίλαγαν. Σήμερα άκουσα ότι το λένε τηλέφωνο.
Ο μπάρμπα νίκος κάπου κάπου φώναζε με μια δυνατή φωνή, να ακουστεί σχεδόν σε όλο το χωριό ΤΑΚΙΑΑΑ άιντι στέλιου του τηλέφουνου

Άραγε το τηλέφωνο είναι μόνο για αυτούς που λείπουν στον καναδά η στην γερμανία.
Μάνα πάω να παίξω. Τα τόξα είναι έτοιμα τα βέλη από ταμπάκο (ξερό σπερδούκλι) στις χειροποίητες χαρτονένιες φαρέτρες έτοιμα. Πάνοοοο έλα που είναι ο Γιάννης?Αυτόματα λες και είμαστε συνεννοημένοι μαζευτήκαμε περίπου δέκα πέντε αγόρια. Από τον κάτω μαχαλά. Χωριστήκαμε σε ομάδες. Όχι εγώ θα πάρω τον πάνο, όχι εγώ δεν πάω με τον μήτσο. Κάπως έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος. Πόλεμος ανελέητος,μέχρι τελικής εξοντώσεως, ο οποίος κράτησε μέχρι που νύχτωσε.

Ευτυχώς σήμερα δεν είχαμε αίματα,κάτι πολύ συνηθισμένο
Ύπνο. Η επόμενη μέρα δύσκολη. Πρέπει πάση θυσία να βρεθεί άλλο ένα καρούλι κουβαρίστρας για να συμπληρωθούν τέσσερα. Άλλωστε τέσσερις είναι οι ρόδες του αυτοκινήτου. Το αμάξωμα είναι έτοιμο. Τις σανίδες τις είχαμε πλανήσει με το ξυλοφάι, είχαμε καρφώσει με πρόκες τα πλαινά και τον ουρανό και έλειπαν οι ρόδες τους. Μάλλον τις βρήκαμε. Είπε ο γιάννης ότι η θειά χρίστενα θα μπαλώσει αύριο.

ΝΤΑΝ ΝΤΑΝ ΝΤΑΝ ο μπάρμπα λάζαρος χτυπάει την καμπάνα ξημέρωσε κυριακή.
Βάλε τα καλά σου και γρήγορα στο ιερό για να μην σε προλάβουν τα μεγαλύτερα παιδιά και ο παππά Τάκης δεν σε αφήσει να μπείς. Ρε μάνα το παντελόνι έχει μπάλωμα .Μπάλωμα να έχει τρύπιο να μην είναι. Η εκκλησία γεμάτη. Μόνο αυτοί που είχαν κοπάδια έλειπαν και αυτοί όχι όλοι. Μέρα αφιερωμένη στον θεό,μέρα αφιερωμένη στην παναγιά μας. Μέρα που και αυτοί που δεν έρχονταν στην εκκλησία μοίραζαν το κυριακάτικο γάλα των κοπαδιών τους κατά τις επιταγές του πατρός Κοσμά του Αιτωλού. Το 1/3 του εισοδήματος τις κυριακής να δίνετε στους πτωχούς λέει ο Παππά Τάκης μια ξεχωριστή μέρα σήμερα. Α σήμερα θα φάμε και κρέας
Το μενού μόνο της κυριακής

Άσχημο πράγμα η ερημιά φώναξε ο Μπάμπης σέρνοντας τα βήματα του προς το καφενείο.
Πάει να συναντήση τον μπάρμπα Γιώργο τον καφετζή. Πού να βρεθεί άλλη ψυχή σε αυτόν τον άνυδρο από ψυχές τόπο. Βλέπεις απ τον Μάη ορφάνεψε από την παρέα του.
Κάτι του απάντησα ενώ το μυαλό μου προσπαθούσε να επανέλθει στο σήμερα,παρακολουθώντας τα βαριά βηματά του. Ανεπιτήδευτα φέρνω στο νού μου τον ίδιο άνθρωπο στην αυλή μας,με τον πατέρα μου να αστειεύονται και να χαμογελούν. Άλλος άνθρωπος.

Μα τι στο καλό έφταιξε και δεν υπάρχει η συνέχεια αυτού του τόπου?
Μήπως τελικά αυτοί οι αγράμματοι άνθρωποι ήξεραν κάτι που εμείς αγνοήσαμε?
Μήπως το μυστικό ήταν η αγάπη για το χωριό για τον τόπο τους, η μήπως η αγάπη τους έβγαινε από τα σωθηκά τους. Γιά το αγνό και όχι το δήθεν?Τα λόγια του Ηλία ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου,σαν τα σήμαντρα μοναστηριών, που έλεγε καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά τελευταίος στην πόλη.

Η βαθειά αγάπη για τούτο τον τόπο για τούτο το χωριό είναι σαν τις ρίζες του δέντρου. Είναι οι ρίζες μας. Μακάριοι όσοι έχουν ρίζες διότι δεν είναι βορά στους ανέμους τις ζωής,δεν είναι όπου φυσάει ο άνεμος,έχουν συνέχεια και συνοχή. Έχουν ρίζες πατρογονικές που τις φυλάττουν οι σκιές αυτών που τα ποτίσαν με ιδρώτα.

Αρκεί μια ματιά στις ρίζες σου για να ξέρεις πόσο μακρυά έφτασες και που πήγες. Αρκεί μια ματιά έτσι σαν σημείο αναφοράς. Για να δεις τι είδος δέντρο είσαι. Αρκεί μια ματιά για να αγαπήσεις αυτό που είσαι. Για να θυμηθείς. Να ξανααγαπήσεις το ριζιμιό σου. Δέντρο χωρίς ρίζες εις το πυρ βαλόμενον Ευλογημένος ας είναι ο τόπος αυτός.


ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΟΥ


Γράφει ο Μιχάλης Δόσκας